Όλο αυτό το διάστημα που βρισκόμουν στην Γαλλία έκανα πολλά ταξίδια αμπελο-οινικού ενδιαφέροντος και ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να περάσω από το Chateauneuf du Pâpe αλλά ούτε και από την ευρύτερη περιοχή του νότιου Ροδανού. Όσες φορές είχα κατέβει στην κοιλάδα του Ροδανού σταματούσα πάντα στο Βόρειο μέρος της και ποτέ δεν συνέχιζα παρακάτω. Με παγίδευαν βλέπετε τα μυθικά Hermitage, τα καταπληκτικά Cornas και τα σαγηνευτικά λευκά της Marsanne και της Rousanne και δεν μπορούσα να ξεφύγω και να πάω παραπέρα.
Αυτήν την φορά ήμουν αποφασισμένος. Έκλεισα τα ραντεβού στα οινοποιεία πολύ πριν φτάσω στο Ροδανό για να είμαι σίγουρος πως δεν θα μείνω και πάλι στα βόρεια, έπεισα τον Ρεμύ να με ακολουθήσει και όλα πήγαν βάση προγράμματος. Έτσι, την πιο παγωμένη πέμπτη του φετινού φθινοπώρου -μέχρι την επόμενη- και με τον μιστράλ να “θερίζει”, ξεκινήσαμε να κατηφορίζουμε από την Ardeche προς τον ιδιόμορφο αυτό αμπελώνα με τις μεγάλες άσπρες οβάλ πέτρες. Το θερμόμετρο του αυτοκινήτου έγραφε 3°C και για μένα που δεν υπολόγισα την αλλαγή του καιρού και έφτασα εκεί από το Ρουσιγιόν με σορτσάκι και κοντομάνικο οι βόλτες στα αμπέλια ήταν απαγορευτικές. Όχι πως οι υπόλοιποι άντεχαν τον Μιστράλ αλλά ήταν ταυτόχρονα και μία δικαιολογία για να αφήσουμε τις φωτογραφίες για αργότερα και να περάσουμε στο ψητό.
Όπου ψητό βλέπε γευσιγνωσία και να 'μαστε λοιπόν στο Domaine Charvin με ένα ποτήρι στο χέρι και μέσα του το γνώριμο κόκκινο υγρό να στριφογυρίζει κομψά μέχρι να περάσει από τα χείλη μας στην γευστική μας κοιλότητα και να μας αποκαλύψει τα μυστικά του! Από το 1990 που ανέλαβε μέχρι και σήμερα, ο Laurent Charvin οινοποιεί τα Cotes du Rhône και Chateauneuf του που παίρνει από τα βιολογικά καλλιεργημένα αμπέλια του, χωρίς προσθήκες οινοποιητικών προϊόντων και με προσθήκη θείου μόνο πριν την εμφιάλωση. Η σοδειές κυκλοφορούν δύο χρόνια μετά και όλη η παραγωγή γίνεται ανάρπαστη.Δοκιμάσαμε μόνο από μπουκάλι ξεκινώντας από τις πλαγιές του Ροδανού 2007 και συνεχίζοντας με Chateauneuf που έφταναν μέχρι το 2004. Δυστυχώς εγώ δεν ήμουν σε μεγάλη φόρμα εκείνη την μέρα -μάλλον λόγω απότομης αλλαγής κλίματος- και δεν νομίζω πως κατάφερα να εκτιμήσω όπως έπρεπε τα όσα δοκιμάσαμε. Είναι όμως γεγονός πως οι μέρες με πολύ δυνατό αέρα δεν ενδεικνύονται για γευσιγνωσίες αλλά δεν είχαμε πολλές μέρες μπροστά μας ώστε να έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε να αλλάξει ο καιρός. Η γενική εικόνα πάντως έδειχνε πως το συγκεκριμένο οινοποιείο δεν είναι τυχαία διάσημο αφού από το πρώτο μέχρι το τελευταίο κρασί που δοκιμάσαμε κανένα δεν μας κούρασε με υπερβολικό αλκοόλ ή βαριές και δύσκολες τανίνες.
Το πρόβλημα του Chateauneuf είναι πάντα τα υψηλά ποσοστά αλκοόλ και η υψηλή συγκέντρωση τανινών που κάνει δύσκολη την δοκιμή τους όταν αυτά είναι ακόμη νέα. Στο Domaine Charvin όμως έχουν πετύχει το στοίχημα. Έχουν καταφέρει να “δαμάσουν” τον ατίθασο χαρακτήρα του με τις κατάλληλες οινοποιητικές μεθόδους και το κατάλληλο χαρμάνι. Έτσι τα κρασιά τους χαρακτηρίζονται από πολύ καλή ισορροπία της δύναμης των τανινών με την οξύτητα και το αλκοόλ, μπορούν να καταναλωθούν ευχάριστα και σε σχετικά νεαρές ηλικίες ενώ δεν χάνουν το μεγάλο δυναμικό παλαίωσης για το οποίο φημίζονται τα Chateauneuf du Pâpe. Κλείσαμε την επίσκεψη κουβεντιάζοντας θέματα γύρω από την αγορά και το μέλλον του κρασιού αν και θα προτιμούσαμε να είχαμε συζητήσει λίγο παραπάνω για τις επιλογές του παραγωγού και τον τρόπο που οινοποιεί.
Στην συνέχεια κατευθυνθήκαμε βόρεια στο χωριό Cairanne για να φτάσουμε στο Domaine Richaud. Η υποδοχή ήταν πολύ θερμή και από την πρώτη κιόλας στιγμή νιώσαμε πάρα πολύ άνετα. Ξεκινήσαμε δοκιμάζοντας τα φετινά κρασιά από τις δεξαμενές ενώ ταυτόχρονα συζητούσαμε για τον τρόπο οινοποίησης και τις διάφορες μεθόδους που χρησιμοποιούνται ώστε να αποφεύγεται η χρήση θείου τουλάχιστον μέχρι και το τέλος της μηλογαλακτικής ζύμωσης. Αμέσως μετά κατεβήκαμε στο κελάρι όπου συνεχίσαμε με δοκιμές από τις ξύλινες δεξαμενές παλαίωσης χωρητικότητας τριών τόννων και τέλος από τα βαρέλια. Μας ενθουσίασε επίσης και η ποικιλία Counnoise η οποία παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον αφού σε αντίθεση με τις πιο διαδεδομένες ποικιλίες της περιοχής, δεν ανεβάζει υψηλό αλκοόλ και δίνει καλές οξύτητες και αρώματα. Έτσι είναι χρήσιμη στα χαρμάνια για να δαμάζει λίγο τα δυνατά Grenache και Syrah αλλά ακόμη και μόνη της θα στέκονταν άνετα αφού σήμερα το κλίμα είναι όλο και πιο ζεστό και τα προβλήματα ωρίμανσης σε τέτοιες περιοχές είναι ανύπαρκτα. Ας μην ξεχνάμε επίσης πως όπως και πολλές άλλες ποικιλίες που έχουν χαθεί ή χάνονται, έχουν πέσει θύματα μιας εποχής όπου όλοι ψάχνανε τις υψηλές αποδόσεις και λίγες ποικιλίες διατηρούν τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά ακόμη και όταν παράγουν μεγάλες ποσότητες σταφυλιού. Αποτέλεσμα, αξιόλογες ποικιλίες να εξαφανίζονται και η Ευρωπαϊκή κληρονομιά να “μερλοποιείται”.
Από μπουκάλι δοκιμάσαμε ελάχιστα πράγματα γιατί από το πρωί δοκιμάζαμε μόνο κόκκινα και όλες αυτές οι τανίνες μας κουράσαν αρκετά. Λίγες μέρες μετά όμως δοκιμάσαμε σε ένα γεύμα μία από τις ετικέτες του κτήματος και εκπλαγήκαμε από την ζωντάνια και την καθαρότητα του φρούτου! Η συγκεκριμένη ετικέτα φέρει το όνομα του χωριού όπου βρίσκεται το οινοποιείο (Cairanne), είναι η ακριβότερη από την κλασσική γκάμα και κοστίζει μόλις 10€. Οι υπόλοιπες κυμαίνονται μεταξύ τριών και επτά ευρώ, τιμές εξαιρετικές για γαλλικά κρασιά από αμπελώνες βιολογικής και βιοδυναμικής καλλιέργειας.Κάτσαμε γύρω στις δύο ώρες και ήταν μάλλον η πιο ενδιαφέρουσα από όλες τις επισκέψεις που κάναμε στον νότιο ροδανό!Την επόμενη το πρωί ακυρώσαμε την επίσκεψη μας λόγω ενός στραμπουλήγματος που μας έβγαλε για λίγο εκτός προγράμματος αλλά το μεσημεράκι ήμασταν και πάλι στο δρόμο για μία ακόμη επίσκεψη.Αφήνοντας την σχετικά επίπεδη περιοχή γύρω από το Chateauneuf du Pâpe ανηφορίσαμε προς την περιοχή του Beaumes de Venises δίπλα ακριβώς από το Gigondas και πριν το επιβλητικό mont Ventoux. Το τοπίο είχε αλλάξει πολύ γρήγορα με το πράσινο να πρωταγωνιστεί και σε συνδυασμό με τις υψομετρικές διαφορές η θέα ήταν εκπληκτική. Ο αμπελώνας δεν ήταν ενιαίος αλλά μοιράζονταν την γη με το δάσος κάτι που αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα για τους παραγωγούς που αποκλείουν την χρήση χημικών προϊόντων από τα εδάφη τους αφού το δάσος λειτουργεί σαν ζώνη ασφαλείας από τα γειτονικά αμπέλια. Ο Μιστράλ μας είχε κάνει την χάρη να ηρεμήσει για λίγο και έτσι δεχτήκαμε με μεγάλη χαρά την πρόταση του παραγωγού Guy Jullien να κάνουμε μία μεγάλη γύρα στον αμπελώνα προτού περάσουμε στις δοκιμές.
Παραγωγοί επί πολλές γενεές, οι οικογένεια Jullien (Ferme Saint Martin) κατέχει 250 στρέμματα γης σε βιολογική καλλιέργεια ενώ γίνονται και βήματα προς το πέρασμα ολόκληρου του αμπελώνα σε βιοδυναμική. Οι βασική ποικιλία τους είναι το Grenache και ακολουθούν μικρές εκτάσεις Mourvedre και Cinsault. Τα τελευταία χρόνια έχει φυτευτεί και αρκετή Syrah αφού για την χρήση του Ο.Π.Α.Π είναι υποχρεωτικό να υπάρχει τουλάχιστον 25% στο τελικό χαρμάνι. Λέγαμε πριν για “μερλοποίηση” της παραγωγής αλλά δυστυχώς και η όλη ιστορία με την Syrah δεν πάει πίσω. Και το κακό είναι διπλό. Από την μία, όπως ανέφερα προηγουμένως, χάνονται ποικιλίες που αν καλλιεργηθούν σωστά, στον τόπο τους δίνουν καλύτερα αποτελέσματα από την Syrah και από την άλλη έχουμε γεμίσει πια με μέτριες Syrah από κάθε γωνιά του κόσμου υποβαθμίζοντας έτσι την πολύ μεγάλη αυτή ποικιλία. Δοκιμάστε καλή Syrah από τον Βόρειο Ροδανό -την καθεαυτού πατρίδα της- και μετά βάλτε δίπλα όποια άλλη Γαλλική, Ιταλική, Ελληνική, νεοκοσμίτικη Syrah θέλετε για να καταλάβετε την τεράστια διαφορά που υπάρχει.
Στην φάρμα του Άγιου Μαρτίνου -για να επανέρθουμε- το μεγαλύτερο μέρος του αμπελώνα είναι φυτεμένο σε ένα χαρακτηριστικό κίτρινόχρωμο αργιλώδες χώμα απ'όπου και παράγεται μία εκ των τριών ετικετών της επιχείρησης και φέρει το όνομα Terre Jaune (κίτρινη γη). Τα αμπέλια ξεκινάνε από τα 200μέτρα υψόμετρο και συνεχίζουν μέχρι τα 600 για τα ονομασίας προέλευσης (AOC Beaumes de Venise) από κει και πάνω, μέχρι τα 650 δηλαδή, παράγονται οίνοι με την ονομασία προέλευσης “πλαγιές ροδανού” πιο χαμηλά δηλαδή στο γαλλικό σύστημα αξιολόγησης οίνων. Λίγο παράδοξο αφού στα υψόμετρα αυτά πετυχαίνουμε πιο ισορροπημένη ωρίμανση, διατηρώντας πάντα πολύ καλές οξύτητες. Ίσως όταν οργανώθηκε η ιεράρχηση της παραγωγής να υπήρχαν άλλα δεδομένα και δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι σημερινές κλιματικές συνθήκες της περιοχής.
Μετά από αρκετή ώρα στα αμπέλια, επιστρέψαμε στο οινοποιείο για να περάσουμε στις δοκιμές αρχικά από δεξαμενές και μετά από την φιάλη. Μάλλον είναι περιττό να αναφέρω πως οι οινοποίηση γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχει ελάχιστη προσθήκη θειώδη ανυδρίτη και μόνο στο τέλος αυτής ή ακριβώς πριν την εμφιάλωση. Η αλήθεια είναι πως στις δοκιμές ψιλο-απογοητεύτηκα αφού τα υψηλά επίπεδα αλκοόλ (14 έως 17%) σε όλα όσα δοκιμάσαμε ήταν πολύ κουραστικά και τα κρασιά δυσκολεύονταν να εκφραστούν. Οι τανίνες πάλι ήταν πολύ έντονες και φαινόταν καθαρά πως έλειπε μία δόση φρεσκάδας ώστε να ισορροπήσει λίγο την κατάσταση.Στις δοκιμές από μπουκάλι δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα γιατί οι γευστικοί μου αισθητήρες είχαν χάσει την μάχη με το αλκοόλ και τις ορδές τανινών που τους στέγνωναν επί ώρες. Τα 'χει αυτά ο Νότιος Ροδανός. Αρκεί να ρίξει κανείς μία ματιά στις ετικέτες για να καταλάβει πως ένα κρασί με λιγότερο από 13,5% αλκοόλ από την περιοχή αυτήν αποτελεί εύρημα! Θα πρέπει να είναι κανείς συνηθισμένος να δοκιμάζει τέτοιου τύπου κρασιά σε νεαρές ηλικίες για να βγάλει καλύτερα συμπεράσματα. Εμείς μέχρι τότε θα ψάχνουμε παλιότερες εσοδείες και θα τις συνοδεύουμε με πιάτα που μπορούν να τιθασεύσουν την δύναμη των κρασιών αυτών ώστε να μπορούμε να τα απολαύσουμε καλύτερα.
Δυστυχώς περάσαμε όλο μας το απόγευμα στην Ferme Saint Martin και αναγκαστήκαμε να ακυρώσουμε το τελευταίο μας ραντεβού γιατί δεν υπήρχε χρόνος.
Όπως και να 'χει πάντως ήταν μία πολύ καλή εμπειρία και σίγουρα ένα ακόμη πέρασμα κάποια στιγμή στο μέλλον θα βοηθήσει να έχουμε μία ακόμη καλύτερη εικόνα για την περιοχή αυτήν.
Αυτήν την φορά ήμουν αποφασισμένος. Έκλεισα τα ραντεβού στα οινοποιεία πολύ πριν φτάσω στο Ροδανό για να είμαι σίγουρος πως δεν θα μείνω και πάλι στα βόρεια, έπεισα τον Ρεμύ να με ακολουθήσει και όλα πήγαν βάση προγράμματος. Έτσι, την πιο παγωμένη πέμπτη του φετινού φθινοπώρου -μέχρι την επόμενη- και με τον μιστράλ να “θερίζει”, ξεκινήσαμε να κατηφορίζουμε από την Ardeche προς τον ιδιόμορφο αυτό αμπελώνα με τις μεγάλες άσπρες οβάλ πέτρες. Το θερμόμετρο του αυτοκινήτου έγραφε 3°C και για μένα που δεν υπολόγισα την αλλαγή του καιρού και έφτασα εκεί από το Ρουσιγιόν με σορτσάκι και κοντομάνικο οι βόλτες στα αμπέλια ήταν απαγορευτικές. Όχι πως οι υπόλοιποι άντεχαν τον Μιστράλ αλλά ήταν ταυτόχρονα και μία δικαιολογία για να αφήσουμε τις φωτογραφίες για αργότερα και να περάσουμε στο ψητό.
Όπου ψητό βλέπε γευσιγνωσία και να 'μαστε λοιπόν στο Domaine Charvin με ένα ποτήρι στο χέρι και μέσα του το γνώριμο κόκκινο υγρό να στριφογυρίζει κομψά μέχρι να περάσει από τα χείλη μας στην γευστική μας κοιλότητα και να μας αποκαλύψει τα μυστικά του! Από το 1990 που ανέλαβε μέχρι και σήμερα, ο Laurent Charvin οινοποιεί τα Cotes du Rhône και Chateauneuf του που παίρνει από τα βιολογικά καλλιεργημένα αμπέλια του, χωρίς προσθήκες οινοποιητικών προϊόντων και με προσθήκη θείου μόνο πριν την εμφιάλωση. Η σοδειές κυκλοφορούν δύο χρόνια μετά και όλη η παραγωγή γίνεται ανάρπαστη.Δοκιμάσαμε μόνο από μπουκάλι ξεκινώντας από τις πλαγιές του Ροδανού 2007 και συνεχίζοντας με Chateauneuf που έφταναν μέχρι το 2004. Δυστυχώς εγώ δεν ήμουν σε μεγάλη φόρμα εκείνη την μέρα -μάλλον λόγω απότομης αλλαγής κλίματος- και δεν νομίζω πως κατάφερα να εκτιμήσω όπως έπρεπε τα όσα δοκιμάσαμε. Είναι όμως γεγονός πως οι μέρες με πολύ δυνατό αέρα δεν ενδεικνύονται για γευσιγνωσίες αλλά δεν είχαμε πολλές μέρες μπροστά μας ώστε να έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε να αλλάξει ο καιρός. Η γενική εικόνα πάντως έδειχνε πως το συγκεκριμένο οινοποιείο δεν είναι τυχαία διάσημο αφού από το πρώτο μέχρι το τελευταίο κρασί που δοκιμάσαμε κανένα δεν μας κούρασε με υπερβολικό αλκοόλ ή βαριές και δύσκολες τανίνες.
Το πρόβλημα του Chateauneuf είναι πάντα τα υψηλά ποσοστά αλκοόλ και η υψηλή συγκέντρωση τανινών που κάνει δύσκολη την δοκιμή τους όταν αυτά είναι ακόμη νέα. Στο Domaine Charvin όμως έχουν πετύχει το στοίχημα. Έχουν καταφέρει να “δαμάσουν” τον ατίθασο χαρακτήρα του με τις κατάλληλες οινοποιητικές μεθόδους και το κατάλληλο χαρμάνι. Έτσι τα κρασιά τους χαρακτηρίζονται από πολύ καλή ισορροπία της δύναμης των τανινών με την οξύτητα και το αλκοόλ, μπορούν να καταναλωθούν ευχάριστα και σε σχετικά νεαρές ηλικίες ενώ δεν χάνουν το μεγάλο δυναμικό παλαίωσης για το οποίο φημίζονται τα Chateauneuf du Pâpe. Κλείσαμε την επίσκεψη κουβεντιάζοντας θέματα γύρω από την αγορά και το μέλλον του κρασιού αν και θα προτιμούσαμε να είχαμε συζητήσει λίγο παραπάνω για τις επιλογές του παραγωγού και τον τρόπο που οινοποιεί.
Στην συνέχεια κατευθυνθήκαμε βόρεια στο χωριό Cairanne για να φτάσουμε στο Domaine Richaud. Η υποδοχή ήταν πολύ θερμή και από την πρώτη κιόλας στιγμή νιώσαμε πάρα πολύ άνετα. Ξεκινήσαμε δοκιμάζοντας τα φετινά κρασιά από τις δεξαμενές ενώ ταυτόχρονα συζητούσαμε για τον τρόπο οινοποίησης και τις διάφορες μεθόδους που χρησιμοποιούνται ώστε να αποφεύγεται η χρήση θείου τουλάχιστον μέχρι και το τέλος της μηλογαλακτικής ζύμωσης. Αμέσως μετά κατεβήκαμε στο κελάρι όπου συνεχίσαμε με δοκιμές από τις ξύλινες δεξαμενές παλαίωσης χωρητικότητας τριών τόννων και τέλος από τα βαρέλια. Μας ενθουσίασε επίσης και η ποικιλία Counnoise η οποία παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον αφού σε αντίθεση με τις πιο διαδεδομένες ποικιλίες της περιοχής, δεν ανεβάζει υψηλό αλκοόλ και δίνει καλές οξύτητες και αρώματα. Έτσι είναι χρήσιμη στα χαρμάνια για να δαμάζει λίγο τα δυνατά Grenache και Syrah αλλά ακόμη και μόνη της θα στέκονταν άνετα αφού σήμερα το κλίμα είναι όλο και πιο ζεστό και τα προβλήματα ωρίμανσης σε τέτοιες περιοχές είναι ανύπαρκτα. Ας μην ξεχνάμε επίσης πως όπως και πολλές άλλες ποικιλίες που έχουν χαθεί ή χάνονται, έχουν πέσει θύματα μιας εποχής όπου όλοι ψάχνανε τις υψηλές αποδόσεις και λίγες ποικιλίες διατηρούν τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά ακόμη και όταν παράγουν μεγάλες ποσότητες σταφυλιού. Αποτέλεσμα, αξιόλογες ποικιλίες να εξαφανίζονται και η Ευρωπαϊκή κληρονομιά να “μερλοποιείται”.
Από μπουκάλι δοκιμάσαμε ελάχιστα πράγματα γιατί από το πρωί δοκιμάζαμε μόνο κόκκινα και όλες αυτές οι τανίνες μας κουράσαν αρκετά. Λίγες μέρες μετά όμως δοκιμάσαμε σε ένα γεύμα μία από τις ετικέτες του κτήματος και εκπλαγήκαμε από την ζωντάνια και την καθαρότητα του φρούτου! Η συγκεκριμένη ετικέτα φέρει το όνομα του χωριού όπου βρίσκεται το οινοποιείο (Cairanne), είναι η ακριβότερη από την κλασσική γκάμα και κοστίζει μόλις 10€. Οι υπόλοιπες κυμαίνονται μεταξύ τριών και επτά ευρώ, τιμές εξαιρετικές για γαλλικά κρασιά από αμπελώνες βιολογικής και βιοδυναμικής καλλιέργειας.Κάτσαμε γύρω στις δύο ώρες και ήταν μάλλον η πιο ενδιαφέρουσα από όλες τις επισκέψεις που κάναμε στον νότιο ροδανό!Την επόμενη το πρωί ακυρώσαμε την επίσκεψη μας λόγω ενός στραμπουλήγματος που μας έβγαλε για λίγο εκτός προγράμματος αλλά το μεσημεράκι ήμασταν και πάλι στο δρόμο για μία ακόμη επίσκεψη.Αφήνοντας την σχετικά επίπεδη περιοχή γύρω από το Chateauneuf du Pâpe ανηφορίσαμε προς την περιοχή του Beaumes de Venises δίπλα ακριβώς από το Gigondas και πριν το επιβλητικό mont Ventoux. Το τοπίο είχε αλλάξει πολύ γρήγορα με το πράσινο να πρωταγωνιστεί και σε συνδυασμό με τις υψομετρικές διαφορές η θέα ήταν εκπληκτική. Ο αμπελώνας δεν ήταν ενιαίος αλλά μοιράζονταν την γη με το δάσος κάτι που αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα για τους παραγωγούς που αποκλείουν την χρήση χημικών προϊόντων από τα εδάφη τους αφού το δάσος λειτουργεί σαν ζώνη ασφαλείας από τα γειτονικά αμπέλια. Ο Μιστράλ μας είχε κάνει την χάρη να ηρεμήσει για λίγο και έτσι δεχτήκαμε με μεγάλη χαρά την πρόταση του παραγωγού Guy Jullien να κάνουμε μία μεγάλη γύρα στον αμπελώνα προτού περάσουμε στις δοκιμές.
Παραγωγοί επί πολλές γενεές, οι οικογένεια Jullien (Ferme Saint Martin) κατέχει 250 στρέμματα γης σε βιολογική καλλιέργεια ενώ γίνονται και βήματα προς το πέρασμα ολόκληρου του αμπελώνα σε βιοδυναμική. Οι βασική ποικιλία τους είναι το Grenache και ακολουθούν μικρές εκτάσεις Mourvedre και Cinsault. Τα τελευταία χρόνια έχει φυτευτεί και αρκετή Syrah αφού για την χρήση του Ο.Π.Α.Π είναι υποχρεωτικό να υπάρχει τουλάχιστον 25% στο τελικό χαρμάνι. Λέγαμε πριν για “μερλοποίηση” της παραγωγής αλλά δυστυχώς και η όλη ιστορία με την Syrah δεν πάει πίσω. Και το κακό είναι διπλό. Από την μία, όπως ανέφερα προηγουμένως, χάνονται ποικιλίες που αν καλλιεργηθούν σωστά, στον τόπο τους δίνουν καλύτερα αποτελέσματα από την Syrah και από την άλλη έχουμε γεμίσει πια με μέτριες Syrah από κάθε γωνιά του κόσμου υποβαθμίζοντας έτσι την πολύ μεγάλη αυτή ποικιλία. Δοκιμάστε καλή Syrah από τον Βόρειο Ροδανό -την καθεαυτού πατρίδα της- και μετά βάλτε δίπλα όποια άλλη Γαλλική, Ιταλική, Ελληνική, νεοκοσμίτικη Syrah θέλετε για να καταλάβετε την τεράστια διαφορά που υπάρχει.
Στην φάρμα του Άγιου Μαρτίνου -για να επανέρθουμε- το μεγαλύτερο μέρος του αμπελώνα είναι φυτεμένο σε ένα χαρακτηριστικό κίτρινόχρωμο αργιλώδες χώμα απ'όπου και παράγεται μία εκ των τριών ετικετών της επιχείρησης και φέρει το όνομα Terre Jaune (κίτρινη γη). Τα αμπέλια ξεκινάνε από τα 200μέτρα υψόμετρο και συνεχίζουν μέχρι τα 600 για τα ονομασίας προέλευσης (AOC Beaumes de Venise) από κει και πάνω, μέχρι τα 650 δηλαδή, παράγονται οίνοι με την ονομασία προέλευσης “πλαγιές ροδανού” πιο χαμηλά δηλαδή στο γαλλικό σύστημα αξιολόγησης οίνων. Λίγο παράδοξο αφού στα υψόμετρα αυτά πετυχαίνουμε πιο ισορροπημένη ωρίμανση, διατηρώντας πάντα πολύ καλές οξύτητες. Ίσως όταν οργανώθηκε η ιεράρχηση της παραγωγής να υπήρχαν άλλα δεδομένα και δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι σημερινές κλιματικές συνθήκες της περιοχής.
Μετά από αρκετή ώρα στα αμπέλια, επιστρέψαμε στο οινοποιείο για να περάσουμε στις δοκιμές αρχικά από δεξαμενές και μετά από την φιάλη. Μάλλον είναι περιττό να αναφέρω πως οι οινοποίηση γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχει ελάχιστη προσθήκη θειώδη ανυδρίτη και μόνο στο τέλος αυτής ή ακριβώς πριν την εμφιάλωση. Η αλήθεια είναι πως στις δοκιμές ψιλο-απογοητεύτηκα αφού τα υψηλά επίπεδα αλκοόλ (14 έως 17%) σε όλα όσα δοκιμάσαμε ήταν πολύ κουραστικά και τα κρασιά δυσκολεύονταν να εκφραστούν. Οι τανίνες πάλι ήταν πολύ έντονες και φαινόταν καθαρά πως έλειπε μία δόση φρεσκάδας ώστε να ισορροπήσει λίγο την κατάσταση.Στις δοκιμές από μπουκάλι δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα γιατί οι γευστικοί μου αισθητήρες είχαν χάσει την μάχη με το αλκοόλ και τις ορδές τανινών που τους στέγνωναν επί ώρες. Τα 'χει αυτά ο Νότιος Ροδανός. Αρκεί να ρίξει κανείς μία ματιά στις ετικέτες για να καταλάβει πως ένα κρασί με λιγότερο από 13,5% αλκοόλ από την περιοχή αυτήν αποτελεί εύρημα! Θα πρέπει να είναι κανείς συνηθισμένος να δοκιμάζει τέτοιου τύπου κρασιά σε νεαρές ηλικίες για να βγάλει καλύτερα συμπεράσματα. Εμείς μέχρι τότε θα ψάχνουμε παλιότερες εσοδείες και θα τις συνοδεύουμε με πιάτα που μπορούν να τιθασεύσουν την δύναμη των κρασιών αυτών ώστε να μπορούμε να τα απολαύσουμε καλύτερα.
Δυστυχώς περάσαμε όλο μας το απόγευμα στην Ferme Saint Martin και αναγκαστήκαμε να ακυρώσουμε το τελευταίο μας ραντεβού γιατί δεν υπήρχε χρόνος.
Όπως και να 'χει πάντως ήταν μία πολύ καλή εμπειρία και σίγουρα ένα ακόμη πέρασμα κάποια στιγμή στο μέλλον θα βοηθήσει να έχουμε μία ακόμη καλύτερη εικόνα για την περιοχή αυτήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου