Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Η γη της φιλοξενίας

Την δευτέρα το βράδυ, αμέσως μετά την σύνταξη του μανιφέστου των "Vignerons d'Europe" αρχίζαν οι εκδηλώσεις "terra hospitale". Kάθε παραγωγός έφευγε από την Φλωρεντία για την περιοχή που θα φιλοξενούνταν από συναδέλφους του ή από τοπικούς φορείς της Τοσκάνης. Αρχικά με είχαν ειδοποιήσει να ετοιμαστώ για να φύγω μαζί με δύο Γάλλους και να πάρω το καράβι που θα μας πήγαινε στο νησάκι της Έλμπα. Το ιστορικό μέρος όπου φυλακίστηκε ο Ναπολέων. Λόγω κακοκαιρίας όμως, τα σχέδιά άλλαξαν και καταλήξαμε σε μία εξοχική κατοικία κοντά στο χωριό San Miniato. Και για να μην στεναχωρηθούμε σε περίπτωση που είχαμε ετοιμαστεί ψυχολογικά να βρεθούμε στα μέρη που πάτησε ο Ναπολέων, φιλοξενηθήκαμε σε μία οικία η οποία υπήρξε κάποτε το εξοχικό του ένδοξου γάλλου αυτοκράτορα-στρατηγού!
Επρόκειτο για ένα κτίριο που αποτελεί σήμερα την οικία και παράλληλα τον χώρο φιλοξενίας του οινοποιείου του Cossimo Maria Masini, γόνου οικογενείας βιομηχάνων που αποφάσισε να ξεφύγει από τις οικογενειακές επιχειρήσεις και να αφιερώσει την ζωή του στην βιοδυναμική αμπελοκαλλιεργεια και παραγωγή κρασιού. Φτάσαμε εκεί μετά από μία ενδιάμεση στάση στο οινοποιείο της Ivana Cupelli όπου βρεθήκαμε με συναδέλφους μας από την Τσεχία και την Ισπανία για να τσιμπήσουμε κάτι και να συζητήσουμε τις εντυπώσεις μας από τις εκδηλώσεις των προηγούμενων ημερών.
Την επόμενη μέρα ξεκινήσαμε με ξενάγηση και δοκιμή κρασιών στο οινοποιείο που μας φιλοξενούσε. Τα λευκά τους όπως και τα κόκκινα δεν με πολυενθουσίασαν και για τον λόγω αυτόν δεν κράτησα και σημειώσεις. Κρίνοντας όμως από την πολύ καλή δουλειά που γίνεται πιστεύω πως δοκιμάζοντας τα κάποια άλλη στιγμή στο μέλλον ίσως να έχω διαφορετική άποψη. Ακολούθησε γευσιγνωσία προϊόντων λευκής τρούφας ενώ ταυτόχρονα ενημερωθήκαμε για τον τρόπο συλλογής του πολύτιμου αυτού μανιταριού και την τέχνη της εναρμόνισης της έντονης γεύσης του με διάφορες γκουρμέ λιχουδιές! Από τα σκυλιά, που όταν δεν ψάχνουν για τρούφες κάνουν δημόσιες σχέσεις, μέχρι την ιδιοκτήτρια της επιχείρησης η υποδοχή ήταν άψογη και περάσαμε ένα φανταστικό πρωινό χαμένοι στον μαγικό κόσμο του λευκού αυτού θησαυρού!
Στην συνέχεια επισκεφτήκαμε το οινοποιείο που θα μας πρόσφερε και το μεσημεριανό μας γεύμα. Κάνοντας μία βόλτα στα αμπέλια με απογοήτευσε η εμμονή του ιδιοκτήτη να φυτεύει merlot σε όλες τις νέες καλλιέργειες "γιατί το θέλει η αγορά". Ρώτησε άραγε την αγορά αν το Merlot που θέλει είναι ένα merlot από μία άγνωστη γωνιά της Τοσκάνης από έναν παραγωγό που αγνοεί ακόμη και τις πιο βασικές αρχές του μάρκετινγκ; ...τους ευχαριστούμε πολύ για το γεύμα και συνεχίζουμε.
Ακολούθησε ξεκούραση και αμέσως μετά πάλι γεύμα με παραγωγούς της Τοσκάνης στο αρχοντικό που μας φιλοξενούσαν. Ουσιαστικά από τις δώδεκα το μεσημέρι μέχρι τις δώδεκα το βράδυ ήταν ένας μαραθώνιας οινοποσίας και φαγητού για σκληρούς παίκτες αφού ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ των δύο γευμάτων ήταν ελάχιστος!
Η επόμενη μέρα μας βρήκε να γυρνάμε στα δρομάκια του γραφικού San Miniato όπου και ξεναγηθήκαμε στα τοπικά αξιοθέατα. Η εκκλησίες και τα ανάκτορα ματαιόδοξων ευγενών που έκαναν επίδειξη δύναμης και πλούτου σε καιρούς που κάποιοι πέθαιναν από την πείνα δεν συγκαταλέγονται στα θεάματα που με συγκινούν και ανυπομονούσα να περάσουμε στην συνέχεια του προγράμματος. Το δεύτερο μέρος περιελάμβανε επίσκεψη στο κρεοπωλείο-αλλαντοποιείο του Sergio Fallaschi με σκοπό να δοκιμάσουμε τις παραδοσιακές, προστατευμένες από την Slow Food, λιχουδιές του χωριού. Από το κλασικό σαλάμι και το prosciuto μέχρι τα λουκάνικα με τρούφα και το σαλάμι από στεγνωμένο αίμα και κάστανα τα πάντα ήταν υπέροχα και το ερυθρό Murleo 2005 που τα συνόδευε έδενε φανταστικά με τα περισσότερα εξ αυτών. Να σημειώσω πως οι οικογένεια Fallaschi δεν περιορίζει την προώθηση των προϊόντων της στην ποιότητά τους αλλά κάθε εποχή οργανώνει διάφορες εκδηλώσεις που κάνουν το συγκεκριμένο κατάστημα ένα από τα δημοφιλέστερα της περιοχής. Για τα φετινά Χριστούγεννα για παράδειγμα, υπήρχε ορχήστρα που έπαιζε τζαζ μέσα στο κρεοπωλείο! Το όλο εγχείρημα ηχογραφήθηκε και στην συνέχεια κυκλοφόρησε ο δίσκος Jazz in Macceleria που διανέμονταν δωρεάν στους πελάτες κατά την διάρκεια των Χριστουγέννων!
Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως το San Miniato είναι χωριό χαρακτηρισμένο ως Slow village. Αυτό σημαίνει πως η Slow Food εγγυάται για την ποιότητα και την αυθεντικότητα όλων τον παραδοσιακών γαστρονομικών προϊόντων που παράγονται εκεί.
Τελευταίος σταθμός πριν αφήσω την περιοχή του San Miniato το οινοποιείο του Pietro Benoncini. Εκεί, μαζί με έναν Ισπανό οινοπαραγωγό δοκιμάσαμε τα κρασιά του κτήματος καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι και πίνοντας τα αργά αργά με την συνοδεία εξαιρετικής παρμεζάνας. Ξεκινούσαμε με τις δύο διαφορετικές εκδοχές Tempranillo (!) του κτήματος οι οποίες με άφησαν μάλλον αδιάφορο. Το πρώτο ήταν ευκολόπιοτο αλλά χωρίς να λέει τίποτα παραπάνω ενώ το δεύτερο παραήταν συμπυκνωμένο με πολύ ζεστό στόμα και έντονες τανίνες που αφήναν σχετικά πικρή αίσθηση. Το Sangiovese του 2005 ήταν σαφώς πιο κόμψο, με πολύ καλύτερη οξύτητα από τα δύο προηγούμενα και καλή ποιότητα τανινών. Το καλύτερο από όσα δοκιμάσαμε ήταν το Murleo του 2006 από ισόποσο χαρμάνι Sangiovese και Malvasia Nera. Πολύ εκφραστικό με πλούσιο-ζουμερό στόμα και τέλεια ισορροπία έκλεινε με μακρά επίγευση και κέρδιζε τον τίτλο του καλύτερου κρασιού που δοκίμασα το διάστημα που έκατσα στο San Miniato.
Στο τέλος της δοκιμής με έστειλαν πίσω στην Φλωρεντία όπου πήρα το τρένο για να κατέβω νότια προς την Σιένα για να συνεχίσω να απολαμβάνω την Τοσκανέζικη φιλοξενία παρέα αυτήν την φορά με Γερμανούς, Αυστριακούς και Τούρκους οινοπαραγωγούς.

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

Manifesto di "Vignerons d'Europe" 2009

Όπως ανέφερα και στο προηγούμενο άρθρο μου, μετά το πέρας των δύο πρώτων ημερών οι "Vignerons d'Europe" βρέθηκαν στο Palazzo vecchio της Φλωρεντίας για να συνοψίσουν όλα όσα συζητήθηκαν κατά την διάρκεια του διημέρου και να συντάξουν ένα μανιφέστο.
Ιδού λοιπόν τα έντεκα σημεία που χαρακτηρίζουν τον Ευρωπαίο αμπελουργό-οινοπαραγωγό (vigneron) και αποτελούν το μανιφέστο:

  • Ο vigneron αναλαμβάνει προσωπικά την φροντίδα του αμπελώνα του, το οινοποιείο του και τις πωλήσεις.
  • Το κρασί του vigneron είναι ζωντανό και δίνει ευχαρίστηση. Είναι προϊόν της γης και της σκέψης του vigneron και η αυθεντική έκφραση μίας κουλτούρας.
  • Ο vigneron θεωρεί τον καταναλωτή συμπαραγωγό.
  • Ο vigneron φροντίζει και διαμορφώνει το τοπίο με σεβασμό στην βιοποικιλότητα και στην κουλτούρα της περιοχής του την οποία προωθεί και εμπλουτίζει.
  • Ο vigneron ως αγρότης αναλαμβάνει την ευθύνη να διατηρήσει και να βελτιώσει την γονιμότητα του εδάφους και την ισορροπία των οικοσυστήματων.
  • Ο vigneron δεσμεύεται να απαρνηθεί την χρήση τεχνιτών ή συνθετικών οργανισμών ή μορίων με στόχο την προστασία των ζωντανών οργανισμών.
  • Ο vigneron γνωρίζει τα όρια για κάθε του ενέργεια και ψάχνει πάντα το ιδανικό και όχι το περισσότερο (το όπτιμουμ και όχι το μάξιμουμ).
  • Ο vigneron αναλαμβάνει την ευθύνη των ενεργειών του που έχουν αντίκτυπο στο περιβάλλον, στην υγεία του καταναλωτή και στο πεπρωμένο τις τοπικής κοινωνίας αλλά και παγκοσμίως.
  • Ο vigneron δεσμεύεται να δημιουργήσει και να διατηρήσει σχέσεις με άλλους παραγωγούς, αγρότες, παραγωγούς τροφίμων, μάγειρες, πανεπιστήμια και ινστιτούτα ερευνών, εκπαιδευτικούς, τους κατοίκους της τοπικής κοινότητας και ολόκληρου του κόσμου.
  • Ο vigneron εφαρμόζει διαφάνεια: λέει αυτό που κάνει και κάνει αυτό που λέει.
  • Οι “Vignerons d'Europe” που παρευρέθησαν στην Φλωρεντία καλούν τις εθνικές και Ευρωπαικές αρχές να μην εμποδίζουν την δραστηριότητά τους με ρυθμίσεις προσαρμοσμένες στην βιομηχανία και όχι στις δικές τους ανάγκες.

Προσωπικά συμφωνώ απόλυτα με το μανιφέστο έχοντας μία μόνο μικρή επιφύλαξη για το σημείο όπου αναφέρεται: "Ο vigneron δεσμεύεται να απαρνηθεί την χρήση τεχνιτών ή συνθετικών οργανισμών ή μορίων με στόχο την προστασία των ζωντανών οργανισμών". Στο σημείο εκείνο φωτογραφίζονται μόνο όσοι παραγωγοί καλλιεργούν εφαρμόζοντας κάποια μορφή βιολογικής καλλιέργειας. Είμαι υπέρ οποιασδήποτε μορφής εναλλακτικής καλλιέργειας με την διαφορά πως υπάρχουν οινοπαραγωγοί που για διάφορους λόγους -κυρίως κλιματικολογικούς- δυσκολέυονται να απαρνηθούν πλήρως την χρήση χημικών ή συνθετικών μορίων και οργανισμών. Ίσως στο συγκεκριμένο σημείο θα μπορούσαμε να είμαστε λιγότερο αυστηροί αλλάζοντας το "...δεσμέυεται να απαρνηθεί..." με το "...δεσμέυεται να κάνει όσο το δυνατόν μικρότερη χρήση συνθετικών ή τεχνιτών μορίων και μόνο όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο".

Μετά το πέρας της σύνταξης του μανιφέστου ακολούθησε μία αγορά κρασιού όπου όσοι οινοπαραγωγοί ήθελαν, μπορούσαν να εκθέσουν και ν απουλήσουν το κρασί τους στο καταναλωτικό κοινό της Φλωρεντίας. Στο τέλος της ημέρας όσοι είχαν την δυνατότητα να παραμείνουν φιλοξενήθηκαν από οινοπαραγωγούς της Τοσκάνης και επί πέντε ακόμη μέρες οι εκδηλώσεις συνεχίστηκαν με ξεναγήσεις σε οινοποιεία, δοκιμές κρασιών και άλλων γαστρονομικών προϊόντων, επισκέψεις στα αξιοθέατα της περιοχής και μαραθώνια γεύματα όπως μόνο οι vignerons ξέρουν να απολαμβάνουν!


Φώτο: Sergio Garbari

Vignerons d'Europe 2009

Κλιματικές αλλαγές, ποικιλίες που χάνονται, κρασιά που χάνουν την ταυτότητά τους, παραδοσιακές αμπελοοινικές περιοχές που ξεριζώνουν εκατοντάδες στρέμματα, παραγωγή κρασιού με μηδενικό κόστος, φιάλες που κυκλοφορούν στα σούπερ μάρκετ με δώρο αναψυκτικά, μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες που μπαίνουν στον κόσμο του κρασιού σβήνοντας δεκάδες μικρούς παραγωγούς.
Αυτοί είναι μόνο κάποιοι από τους σύγχρονους προβληματισμούς ενός οινοπαραγωγού και ιδίως ενός παραγωγού που βρίσκεται στην γηραιά ήπειρο. Στον παλαιό δηλαδή οινόκοσμο. Αυτούς τους προβληματισμούς εντόπισε και η παγκοσμίου φήμης οργάνωση για το ποιοτικό φαγητό, η Slow Food. H συγκεκριμένη οργάνωση έχει ώς στόχο την επιβίωση των κατά τόπους γαστρονομικών παραδόσεων μέσω της αργοφαγίας, της στήριξης στους μικρούς παραγωγούς, την διάσωση των τοπικών ποικιλιών και την αναβίωση παλαιών και ξεχασμένων μαγειρικών συνταγών που αναδεικνύουν την γαστρονομική κουλτούρα της κάθε περιοχής.
Για τον λόγο αυτό κάλεσε για δεύτερη φορά μέσα σε δύο χρόνια χίλιους μικρού μεγέθους οινοπαραγωγούς από όλη την Ευρώπη να συναντηθούν στο Μοντεκατίνι της Τοσκάνης το πρώτο σαββατοκύριακο του Δεκεμβρίου σε μία εκδήλωση με το όνομα "Vignerons d'Europe". Στο κάλεσμά της ανταποκρίθηκαν τελικώς οκτακόσιοι οινοπαραγωγοί που με την βοήθεια ακαδημαϊκών, ντόπιων φορέων, δημοσιογράφων οίνου και αντιπροσωπείες από συνδικάτα αμπελουργών από διάφορες χώρες συζήτησαν για το μέλλον του Ευρωπαϊκού αμπελώνα.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η παρουσία του Jean Francois Hulot που αντιπροσώπευε την επιτροπή βιολογικών προϊόντων της Ευρωπαϊκής ένωσης. Έδωσε χρήσιμες πληροφορίες, ενημέρωσε τους παραγωγούς για την δυνατότητα παραγωγής βιολογικών κρασιών* από την νέα χρονιά και αντάλλαξε απόψεις με τους παρευρισκόμενους Επίσης μας κάλεσε να μπούμε στο σαίτ της Ευρωπαϊκής ένωσης και να ψηφίσουμε για το καινούριο λογότυπο των βιολογικών προϊόντων. Το έκανα λοιπόν και αμέσως μετά αντίκρισα να αναγράφεται σε όλες τις γλώσσες: "Το νέο λογότυπο θα εμφανίζεται σε κάθε βιολογικό προϊόν στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς σου..." O κύριος Hulot μίλησε μπροστά σε οκτακόσιους παραγωγούς με πολύ συγκεκριμένη άποψη πάνω στο κρασί. Έχοντας μιλήσει με πολλούς από αυτούς είμαι βέβαιος πως οι πλειοψηφία αυτών αρνείται να δει το κρασί της στα ράφια ενός σούπερ μάρκετ και πολλοί από αυτούς δεν αγοράζουν εκεί κανένα τρόφιμο, πόσο μάλλον βιολογικό. Δεν υπάρχει μόνο το σούπερ μάρκετ κύριοι. Υπάρχουν και τα μπακάλικα, υπάρχουν και οι λαϊκές αγορές, υπάρχουν και οι απευθείας αγορές από τον παραγωγό, υπάρχουν και οι ανταλλαγές προϊόντων και πολλοί ακόμη εναλλακτικοί τρόποι αγοράς τροφίμων. Μου φαίνεται αδιανόητο η Ευρωπαϊκή ένωση να στηρίζει τόσο ανοιχτά μία συγκεκριμένη μορφή αγοράς. Αν υπάρχει κάποιος με μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την ισοπέδωση των γεύσεων, την εξαφάνιση των κατά τόπους ποικιλιών, τον αφανισμό πολλών μικρών παραγωγών και την ευρεία διάδοση των "πλαστικών" άγευστων, σκασμένων στα χημικά τροφίμων αυτά είναι τα σούπερ μάρκετ και το να αγοράζει κανείς εκεί βιολογικό προϊόν είναι ειρωνικό. Το βιολογικό δεν είναι ετικέτες είναι στάση ζωής.
Επιστρέφοντας στα της εκδήλωσης και παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, το διήμερο ξεκίνησε με μπουφέ και μουσική στον χώρο όπου βρίσκονται οι θέρμες του Montecatini. Οι οινοπαραγωγοί βρέθηκαν για πρώτη φορά γύρω από ένα ποτήρι κρασί και άρχισε έτσι η σύσφιξη σχέσεων που ήταν μία από τις επιδιώξεις της Slow Food. Αμέσως μετά ξεκίνησαν οι ομιλίες-χαιρετισμοί από διάφορες προσωπικότητες του χώρου και έκλεισαν με μία μεγάλη ομιλία του Carlo Petrini, ιδρυτή της SF, που έδειξε πάνω σε ποια κατεύθυνση θα κινηθούν οι ομιλίες και οι συζητήσεις των επόμενων δύο ημερών. Ακολούθησε ελεύθερη συζήτηση μεταξύ των παρευρισκομένων και σχολιασμός των όσων ειπώθηκαν από τους ομιλητές. Κατά τον ίδιο τρόπο κύλησε όλο το διήμερο. Ξεκινούσαμε με ομιλίες κατά την διάρκεια των οποίων υπήρχε δυνατότητα παρέμβασης από το κοινό και εναλλάσσονταν με συζητήσεις σε προσωπικό επίπεδο γύρω από ένα ποτήρι κρασί από αυτά που ο κάθε παραγωγός είχε φέρει. Έτσι, γινόταν μία πιο ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων και οι παραγωγοί ένιωθαν πιο οικεία μεταξύ τους καθώς μοιραζόταν τις ιδέες τους αλλά και τους προβληματισμούς τους.


Οι ομιλίες είχαν χωριστεί σε τέσσερα μέρη:
- Ηθική ταυτότητα του παραγωγού
- Νερό, έδαφος και φυσικοί πόροι
- Οινοπαραγωγή: Ζύμωση, διορθώσεις, παλαίωση
- Το φυτό, η καλλιέργεια και παθολογία του αμπελιού
Τα τέσσερα αυτά θέματα αποτέλεσαν τον κορμό των συζητήσεων αλλά γύρω από αυτά εκφράστηκαν και διάφοροι άλλοι προβληματισμοί και ιδέες για την διατήρηση της αμπελο-οινικής μας κουλτούρας.

Την τρίτη μέρα όλοι οι συμμετέχοντες βρέθηκαν στο Palazzo Vecchio στην Φλωρεντία όπου έγινε μία σύνοψη των όσων συζητήθηκαν και συμφωνήθηκε ένα μανιφέστο.
Από την εκδήλωση αυτήν βγήκαν πολύ χρήσιμα συμπεράσματα και ακούστηκαν πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις. Τα προβλήματα που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν έγιναν πιο ξεκάθαρα όπως επίσης και οι κινήσεις που πρέπει να γίνουν στο μέλλον σε ατομικό αλλά και σε συλλογικό επίπεδο. Μένει μόνο να γίνει σωστή χρήση του μανιφέστο, τα λόγια να γίνουν πράξεις και οι Vignerons d'Europe να συνεχίσουν να συνευρίσκονται για να αποκτήσουν δυναμική και να καταφέρουν να πραγματοποιήσουν τον στόχο τους:
Την διασφάλιση της περιβαλλοντικής, οικονομικής και κοινωνικής επιβίωσης της Ευρωπαϊκής αμπελοοινικής κουλτούρας.


*Αυτήν την στιγμή κυκλοφορούν κρασιά με την ένδειξη "οίνος προερχόμενος από σταφύλια βιολογικής καλλιέργειας". Από το 2010 θα υπάρξουν για πρώτη φορά "βιολογικοί οίνοι".

Φώτο: Sergio Garbari

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

Αμπελο-οινικές περιπέτειες στο μαγευτικό νησί του Κέφαλου!

Πολύ μικρός, όταν ακόμη ξεκινούσα να διαβάζω, η αγαπημένη μου ετικέτα στην κάβα της μητέρας μου ήταν αυτή που απεικόνιζε ένα κανονάκι σε πράσινο φόντο και ήταν τυπωμένη πάνω σε ένα τσουβαλάκι που αγκάλιαζε την φιάλη. Δεν ξέρω για πιο λόγο η εικόνα αυτή με τραβούσε τόσο πολύ αλλά χάρη σε αυτήν η Ρομπόλα του συνεταιρισμού της Κεφαλονιάς έγινε το αγαπημένου μου κρασί. Εμφανισιακά τουλάχιστον γιατί εκείνη την εποχή δεν είχα ιδέα από δοκιμές κρασιών. Προείχε να μάθω να διαβάζω και να γράφω προτού μάθω να πίνω (αν και σε μερικούς που ξέρουν καλά το πάθος μου για το κρασί δεν θα τους φαινόταν καθόλου παράξενο αν συνέβαινε το αντίθετο..). Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά βρισκόμουν στην γη που παρήγαγε το κρασί αυτό και σίγουρα αυτήν την φορά δε θα κέρδιζαν τις εντυπώσεις μου κανονάκια και τσουβαλάκια...
Είχα ακούσει τόσα πολλά για το νησί αυτό και τους σκαρφαλωμένους σε πλαγιές αμπελώνες του με θέα την θάλασσα και είχα ενθουσιαστεί που θα είχα επιτέλους την ευκαιρία να το επισκεφτώ. Τα τοπία ήταν μαγικά. Ο συνδυασμός βουνού και θάλασσας μαζί με την πλούσια βλάστηση αλλά και οι εναλλαγές του καιρού δημιουργούσαν φανταστικές εικόνες και σχεδόν ξεχνούσα τον αρχικό μου σκοπό που ήταν να δω τα αμπέλια και τα οινοποιεία της περιοχής.
Φυσικά έγινε και αυτό, αρχής γενομένης με το κτήμα Gentillini. Ακριβώς κάτω από το Αργοστόλι σε μία αρκετά βραχώδη περιοχή βρίσκεται το μικρο οινοποιείο του κτήματος. Εκεί μας περίμενε η οινολόγος του Gentillini, Gabrielle Beamish που μας ξενάγησε και μας μίλησε λεπτομερώς για την παραγωγική διαδικασία. Για κακή μας τύχη η Ρομπόλα του 2008 είχε τελειώσει και σε αυτήν του 2009 είχε γίνει πρόσφατα επεξεργασία με μπεντονίτη. Έτσι ξεκινήσαμε την δοκιμή με το λευκό του 2008 και περάσαμε αμέσως μετά στο ροζέ. Χάρηκα όταν έμαθα πως το Chardonnay του κτήματος αντικαταστάθηκε με μαυροδάφνη και η τελευταία έχει όλο και μεγαλύτερο ποσοστό στα κόκκινα χαρμάνια. Το red ήταν μάλλον το κρασί που κέρδισε την προτίμηση μου αφού ήταν ευκολόπιοτο, εκφραστικότατο και άψογα ισορροπημένο. Η Syrah έδειχνε πως έχει μεγάλες δυνατότητες να γίνει ένα εξαιρετικό κρασί αλλά ήταν αρκετά νεαρή και σημαδεμένη ακόμη από το βαρέλι. Πάντως αρωματικά έδειχνε έναν πολύ διαφορετικό χαρακτήρα από τις υπόλοιπες ελληνικές Syrah και θα έχει ενδιαφέρον να ακολουθήσει κανείς την εξέλιξή της.
Ο πολύ άσχημος καιρός χάλασε τα σχέδια μας για επίσκεψη στο οινοποιείο του Σκλάβου. Έτσι βρεθήκαμε σε "ουδέτερο έδαφος" με τον Ευρυβιάδη, σε ένα μικρό καφέ στο Αργοστόλι και για πολύ λίγη ώρα σε σχέση με όλα αυτά που θέλαμε να συζητήσουμε. Είχαμε μία πολύ ουσιώδη ανταλλαγή απόψεων γύρω από το κρασί και τις εναλλακτικές μορφές καλλιέργειας αλλά σε καμία περίπτωση ό χρόνος που είχαμε δεν ήταν αρκετός για να καλύψουμε όλα τα θέματα που είχαμε κατά νου. Δεν μπορέσαμε να δοκιμάσουμε κάτι αλλά εφοδιάστηκα με μερικές φιάλες του κτήματος ώστε να τις δοκιμάσω μόνος μου όταν θα έχω τον χρόνο και την ηρεμία. Όχι πως δεν γνωρίζω την αξία του Οργίων ή τον δροσερό και ευχάριστο Μεταγειτνιών αλλά ποτέ δεν χάνουμε δοκιμάζοντας μία ακόμη φορά!
Από το Αργοστόλι ανηφορίσαμε προς τον βουνό για να κάνουμε μία γύρα σε κάποια αμπέλια που μας υπέδειξε ο Ευρυβιάδης και ανήκουν σε παραγωγούς του συνεταιρισμού. Εκτιμάται πως τα αμπέλια αυτά έχουν φυτευτεί στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και τα περισσότερα από αυτά είναι σε φάση εγκατάλειψης. Για μένα όμως το θέαμα αυτό τον γερασμένων αμπελώνων πάνω στις πλαγιές του συννεφιασμένου Αίνου απέναντι από την φουρτουνιασμένη θάλασσα ήταν κάτι μαγικό. Φαντάστηκα τον εαυτό μου να έχει αναλάβει μερικά από αυτά τα κομμάτια γης και να προσπαθεί χρόνο με τον χρόνο, με προσεκτικές φροντίδες να διασώσει τους παροπλισμένους αυτούς γέροντες με αντάλλαγμα τους πολύτιμους χυμούς τους.
Ξυπνώντας από αυτό το σύντομο όνειρο διαπίστωσα πως είχε έρθει η ώρα να επιστρέψω στην ηπειρωτική Ελλάδα και να ανηφορίσω προς Νάουσα. Τα υπόλοιπα οινοποιεία του νησιού όπως αυτό του πολύ αξιόλογου συνεταιρισμού και αυτό του Γιαννηκώστα Μεταξά θα μπουν στο πρόγραμμα για κάποια άλλη φορά. Εξάλλου η Κεφαλονιά θα με περιμένει να επιστρέψω αρκετά σύντομα για να χαθώ ακόμη πιο βαθιά στα ονειρικά της τοπία και στις γεύσεις και τα αρώματα των κρασιών της...

...

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

Πάτρα - Οινοποιείο Παρπαρούση

Αφήνοντας την Ιταλία πήρα το καράβι για Πάτρα προκειμένου να επιστρέψω σε ελληνικό έδαφος μετά από τρεις μήνες ταξιδιών. Προορισμός μου ήταν η Κεφαλλονιά αλλά αφού βρέθηκα στην Πάτρα δεν έχασα την ευκαιρία να επισκεφτώ το οινοποιείο Παρπαρούση στα προάστια της πόλης. Τα κρασιά του κτήματος τα ήξερα πολύ καλά αφού αρέσουν πολύ στους Γάλλους και κυκλοφορούν πολύ στο Παρίσι. Φυσικά δεν ήταν λίγες οι φορές που έτυχε να τα παρουσιάσω σε διάφορες εκδηλώσεις για το ελληνικό κρασί ή σε συνευρέσεις μεταξύ φίλων όταν και οργανώναμε δοκιμές κρασιών της χώρας μας. Ποτέ όμως μέχρι τώρα δεν είχα την ευκαιρία να δοκιμάσω τα κρασιά αυτά στον χώρο παραγωγής τους και να ξεναγηθώ σε αυτούς.
Έτσι μία πέμπτη πρωί βρέθηκα στο περιτριγυρισμένο από ένα πλούσιο οικοσύστημα οινοποιείο όπου δέντρα κάθε είδους, πάπιες, κότες, γάτες, σκύλοι και καμιά εικοσαριά παγόνια σε κάνουν να ξεχνάς πως είσαι ελάχιστα χιλιόμετρα έξω από την πόλη της Πάτρας και μόλις μερικά μέτρα από τον αυτοκινητόδρομο. Μετά από μία σύντομη γύρα στους χώρους οινοποίησης καθίσαμε με τον κ.Θανάση Παρπαρούση στο εσωτερικό ενός όμορφου πέτρινου κτιρίου και περάσαμε αρκετή ώρα συζητώντας διάφορα θέματα γύρω από το κρασί. Όλα αυτά συνοδεία μίας σοκολατίνας που ταίριαζε μοναδικά με την Μαυροδάφνη Reserve του κτήματος την οποία εδώ και τόσο καιρό αγνοούσα λόγω της μεγάλης μου αγάπης για το μοσχάτο. Ελάχιστα γλυκά κρασιά καταφέρνουν να μου τραβήξουν το ενδιαφέρον αλλά την συγκεκριμένη μαυροδάφνη με την ανάλαφρη μύτη που μου θύμιζε λίγο από γλυκό καρυδάκι και την πολύ μακριά επίγευση, την λιγουρεύομαι ακόμη και την στιγμή που γράφω αυτές τις σειρές!

Λίγη ώρα μετά είχε έρθει η στιγμή για την δοκιμή των κρασιών. Με μερικά τυράκια και λίγο ψωμί για συνοδεία ξεκινήσαμε με μία φιάλη σιδερίτη. Ο Σιδερίτης κυκλοφορούσε τα πρώτα δέκα χρόνια λειτουργίας του οινοποιείου, μέχρι το 1984 αλλά στην συνέχεια κρίθηκε πως ήταν ένα κρασί πολύ δύσκολο για την αγορά και η παραγωγή του σταμάτησε. Η μύτη με τα πολύ λεπτά αλλά πεντακάθαρα αρώματα σίγουρα θα κέρδιζε εύκολα φίλους αλλά η κοφτερή οξύτητα στο στόμα δύσκολα θα αγαπηθεί από άτομα που στερούνται ευελιξίας στις προτιμήσεις τους. Σήμερα, η οικογένεια Παρπαρούση έκρινε πως οι καταναλωτές έχουν βαθύτερες γαστρονομικές γνώσεις και ξέρουν πως να τοποθετήσουν ένα τέτοιο κρασί στο τραπέζι τους. Για τον λόγο αυτό από το 2008 και μετά ο Σιδερίτης επανέρχεται στην αγορά και απευθύνεται σε αυτούς που ξέρουν να τον εκτιμήσουν.
Συνεχίσαμε με
τα "δώρα του Διονύσου" που αν και πιο γεμάτα στο στόμα και με καλύτερη ισορροπία δεν κατάφεραν να με συγκινήσουν τόσο όσο ο Σιδερίτης αφού τα "Δώρα" τα γνώριζα ήδη πολύ καλά και οι ποιότητά τους δεν αποτέλεσε έκπληξη για εμένα.
Περνώντας στα κόκκινα, αδικήσαμε λίγο την Νεμέα γιατί κατά την διάρκεια της δοκιμής της δεν συγκεντρωθήκαμε πάνω σε αυτήν αλλά πάνω στην ετικέτα που θα ακολουθούσε και δεν ήταν άλλη από την ξηρή μαυροδάφνη του κτήματος.
Ο ΤΑΩΣ λοιπόν τιμήθηκε και με το παραπάνω αφού όχι μόνο τράβηξε την προσοχή μας από την Νεμέα αλλά μονοπώλησε την συζήτηση μας μέχρι το τέλος. Δοκιμάζοντας ταυτόχρονα την σοδειά του 2004 που είχε ήδη εμφιαλωθεί και αυτήν του 2005 που ήταν ακόμη στο βαρέλι συγκρίναμε τις δύο χρονιές. Η δεύτερη έχει μείνει για περισσότερο χρονικό διάστημα σε βαρέλι απ'όσο η πρώτη και αυτό ήταν μία ακόμη παράμετρος που έπρεπε να ληφθεί υπόψιν. Όσο και αν προσπάθησα πάντως δεν μπόρεσα να καταλήξω ποια είναι η καλύτερη. Το μόνο σίγουρο είναι πως η ξηρή μαυροδάφνη είναι ένα φοβερό ερυθρό που προσθέτει μία ακόμη επιλογή ποιοτικού κρασιού από αυτόχθονη ελληνική ποικιλία και ενθαρρύνει όλους όσους προσπαθούν να αναδείξουν το δυναμικό των ελληνικών ποικιλιών.
Έχοντας περάσει ένα καταπληκτικό πρωινό και εμπλουτίζοντας τις οινικές μου γνώσεις άφησα το οινοποιείο Παρπαρούση για να επιστρέψω στην Πάτρα και να πάρω το πλοίο για Κεφαλλονιά..

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Οινικοί θησαυροί από την Σικελία μέχρι το Φρίουλι

Κατεβαίνοντας από Τορίνο για Parma τα πυκνά σύννεφα και η ασταμάτητη βροχή έδειχναν πως είχαμε μπει για τα καλά στο φθινόπωρο. Ήταν μία καλή ευκαιρία για αυτοσυγκέντρωση και για να βάλω σε μία σειρά όλες τις πληροφορίες για αυτά που είδα και έμαθα στο Πιεμόντε. Φτάνοντας, ο καιρός είχε καλμάρει κάπως αλλά δεν υπήρχε χρόνος παρά μόνο για να πάω στο ξενοδοχείο για λίγη ξεκούραση.
Την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε να στήνουμε το σταντ των κρασιών μας για την εκδήλωση vini di vignaioli (βλ. I vini di vignaioli Greci in Parma) και μόλις ήμασταν έτοιμοι δεν έχασα χρόνο και άρχισα να επισκέπτομαι τους διπλανούς παραγωγούς. Σε σχέση με το προηγούμενο σαλόνι κρασιού που είχα δει στην Τορίνο και ψιλοαπογοητεύτικα, εδώ ήμουν σίγουρος πως θα καταφέρω να βρω κρασιά αρκετά αντιπροσωπευτικά του τόπου προέλευσης τους και να γνωρίσω έτσι καλύτερα τις Ιταλικές περιοχές.
Θα ξεκινήσω από αυτό που θεώρησα πως ήταν το καλύτ
ερο από όλα όσα είδα το διήμερο της εκδήλωσης. Την azienda La Stoppa της Elena Pantaleoni στην Emilia Romagna. Από την πρώτη μέχρι την τελευταία ετικέτα τα πάντα ήταν καταπληκτικά. Εξαιρετικά αγνή έκφραση του φρούτου, γενναιόδωρα αρωματικά και πλούσια στο στόμα με κάθε ένα να έχει τον δικό του ξεχωριστό χαρακτήρα. Μέσα σε όλα αυτά τα τόσο ποιοτικά κρασιά ξεχώριζε η Barbera τους που πέρα από το πολύ καθαρό φρούτο στην μύτη είχε τρομερά δροσερές οξύτητες και πολύ ποιοτικές φίνες τανίνες! Ενώ η τιμή ήταν τόσο χαμηλή που χτυπούσα το κεφάλι μου που δεν είχα την δυνατότητα -λόγω βάρους- να πάρω ούτε καν μία φιάλη. Επίσης το λευκό από malvasia μου έκανε πολύ καλή εντύπωση γιατί μέχρι τώρα δεν είχα σε μεγάλη εκτίμηση την ποικιλία αυτήν. Τα πολύ έντονα αρώματά της με κούραζαν και στο στόμα την έβρισκα πάντα πολύ επίπεδη, χωρίς καθόλου νεύρο. Η malvasia όμως της La Stoppa είχε πολύ πιο λεπτά αρώματα και στο στόμα δονούνταν από μία πολύ όμορφη οξύτητα που την έκανε να παίζει ένα επίπεδο παραπάνω από οποιαδήποτε άλλη Malvasia είχα δοκιμάσει μέχρι τώρα! Τέλος η γλυκιά τους Malvasia οινοποιημένη με λίγο Μοσχάτο ήταν ίσως το μόνο κρασί αυτής της κατηγορίας που συναγωνίζονταν το Μοσχάτο Ρίου Πατρών του Παρπαρούση. Με αξιοθάυμαστη φινέτσα στην μύτη και φρεσκάδα που έκανε να φαίνονται πιο διακριτικά τα υψηλά ποσοστά σακχάρων αλλά και φρουτώδη επίγευση που έμοιαζε να μην τελείωνε ποτέ ήταν απλά ένα αριστούργημα!
Ακριβώς δίπλα η Arianna Occhipinti από την Σικελία έδειχνε πως οι γυναίκες παραγωγοί στην Ιταλία κάνουν σπουδαία πράγματα! Το πρώτο που δοκίμασα ήταν το SP68 του 2008 από τις ποικιλίες Nero D'Avola και Frappato και το οποίο απλά δεν παίζονταν! Μεστό αλλά ταυτόχρονα πολύ καθαρό φρούτο στην μύτη και στόμα άπταιστα ισορροπημένο με πολύ ζουμερές τανίνες! Δοκιμάζοντας τις δύο ποικιλίες χωριστά κατάλαβα πως στο χαρμάνι το ένα συμπληρώνει το άλλο αφού το Frappato είχε αρκετά έντονες οξύτητες και αντιθέτως το Nero D'Avola μόνο του του έλειπε λίγη οξύτητα ενώ ήταν έντονη η παρουσία τανινών. Απ'όσο έμαθα όμως από συζητήσεις με άτομα που γνωρίζουν καλά τα κρασιά αυτά, την συγκεκριμένη μέρα δοκιμάζονταν λίγο παράξενα και αδικούνταν.
Και πάνω που αναρωτιόμουν τι γίνεται στην Σικελία με τα λευκά έπεσα πάνω στο σταντ του Nino Barraco που παρουσίαζε λευκά από αυτόχθονες Σικελικές ποικιλίες. Το Catarrato με την φοβερή μεταλλική του μύτη και το Grillo που ήταν εξίσου ορυκτό με το πρώτο αλλά κάπως πιο πολύπλοκο με νότες καρυδιού να συμπληρώνουν το αρωματικό μπουκέτο. Το εκπληκτικό Zibibbo πάλι, είχε μία μοναδική μύτη εσπερειδοειδών όπως λεμόνι και περγαμόντο και πολύ δροσερό στόμα που θύμιζε πολύ πιο νότιες περιοχές αλλά ταυτόχρονα είχε την δύναμη τον ηλιόλουστων αμπελώνων της Σικελίας! Πολύ καλό επίσης και το κόκκινο Pignatello που αν και ήταν πολύ πλούσιο γευστικά και αρκετά πυκνό στο στόμα ήταν ταυτόχρονα όσο κομψό χρειαζόταν ώστε να μην κουράζει.
Πίσω στην ηπειρωτική Ιταλία, στην περιοχή της Καμπανίας, δοκίμασα την λευκή ποικιλία Coda di Volpe (αλεπο-ουρά) η οποία είχε παλαιώσει για έξι μήνες θαμένη στην γη μέσα σε πύλινους αμφορείς! Με ορυκτή μύτη που πλαισιώνονταν από βοτανικά και μελένια αρώματα και δροσερό μεταλλικό στόμα ήταν ένα εκπληκτικό κρασί, δυναμικό αλλά ταυτόχρονα εύκολο να καταναλωθεί οποιαδήποτε στιγμή. Η εκδοχή του βαρελιού μου άρεσε πολύ λιγότερο αφού έχανε την σπιρτάδα του πρώτου και ήταν λίγο πιο βαρύ στο στόμα. Εντύπωση μου έκανε και το αθείωτο ροζέ τους που θύμιζε πολύ καλό ελαφρόπιοτο κόκκινο και χαρακτηρίζονταν από την εξαιρετική φινέτσα των αρωμάτων του και την φρεσκάδα στο στόμα. Αξιοσημείωτο το γεγονός πως η ποικιλία Coda di Volpe Rossa που χρησιμοποιείται εδώ τρυγάται πάντα στις αρχές Νοεμβρίου. Μου άρεσαν πολύ η ετικέτες τους και η ζωγραφιές που φέρει επάνω η κάθε μία από αυτές!
Ξεχωριστή και η αφρώδης Μαλβαζία του Donati Camillo με πολύ χαρακτηριστική μύτη μανταρινιού και πολύ καλή ποιότητα φυσαλίδων.
Άλλη μοναδική περίπτωση ο νεαρός παραγωγός Alberto Tedeschi από την περιοχή του Pignoletto στην Emilia Romagna. Ο συγκεκριμένος προσπαθεί να δημιουργήσει μία δική του σχολή οινοποίησης παράγοντας μισή ποσότητα του κρασιού με αναγωγικό χαρακτήρα, την άλλη μισή με οξειδωτικό και κάνοντας ένα χαρμάνι λίγο πριν την εμφιάλωση. Ακούγεται ενδιαφέρον αλλά το τελικό αποτέλεσμα δεν μπορώ να πω πως με ενθουσίασε ιδιαιτέρως.
Αυτά ήταν μάλλον τα πιο αξιόλογα από όσα δοκίμασα αλλά υπήρχαν και αρκετά ακόμη που στέκονταν αρκετά καλά. Επίσης, δοκίμασα πολλές ακόμη αυτόχθονες Ιταλικές ποικιλίες των οποίων την ύπαρξη μέχρι τώρα αγνοούσα. Μερικές από αυτές είναι η φραουλένια Freisa από το Πιεμόντε, το Clivi από το Friuli που σίγουρα είναι συγγενής του Sauvignon Blanc, η δύσκολη αλλά ενδιαφέρουσα Cortese, το Canaiolo ή Merla και το Ciliegiolo που φέρνουν πολύ σε Merlot, το Verdichio, το Sangio, το Ortrugo, ή Croatina και πολλές ακόμη που φανερώνουν την πλούσια αμπελουργική κληρονομιά της Ιταλίας!
Με το τέλος του σαλονιού αυτού τελείωσαν προσωρινά οι Αμπελοοινικές περιπέτειες στην Ιταλία. Είχε έρθει η ώρα για επιστροφή στην Ελλάδα για μία βολτίτσα στην Πάτρα και στην συνέχεια στους αμπελώνες και τα πανέμορφα τοπία της Κεφαλλονιάς.

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Cycling around Piemonte Vol.2!

Ξεκινώντας την δεύτερη μέρα μου, κατευθύνθηκα με το ποδήλατο προς την Alba σημαντικότερη πόλη της περιοχής αλλά και γαστρονομική πρωτεύουσα. Εκεί, πέρα από τις κάβες και τα μπακάλικα με τα διάφορα εδέσματα, βρίσκει κανείς και πολλά καταστήματα που εξειδικεύονται στην τρούφα. Έκανα μία σύντομη γύρα στην πόλη για να χαζέψω τις βιτρίνες με όλες αυτές τις λιχουδιές και αφού τσίμπησα κάτι πρόχειρο έφυγα για το Castigliano Falleto.

Ο δρόμος ήταν σχετικά εύκολος αλλά τα τέσσερα τελευταία χιλιόμετρα πριν το χωριό ήταν πολύ ανηφορικά. Με γεμάτο το στομάχι τα τέσσερα αυτά χιλιόμετρα μου φάνηκαν σαράντα αλλά η θέα άξιζε τον κόπο
Μόλις ανέβηκα, ζήτησα πληροφορίες από μία κυρία που μιλούσε μόνο ιταλικά και αυτά με πολύ έντονη προφορά. Όταν μου απάντησε ήλπιζα πως είχα καταλάβει λάθος αλλά μετά την επιβεβαίωση με χειρονομίες και νοήματα, όπως επίσης και από το συμπονετικό της χαμόγελο, κατάλαβα πως για να βρω το κτήμα Brovia έπρεπε να ξανακατέβω την μεγάλη ευθεία την οποία είχα μόλις ανέβει. Κατέβηκα χωρίς κόπο και έφτασα χωρίς καθυστέρηση στο ραντεβού μου.
Περιμένοντας, συνομίλησα με έναν παππού που μάλλον ήταν η προηγούμενη γενιά του οινοποιείου και απ'ό,τι κατάλαβα(;) δεν είχε αφήσει ποτέ του το Πιεμόντε. Αντιθέτως, ο γαμπρός του που έχει αναλάβει σήμερα την επιχείρηση, είναι Καταλανός και χειρίζεται άψογα τέσσερις γλώσσες. Έτσι δεν δυσκολευτήκαμε στην ξενάγηση και μπορέσαμε να συζητήσουμε τις επιλογές τους στην οινοποίηση αναλύοντας λεπτομερώς. Η ζύμωση γίνεται σε τσιμεντένιες δεξαμενές στρόγγυλου σχήματος για ομοιογένεια της θερμοκρασίας και καλύτερη μόνωση και κρατάει συνολικά τρεις βδομάδες. Ο μούστος που παίρνεται από πίεση πωλείται σε άλλα οινοποιεία γιατί η οικογένεια Brovia θεωρεί πως η πρέσα εκχυλίζει ανεπιθύμητες για το κρασί ουσίες. Η παλαίωση γίνεται με την παραδοσιακή μπαρολέζικη μέθοδος, σε μεγάλες δηλαδή ξύλινες δεξαμενές όπου και μένει για τουλάχιστον δύο χρόνια. Μικρότερου μεγέθους βαρέλια χρησιμοποιούνται μόνο για την παλαίωση ενός μέρους από την Barbera. Δοκιμάζοντας όμως το κρασί αυτό στην χρονιά 2007 από μπουκάλι, το ξύλο έκανε αισθητή την παρουσία του. Ευτυχώς όμως το στόμα ήταν τόσο πλούσιο που το βαρέλι πνίγονταν στο φρούτο. Δοκιμάσαμε επίσης και ένα Barolo με τρομερή, καθαρή και κομψή μύτη, εξαιρετικές οξύτητες και το χαρακτηριστικό πλούσιο σε φίνες τανίνες τελείωμα του Nebbiolo.
Αμέσως μετά άρχισα να ανηφορίζω προς την La Morra ώσπου σε κάποια στιγμή έπεσα πάνω στο οινοποιείο κάποιων παλιών γνωστών. Ήταν πριν δυόμιση χρόνια στο Λουξεμβούργο όπου παρουσιάζαμε τα κρασιά δίπλα δίπλα και οι τρεις Ιταλοί του Trimilli* ήταν η καλύτερη παρέα όταν βγαίναμε τα βράδια για να τσιμπήσουμε. Ένας από τους τρεις του Trimilli ήταν ο Severino από την Azienda Erbaluna ο οποίος έτυχε να μην είναι εκεί όταν επισκέφτηκα τον χώρο τους αλλά ο αδερφός του και η κοπέλα της υποδοχής ήταν υποδειγματικά φιλόξενοι. Μετά τις απαραίτητες τεχνικές συζητήσεις ρίξαμε και μία ματιά στην ιδιωτική συλλογή κρασιών τους όπου δέσποζαν μία Νάουσα και μία Σαντορίνη! Προτού περάσω στα τις δοκιμής πρέπει να αναφέρω πως ήταν ένα από τα λίγα οινοποιεία που χρησιμοποιεί ανοξείδωτες δεξαμενές για την αλκοολική ζύμωση. Αργότερα όμως κατάλαβα πως η εξαίρεση στον κανόνα ήταν όλα τα προηγούμενα οινοποιεία που είχα δει. Είχα επιλέξει όμως να επισκεφτώ κτήματα που δούλευαν με την παραδοσιακή μέθοδο και γι'αυτό δεν είχα ακόμη δει οινοποίηση σε ανοξείδωτα δοχεία. Η παλαίωση βέβαια γίνεται στα παραδοσιακά βαρέλια των τριών τόννων αφού πρώτα το κρασί σταθεροποιηθεί με φυσικό κρύο το χειμώνα.
Ξεκινήσαμε με μία πειραματική εμφιάλωση επιτραπέζιου οίνου Barbera - Dolcetto χωρίς καθόλου προσθήκη So2. Ήταν κάτι τελείως διαφορετικό απ'όσα είχα μέχρι τώρα δοκιμάσει στο Πιεμόντε με μία μύτη αρκετά βοτανική αλλά και με νότες κόκκινων φρούτων. Στο στόμα ήταν ελαφρύ και πολύ χυμώδες με μόνο μειονέκτημα μία πολύ ελαφρά άσχημη γεύση στο τελείωμα που αδυνατώ να περιγράψω. Το Dolcetto τους ήταν πολύ καλοφτιαγμένο, φίνο και ευκολόπιοτο. Δοκίμασα επίσης και δύο διαφορετικές Barbera με την πρώτη από ανοξείδωτη δεξαμενή να γρατσουνάει λίγο με την έντονη οξύτητά και την δεύτερη από βαρέλι να είναι σαφώς πιο στρογγυλεμένη και εκφραστική. To Barolo του 2005 ήταν πολύ δειλό στην μύτη και παρά την καλή του δομή υστερούσε σε γευστικό πλούτο και διάρκεια σε σχέση με άλλα Barolo. Το Βarolo του 1999 ήταν σαφώς πιο εκφραστικό στην μύτη αλλά αρκετά κουρασμένο στο στόμα. Αυτό που διαπίστωσα κοιτώντας και παλαιότερες σημειώσεις μου από το ίδιο οινοποιείο, είναι πως γίνεται πολύ καλή δουλειά στα απλά τους κρασιά αλλά τα Barolo τους για κάποιο λόγο είναι δύσκολα στις δοκιμές, συνήθως κλειστά και ανέκφραστα. Εκεί πάντως που είναι μάστορες στην Erbaluna είναι στα αποστάγματά τους και στο Barolo Chinato, ένα είδος βερμούτ πολύ πλούσιο σε γεύση και πολυδιάστατο αρωματικά.
Την τελευταία μέρα μου στο Barolo επισκέφτηκα το οινοποιείο Elio Altare. Έχοντας μάθει πολλά από την Βουργουνδία, ο Elio Altare δημιούργησε την δεκαετία του '70 μία τελείως διαφορετική σχολή οινοποίησης. Ζυμώσεις σε ανοξείδωτες δεξαμενές, μηλογαλακτική στον ίδιο χώρο και στην συνέχεια παλαίωση σε βουργουνδέζικου τύπου βαρέλια 225λίτρων. Αποτέλεσμα, πιο στρογγυλεμένα Nebbiolo ευκολότερα να καταναλωθούν σε σχετικά νεαρή ηλικία αλλά με μικρότερο δυναμικό παλαίωσης. Ως "ξινομαυρίτης" προτιμούσα τις πιο ρουστίκ παραδοσιακές εκδοχές που είχα δοκιμάσει μέχρι τώρα και δεν πολυενθουσιάστηκα με την μοντέρνα εκδοχή. Να σημειωθεί πως η συγκεκριμένη Azienda ήταν από αυτές που εισήγαγαν την μέθοδο αυτήν στο piemonte αλλά σήμερα οι περισσότεροι παραγωγοί Nebbiolo ακολουθούν αυτήν την σχολή.

Πριν αφήσω τελείως την περιοχή γύρω από το Barolo έκανα ένα πέρασμα από το Pollenzo όπου βρίσκεται το πανεπιστήμιο της Slow Food. Ένα επιβλητικό, όμορφο κτίριο, πρώην κατοικία του βασιλιά της Σαβοΐας, περιτρυγυρισμένη από πράσινο και άψογα διατηρημένη. Όπως είχα αναφέρει και στο προηγούμενο ποστ, μαθητές από όλο τον κόσμο σπουδάζουν εκεί γαστρονομικές επιστήμες και συμβάλουν με τις πολλές δραστηριότητες και τις εργασίες τους στην διατήρηση και την ανάδειξη της τεράστιας Ιταλικής γαστρονομικής κληρονομιάς. Στον ίδιο χώρο βρίσκεται και η Ιταλική οινοτράπεζα. Ένας χώρος όπου διατηρούνται υπό τις καλύτερες συνθήκες κρασιά από κάθε γωνιά της γειτονικής μας χώρας. Η τράπεζα-κάβα είναι επισκέψιμη και αν κάποιος ενδιαφέρεται έχει στην διάθεσή του λεπτομέρειες για την περιοχή και τον παραγωγό κάθε κρασιού ξεχωριστά ενώ γίνονται και δοκιμές σε καθημερινή βάση. Για κακή μου τύχη όταν έφτασα εκεί πέρα η οινοτράπεζα ήταν κλειστή και δεν είχα τον χρόνο να περιμένω μέχρι την ώρα που θα άνοιγε. Την επόμενη φορά λοιπόν!

Επόμενος και τελευταίος σταθμός στην Ιταλία η Emiglia Romana και μία μικρή πόλη έξω από την Πάρμα με το όνομα Fornovo di Taro...

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

Cycling around Piemonte vol.1!

Ο καιρός στο Piemonte δεν άργησε να αλλάξει και κατεβαίνοντας με το τραίνο από το Τορίνο στην Bra είχα τον ήλιο με το μέρος μου. Η Bra είναι μία μικρή πόλη στην καρδιά του Piemonte και αυτό που την κάνει να έχει ιδιαίτερη σημασία είναι πως είναι ή έδρα της slow food. Της οργάνωσης για το καλό και ποιοτικό φαγητό και συνώνυμο της γαστρονομικής κουλτούρας. Λίγο πιο πέρα, στο μικρό χωριουδάκι Pollenzo βρίσκεται και το πανεπιστήμιο της οργάνωσης αυτής που αποτελεί πόλο έλξης φοιτητών από όλο τον κόσμο αλλά και από κάθε ηλικία. Εγώ είχα την τύχη να φιλοξενηθώ σε κάποιους από αυτούς και έμενα έκπληκτος με το πόσο αγαπούν αυτό που σπουδάζουν και το πόσο καλά γνωρίζουν τα περί καλού φαγητού και κρασιού!

Από την Bra πήρα το λεωφορείο για τον οικισμό Rinalda όπου και θα έμενα. Μόλις έφτασα δεν έχασα χρόνο και ξεκίνησα με τα πόδια για το Verduno. Εκεί είχα ραντεβού στο Castello di verduno. Οικογενειακή επιχείρηση επί πολλές γενεές και κάτοχος ενός επιβλητικού πύργου (castello) που άνηκε κάποτε στον βασιλιά της Σαβοΐας, είναι σήμερα παραγωγοί έξι διαφορετικών ΟΠΑΠ. Μετά από μία σύντομη ξενάγηση στα κελάρια παλαίωσης ξεκινήσαμε τις δοκιμές.

Αρχίσαμε με την αποκλειστικότητα του οινοποιείου που είναι το Verduno D.O.C.* και προέρχεται από την αυτόχθονη ερυθρή ποικιλία Pelaverga Piccolo που καλλιεργείται μόνο στο χωριό αυτό. Αρκετά ιδιαίτερη ποικιλία με πιπεράτη μύτη που θύμιζε Syrah, ανοιχτό χρώμα που θύμιζε Nebbiolo και ισορροπημένη γεύση που δεν θύμιζε καμία άλλη ποικιλία.

Το Langhe Nebbiolo τους, δηλαδή το απλό Nebbiolo που προέρχεται από χαρμάνι όλων των αμπελοτεμαχίων ανεξαρτήτου τοποθεσίας είχε έντονο και χορταστικό φρούτο στην μύτη αλλά υστερούσε σε σώμα και έσβηνε αρκετά σύντομα. Το Barbaresco ήταν σίγουρα το καλύτερο της δοκιμής με μύτη που θύμιζε έντονα λευκή τρούφα, πολύ καλές οξύτητες και φοβερή φινέτσα. Αν είχε και λίγο μακρύτερη επίγευση θα μιλούσαμε για ένα τέλειο κρασί. Τέλος, το Barolo από το αμπελοτεμάχιο Massara ήταν πιο δυναμικό, πιο πλούσιο στο στόμα και πιο έντονο τανικά αλλά υστερούσε τις φινέτσας του Barbaresco.

Την επόμενη μέρα, έχοντας στην διάθεσή μου ένα πολύ καλό ποδήλατο, ξεκίνησα να ανεβαίνω προς το το χωριό La Morra με τελικό προορισμό το Barolo. Η La Morra βρίσκεται σε υψόμετρο 580 μέτρων και είναι κάτι σαν φυσικό μπαλκόνι με θέα όλων των αμπελώνα του Barolo. Έτσι, μετά την απαραίτητη στάση για να θαυμάσω αυτό το υπέροχο θέαμα, ξεκίνησα να κατηφορίζω μέχρι να φτάσω στο οινοποιείο Rinaldi. Οικογενειακή επιχείρηση με μόλις 65 στρέμματα είναι μία πολύ κλασσική περίπτωση παραδοσιακού πιεμοντέζικου οινοποιείου. Ξύλο για την ζύμωση και την παλαίωση σε πολύ μεγάλης χωρητικότητας δεξαμενές, ενδογενείς ζύμες και κανένα φιλτράρισμα ή διαύγαση/σταθεροποίηση στο τελικό προϊόν, είναι μία σύντομη περιγραφή των επιλογών τους στην παραγωγή.

Στις δοκιμές μου άρεσαν πολύ όλα τους τα κρασιά εκτός από το λίγο ασυνήθιστο-ζωικό Langhe Nebbiolo. Αυτό όμως που ξεχώρισε ήταν η Barbera d'Alba. Έντονη φρουτένια μύτη και πολύ δροσερό στόμα με πολύ καλή επίγευση που έκλεινε θετικά την εικόνα ενός εξαιρετικού κρασιού.

Δεύτερος και τελευταίος παραγωγός στο χωριό Barolo ο Giovani Canonica ένας μικρός παραγωγός που κάνει κρασί τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η συνολική του παραγωγή δεν ξεπερνά τις 5.000 φιάλες και αποτελείται από ένα αμπελοτεμάχιο Nebbiolo και ενα πολύ μικρό Barbera. Η φιλοσοφία του Giovani είναι πως όσο παραμένει μικρός σε μέγεθος έχει την δυνατότητα να κάνει το κρασί του όπως το θέλει αυτός. Έτσι δεν χρειάζεται να τρέχει πίσω από την αγορά και τις κατά καιρούς μεταβολές της.

Η γευστική δοκιμή πάντως δεν με πολύ-ενθουσίασε αλλά η αλήθεια είναι πως δεν δοκίμασα τα κρασιά στις καλύτερες στιγμές τους. Το Barolo είχε μόλις μπει σε καινούριο βαρέλι και ήταν έντονα σημαδεμένο από τα αρώματα του ξύλου. Η δε Barbera δεν είχε ακόμη περάσει σε ξύλο και μένοντας ένα χρόνο σε ανοξείδωτη δεξαμενή είχε μία κάπως αναγωγική τάση ενώ στο στόμα υστερούσε αρμονίας και στρογγυλάδας.

Επόμενος σταθμός ήταν το Monferato d'Alba αλλά δυστυχώς στο -κάθε άλλο παρά τουριστικό-οινοποιείο που σκόπευα να επισκεφτώ δεν μιλούσαν παρά πιεμοντέζικα και ...λίγα Ιταλικά και δεν είχε νόημα να πάω. Παρόλα αυτά πήγα μέχρι το Monforte d'Alba γιατί γνωρίζοντας πως βρίσκεται σε υψόμετρο περίμενα πως θα άξιζε τον κόπο να πάει κανείς μόνο και μόνο για την θέα και δεν έπεσα έξω.

Οι πολύχρωμοι φθινοπωρινοί αμπελώνες που απλώνονταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι και οι υψομετρικές διαφορές δημιουργούσαν ένα ανεπανάληπτο τοπίο που αντάμειψε την προσπάθειά μου να φτάσω μέχρι εκεί.

Ταυτόχρονα στο χωριό υπήρχε και μία έκθεση φωτογραφίας με θέμα το παραδοσιακό πιεμοντέζικο άθλημα pallone (ή fistball). Ένα σπορ του οποίου μέχρι τώρα αγνοούσα την ύπαρξη και είχε ενδιαφέρον να μάθω μερικά πραγματάκια πάνω σε αυτό και να ξεφύγω και λίγο από τα του κρασιού.
Επέστρεψα στην Rinalda αργά το απόγευμα για να κοιμηθώ και να πάρω δυνάμεις για τις δύο μέρες που μου έμεναν...


*DOC: Denominazione di origine controllata, Έλεγχόμενη ονομασία προέλευσης

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Γνωρίζοντας το Πιεμόντε

Επόμενο βήμα στον φθινοπωρινό αυτό γύρο των μεσογειακών αμπελώνων η Ιταλία. Μία χώρα που μαζί με την Γαλλία κατέχουν τα πρωτεία στην γαστρονομική κουλτούρα και αυτό το διαπιστώνει κανείς όπου κι αν βρεθεί.

Ακόμη και στο Τορίνο όπου έμενα τις πρώτες μέρες, νιώθει κανείς την επιρροής αυτής της κουλτούρας παρά το μέγεθος της πόλης. Ξεχωρίζει μάλιστα το εμπορικό κατάστημα προϊόντων τοπικής γαστρονομίας "Eataly". Ένας τεράστιος χώρος στον οποίο μπορεί κανείς να βρει τα καλύτερα τρόφιμα και ποτά που παράγονται στην γειτονική μας χώρα με ιδιαίτερη έμφαση όμως στην περιοχή του Πιεμοντέ. Κάθε τομέας (αλλαντικά,τυριά,ποτά κλπ.) έχει την δική του κουζίνα και τα πιάτα που σερβίρονται είναι αντίστοιχα του τομέα στον οποίο βρίσκονται. Τα εστιατόρια αυτά έχουν στρόγγυλο σχήμα και τα προϊόντα εκτίθενται κυκλικά γύρω από αυτά. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι αυτά που αργούν να πωληθούν και πλησιάζουν την ημερομηνία λήξης τους. Έτσι, για παράδειγμα, τρώει κανείς με έξι ευρώ πίτσα στην οποία έχει μπει ζαμπόν που κοστίζει εκατό ευρώ το κιλό! Επίσης, στο Τορίνο δεν είναι λίγα τα μέρη για φαγητό τα οποία δουλεύουν με την μέθοδο της δίαιτας των εκατό χιλιομέτρων όπου τίποτα δεν έχει παραχθεί μακρύτερα από εκατό χιλιόμετρα από την έδρα του εστιατορίου!

Τις ημέρες που έμεινα στο εκεί υπήρχε και το Τορίνο wine show με κρασιά από όλη την Ιταλία. Μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία για μένα να γνωρίσω καλύτερα τα Ιταλικά κρασιά στην πράξη. Γιατί καλή η θεωρία, οι χάρτες με τις αμπελουργικές ζώνες και τα τουριστικά προσπέκτους με τα τυπικά κρασιά της κάθε περιοχής αλλά αν δεν δοκιμάσεις δεν συγκρατείς και πολλά. Από τη άλλη όμως, σε τέτοιου τύπου εκθέσεις - τις πολύ γυαλιστερές- σπάνια βρίσκει κανείς κάτι που ν'αξίζει. Οι περισσότεροι εκθέτες στηρίζονται στο μάρκετινγκ το οποίο χρησιμοποιούν ως μέσο για να κάνουν τον απλό καταναλωτή που δεν έχει πραγματικά δική του κρίση, να εκτιμήσει το προϊόν τους. Δύσκολα συναντάμε εκεί παραγωγούς που μπορούν να κερδίσουν με την οργανοληπτική ποιότητα του προϊόντος τους τον οινόφιλο που ξέρει τι ζητάει. Αυτό συμβαίνει κυρίως στις χώρες που έχουν μεγάλο αριθμό παραγωγών όπως η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία αλλά και η Γερμανία.

Τελικά δεν έπεσα έξω. Δυσκολεύτηκα αρκετά μέχρι να βρω μερικά σταντ που μου κίνησαν το ενδιαφέρον.

Το πρώτο ήταν ένα Τοσκανέζικο κτήμα με φανταστικό Sangiovese και ένα δυναμικό αλλά ισορροπημένο Super-Tuscan. Από το Πιεμόντε -που έπαιζε και έδρα- μου τράβηξε την προσοχή το Dolcetto του "Ca' du rabaja" με τον εύκολο χαρακτήρα του αλλά και η όλη φιλοσοφία του οινοποιείου αυτού γύρω από το κρασί. Το λευκό του βέβαια ήταν ο τύπος λευκού που απεχθάνομαι αλλά απ'ότι μου εξήγησε ο παραγωγός έχει συγκεκριμένο λόγο που το παράγει κατ' αυτόν τον τρόπο.

Tο καλύτερο σταντ της βραδιάς ήταν για μένα αυτό ενός παραγωγού από την Καμπανία (την Ιταλική καμπανία φυσικά). Με αμπελώνες σε εξολοκλήρου ηφαιστειογενή θειούχα εδάφη ξεχώριζε ποιοτικά σαν την μύγα μες το γάλα. Τα λευκά από την ποικιλία Greco di Tufo (μαντέψτε την προέλευσή της) είχαν τρομερά ορυκτά αρώματα με πιο χαρακτηριστικό την σπιρτάδα της θειάφης συνοδευόμενη από μερικές πιο φρουτένιες νότες που την γλύκαιναν κάπως. Στο στόμα μία εκρηκτική μεταλλικότητα σκόρπιζε γεύσεις και αρώματα σε όλη την στοματική κοιλότητα και χάνονταν πολύ πιο μετά από την στιγμή που το κρασί άφηνε το στόμα! Συνεπαρμένος από το μεγαλείο των λευκών δεν μπόρεσα να εκτιμήσω τα εξίσου μεταλλικά κόκκινα από Aglianico όπως θα έπρεπε. Αδιαμφισβήτητα πάντως αποτελούσαν όαση δροσιάς μέσα σε μία έρημο που έκαιγε από το υψηλό αλκοόλ των περισσότερων κόκκινων που είχα δοκιμάσει μέχρι εκείνη την στιγμή. Προς μεγάλη μου απογοήτευση, μέχρι και την στιγμή που έφυγα δεν κατάφερα να βρω κάτι αξιόλογο από τις περιοχές του Friuli, του Veneto και της Σικελίας.

Η πρώτη μου εβδομάδα έκλεισε με μία βόλτα στο βόρειο Πιεμόντε στην περιοχή της Gattinara όπου παράγονται Nebiollo λιγότερα γνωστά από αυτά του Barbaresco ή του Barolo αλλά εξίσου αξιόλογα. Ο καιρός δε μου έκανε το χατήρι και με την ομίχλη να σκεπάζει τα πάντα έχανα το όμορφο θέαμα των αμπελώνων που απλώνονται στους πρόποδες των Άλπεων. Ευτυχώς για μένα, στο μοναδικό domaine που επισκέφτηκα -στην Azienda Antoniolo- μου έκαναν την χάρη να κάνουμε μία γύρα στους αμπελώνες που βρίσκονταν σκαρφαλωμένοι στους γύρω λόφους.

Αφού τελειώσαμε την γύρα μας, κάναμε μία σύντομη ξενάγηση στους χώρους οινοποίησης και παλαίωσης που ήταν πολύ καλόγουστα διαμορφωμένοι και κλείσαμε με μία σύντομη γευσιγνωσία. Με πολύ φινετσάτη μύτη, καλή δομή και έντονες οξύτητες, το Nebbiolo τους μου θύμιζε πολύ έντονα καλό ξινόμαυρο από την Νάουσα.

Καθόλου παράξενο αφού πέρα από τις ομοιότητες των δύο ποικιλιών που είναι γνωστές, το κλίμα παίζει επίσης σημαντικό ρόλο με τα βουνά να δροσίζουν τις καλοκαιρινές νύχτες και να δίνουν αυτήν την χαρακτηριστική φρεσκάδα στα κόκκινα που παράγονται εκεί.

Για την συνέχεια το πρόγραμμα έλεγα ταξιδάκι στις νοτιότερες περιοχές για γνωριμία με το Barolo και την γύρω περιοχή...

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

Στην πατρίδα της Syrah

Καλά τα κρασιά του νότιου Ροδανού, χρήσιμες οι εμπειρίες, όμορφα τα τοπία του αλλά όπως και να 'χει ο Βόρειος είναι κόλλημα και ότι και να γίνει ένα πέρασμα θα το κάνουμε κι από κάποιο οινοποιείο εκεί. Η Syrah εκεί πάνω έχει άλλη διάσταση και όσες χώρες στον κόσμο -παλαιό ή νέο- την καλλιεργούν δεν καταφέρνουν ποτέ να παράγουν οίνους εφάμιλλους της Βόρειας κοιλάδας του Ροδανού. Γι'αυτό και θεωρώ πολύ καλή την επιλογή των Αυστραλών και άλλων νεοκοσμίτικων χωρών να δώσουν το όνομα Shiraz στην ίδια ποικιλία. Διότι στα δικά τους terroir, ακόμη και αν καταφέρνουν να φτάσουν σε υψηλά επίπεδα ποιότητας, ο χαρακτήρας της είναι τελείως διαφορετικός. Αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να είχαν κάνει το ίδιο όλες η περιοχές εκτός βόρειου Ροδανού που καλλιεργούν την ποικιλία αυτήν.
Αφού λοιπόν τελειώσαμε τις επισκέψεις στην περιοχή του Chateauneuf επιστρέψαμε στο σπίτι του Ρεμύ στην Ardeche. Την επόμενη είχαμε ραντεβού σε ένα από τα πιο ξακουστά ονόματα της περιοχής. Αυτό του Jean Louis Chave. Παραγωγοί από το 1481 και από τους τρεις βασικούς ιδιοκτήτες του Hermitage*, ο Gerard Chave και ο γιος του Jean Louis που έχει αναλάβει σήμερα την παραγωγή, θεωρούνται από πολλούς ως ένα από τα καλύτερα οινοποιεία της Γαλλίας. Οι λίγες φιάλες που παράγονται από τα 15 στρέμματα αμπελώνα, γίνονται ανάρπαστες και γι'αυτό δεν είναι λίγες οι φορές που βρίσκει κανείς τα κρασιά του Domaine Chave στην αγορά με τριψήφιες τιμές!
Ξεκινώντας την επίσκεψη, ρίξαμε μία ματιά στους χώρους οινοποίησης και αμέσως μετά περάσαμε στα υπόγεια για να δοκιμάσουμε τα λευκά από τις δεξαμενές που ήταν αρκετά διακριτικά στην μύτη αλλά με εκρηκτική μεταλλικότητα στο στόμα, χαρακτηριστική της Marsanne στους γρανίτες του Hermitage. Καθόλου εύκολο να βγάλει κανείς συμπεράσματα δοκιμάζοντας τέτοια κρασιά τόσο νέα. Σίγουρα όμως όταν τα αρώματα ανοίξουν λίγο παραπάνω και η υφάλμυρη γεύση που δίνει η μεταλλικότητα, εναρμονιστεί κατάλληλα με το σύνολο θα μιλάμε για μεγάλα λευκά αντάξια του ονόματος που φέρουν.
Συνεχίσαμε δοκιμάζοντας τα κόκκινα του 2009 που μόλις είχαν τελειώσει να ζυμώνουν. Πολύ πλούσια σε τανίνες αλλά πάντα με καλές οξύτητες, κατάφερναν να ισορροπήσουν ακόμη και σε δεξαμενές όπου το οινόπνευμα ξεπερνούσε το 14%. Θα θέλαμε πολύ να δοκιμάσουμε κάποιες φιάλες από παλαιότερες σοδειές αλλά κάτι τέτοιο ήταν φυσικά αδύνατο. Πέραν του ότι το domaine κανονικά δεν δέχεται επισκέψεις και συνεπώς δεν κάνει γευσιγνωσίες, όπως μας ενημέρωσαν οι υπάλληλοι που εργάζονται εκεί πέρα, ακόμη και οι ίδιοι σπάνια έχουν την τύχη να δοκιμάσουν κάτι από φιάλη. Τους αμπελώνες τους είχαμε επισκεφτεί σε παλαιότερες επισκέψεις στην περιοχή γυρνώντας μαζί με ένα φίλο που δούλευε εκεί πέρα και γνώριζε καλά τα κατατόπια.Πριν κλείσω τα του Ροδανού δεν πρέπει να παραλείψω να γράψω κάτι για την παραγωγή του οικοδεσπότη μου. Ο Ρεμύ ξεκίνησε οινοποιώντας πειραματικά λίγη Marsanne το 2007 από ένα μικρό κομμάτι αμπελώνα του πατέρα του που είναι συνεταιριστής στην Cave de Tain. Ένα χρόνο μετά απέκτησε επτά στρέμματα Marsanne την οποία οινοποίησε στο οινοποιείο του Alain Voge στο Cornas και στην συνέχεια μετέφερε σε ξύλινα βουργουνδέζικου τύπου βαρέλια. Φέτος βοηθούμενος από τα Ευρωπαϊκά προγράμματα απέκτησε τον απαραίτητο εξοπλισμό και οινοποίησε σε ένα χώρο που χρησιμοποιεί προσορινά ως οινοποιείο. Ταυτόχρονα κυκλοφόρησε την παραγωγή του 2008 με δύο διαφορετικές ετικέτες: ένα κοινό Saint Peray και το Saint Peray La Beylesse που έιναι η ονομασία του αμπελοτεμαχίου που απέκτησε και είναι μία επιλογή από τα καλύτερα βαρέλια του.
Η παραγωγή του 2007 ήταν αρκετά καλή και την δοκιμάσαμε αρκετές φορές όταν φοιτούσαμε ακόμη στην Beaune αλλά και αργότερα. Πέρα από ένα μικρό προβληματάκι διάυγειας, στέκεται πάρα πολύ καλά και δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από άλλα Saint Peray της αγοράς. Αντιθέτως είναι αρκετά εκφραστικό στην μύτη, με τραγανή οξύτητα που το σκληραίνει λίγο αλλά με την κατάλληλη συνοδεία καταναλώνεται πολύ ευχάριστα.
Το 2008 από την φιάλη ήταν λίγο δύσκολο στην δοκιμή αλλά θα ήταν λάθος να το κρίνουμε αφού έχει μόλις δύο μήνες που εμφιαλώθηκε. Όταν το είχα δοκιμάσει στο βαρέλι πάντως πριν λίγους μήνες είχε κερδίσει την λιπαρότητα που έλειπε από το 2007 και ήταν πολύ πιο ισορροπημένο.
Το 2009 έχει δουλευτεί υπό πολύ καλύτερες συνθήκες και αυτό φαίνεται και στο αποτέλεσμα. Κάθε βαρέλι που δοκιμάσαμε ήταν οινολογικά άψογο ενώ επίσης το κάθε ένα από αυτά ήταν διαφορετικό κρατώντας ταυτόχρονα την ίδια γραμμή με τα υπόλοιπα. Αυτό νομίζω πως είναι και η μεγαλύτερη επιτυχία του Remy μέχρι σήμερα. Σε μόλις τρία χρόνια παραγωγής -με το πρώτο να είναι εντελώς πειραματικό - έχει καταφέρει να δώσει το δικό του στυλ στα κρασιά που παράγει. Πολύ σημαντικό επίτευγμα για κάποιον που μπαίνει σήμερα στην αγορά. Και επειδή ο Ρεμύ έχει ξεκινήσει δυναμικά και έχει ήδη καταφέρει να τραβήξει το ενδιαφέρον διάφορων επαγγελματιών του χώρου, το χαρακτηριστικό αυτό στυλ των κρασιών του θα τον βοηθήσει να κρατήσει πιο εύκολα τις αγορές που κερδίζει. Άντε και με ένα καλό Cornas τώρα!
Αυτές ήταν και οι τελευταίες αμπελο-οινικές περιπέτειες στην Γαλλία για φέτος. Πήρα το λεωφορείο από την Valence και διασχίζοντας τα πανέμορφα φθινοπωρινά τοπία των πασπαλισμένων με φρέσκο χιόνι Άλπεων, έφτασα στο Τορίνο για να συνεχίσω τις περιπέτειές μου αυτήν την φορά στο Πιεμόντε!


*Οι Chapoutier, Jaboulet, και Chave κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του μυθικού αυτού λόφου και το υπόλοιπο ανήκει ως επί το πλείστον σε συνεταιριστές της Cave de Tain.


>Παλαιότερες αναρτήσεις για τον Βόρειο Ροδανό:
- Αμπελο-οινικές περιπέτειες στις πλαγιές του Ροδανού Μέρος 1ο
- Αμπελο-οινικές περιπέτειες στις πλαγιές του Ροδανού Μέρος 2ο
- Cornas - Thierry Allemand

- Crozes Hermitage Les Croix 2006

σημ.: Οι φωτογραφίες από τους αμπελώνες είναι από τον μήνα Απρίλιο

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

Αμπελο-οινικές περιπέτειες στον Νότιο Ροδανό!

Όλο αυτό το διάστημα που βρισκόμουν στην Γαλλία έκανα πολλά ταξίδια αμπελο-οινικού ενδιαφέροντος και ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να περάσω από το Chateauneuf du Pâpe αλλά ούτε και από την ευρύτερη περιοχή του νότιου Ροδανού. Όσες φορές είχα κατέβει στην κοιλάδα του Ροδανού σταματούσα πάντα στο Βόρειο μέρος της και ποτέ δεν συνέχιζα παρακάτω. Με παγίδευαν βλέπετε τα μυθικά Hermitage, τα καταπληκτικά Cornas και τα σαγηνευτικά λευκά της Marsanne και της Rousanne και δεν μπορούσα να ξεφύγω και να πάω παραπέρα.
Αυτήν την φορά ήμουν αποφασισμένος. Έκλεισα τα ραντεβού στα οινοποιεία πολύ πριν φτάσω στο Ροδανό για να είμαι σίγουρος πως δεν θα μείνω και πάλι στα βόρεια, έπεισα τον Ρεμύ να με ακολουθήσει και όλα πήγαν βάση προγράμματος. Έτσι, την πιο παγωμένη πέμπτη του φετινού φθινοπώρου -μέχρι την επόμενη- και με τον μιστράλ να “θερίζει”, ξεκινήσαμε να κατηφορίζουμε από την Ardeche προς τον ιδιόμορφο αυτό αμπελώνα με τις μεγάλες άσπρες οβάλ πέτρες. Το θερμόμετρο του αυτοκινήτου έγραφε 3°C και για μένα που δεν υπολόγισα την αλλαγή του καιρού και έφτασα εκεί από το Ρουσιγιόν με σορτσάκι και κοντομάνικο οι βόλτες στα αμπέλια ήταν απαγορευτικές. Όχι πως οι υπόλοιποι άντεχαν τον Μιστράλ αλλά ήταν ταυτόχρονα και μία δικαιολογία για να αφήσουμε τις φωτογραφίες για αργότερα και να περάσουμε στο ψητό.
Όπου ψητό βλέπε γευσιγνωσία και να 'μαστε λοιπόν στο Domaine Charvin με ένα ποτήρι στο χέρι και μέσα του το γνώριμο κόκκινο υγρό να στριφογυρίζει κομψά μέχρι να περάσει από τα χείλη μας στην γευστική μας κοιλότητα και να μας αποκαλύψει τα μυστικά του! Από το 1990 που ανέλαβε μέχρι και σήμερα, ο Laurent Charvin οινοποιεί τα Cotes du Rhône και Chateauneuf του που παίρνει από τα βιολογικά καλλιεργημένα αμπέλια του, χωρίς προσθήκες οινοποιητικών προϊόντων και με προσθήκη θείου μόνο πριν την εμφιάλωση. Η σοδειές κυκλοφορούν δύο χρόνια μετά και όλη η παραγωγή γίνεται ανάρπαστη.Δοκιμάσαμε μόνο από μπουκάλι ξεκινώντας από τις πλαγιές του Ροδανού 2007 και συνεχίζοντας με Chateauneuf που έφταναν μέχρι το 2004. Δυστυχώς εγώ δεν ήμουν σε μεγάλη φόρμα εκείνη την μέρα -μάλλον λόγω απότομης αλλαγής κλίματος- και δεν νομίζω πως κατάφερα να εκτιμήσω όπως έπρεπε τα όσα δοκιμάσαμε. Είναι όμως γεγονός πως οι μέρες με πολύ δυνατό αέρα δεν ενδεικνύονται για γευσιγνωσίες αλλά δεν είχαμε πολλές μέρες μπροστά μας ώστε να έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε να αλλάξει ο καιρός. Η γενική εικόνα πάντως έδειχνε πως το συγκεκριμένο οινοποιείο δεν είναι τυχαία διάσημο αφού από το πρώτο μέχρι το τελευταίο κρασί που δοκιμάσαμε κανένα δεν μας κούρασε με υπερβολικό αλκοόλ ή βαριές και δύσκολες τανίνες.
Το πρόβλημα του Chateauneuf είναι πάντα τα υψηλά ποσοστά αλκοόλ και η υψηλή συγκέντρωση τανινών που κάνει δύσκολη την δοκιμή τους όταν αυτά είναι ακόμη νέα. Στο Domaine Charvin όμως έχουν πετύχει το στοίχημα. Έχουν καταφέρει να “δαμάσουν” τον ατίθασο χαρακτήρα του με τις κατάλληλες οινοποιητικές μεθόδους και το κατάλληλο χαρμάνι. Έτσι τα κρασιά τους χαρακτηρίζονται από πολύ καλή ισορροπία της δύναμης των τανινών με την οξύτητα και το αλκοόλ, μπορούν να καταναλωθούν ευχάριστα και σε σχετικά νεαρές ηλικίες ενώ δεν χάνουν το μεγάλο δυναμικό παλαίωσης για το οποίο φημίζονται τα Chateauneuf du Pâpe. Κλείσαμε την επίσκεψη κουβεντιάζοντας θέματα γύρω από την αγορά και το μέλλον του κρασιού αν και θα προτιμούσαμε να είχαμε συζητήσει λίγο παραπάνω για τις επιλογές του παραγωγού και τον τρόπο που οινοποιεί.
Στην συνέχεια κατευθυνθήκαμε βόρεια στο χωριό Cairanne για να φτάσουμε στο Domaine Richaud. Η υποδοχή ήταν πολύ θερμή και από την πρώτη κιόλας στιγμή νιώσαμε πάρα πολύ άνετα. Ξεκινήσαμε δοκιμάζοντας τα φετινά κρασιά από τις δεξαμενές ενώ ταυτόχρονα συζητούσαμε για τον τρόπο οινοποίησης και τις διάφορες μεθόδους που χρησιμοποιούνται ώστε να αποφεύγεται η χρήση θείου τουλάχιστον μέχρι και το τέλος της μηλογαλακτικής ζύμωσης. Αμέσως μετά κατεβήκαμε στο κελάρι όπου συνεχίσαμε με δοκιμές από τις ξύλινες δεξαμενές παλαίωσης χωρητικότητας τριών τόννων και τέλος από τα βαρέλια. Μας ενθουσίασε επίσης και η ποικιλία Counnoise η οποία παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον αφού σε αντίθεση με τις πιο διαδεδομένες ποικιλίες της περιοχής, δεν ανεβάζει υψηλό αλκοόλ και δίνει καλές οξύτητες και αρώματα. Έτσι είναι χρήσιμη στα χαρμάνια για να δαμάζει λίγο τα δυνατά Grenache και Syrah αλλά ακόμη και μόνη της θα στέκονταν άνετα αφού σήμερα το κλίμα είναι όλο και πιο ζεστό και τα προβλήματα ωρίμανσης σε τέτοιες περιοχές είναι ανύπαρκτα. Ας μην ξεχνάμε επίσης πως όπως και πολλές άλλες ποικιλίες που έχουν χαθεί ή χάνονται, έχουν πέσει θύματα μιας εποχής όπου όλοι ψάχνανε τις υψηλές αποδόσεις και λίγες ποικιλίες διατηρούν τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά ακόμη και όταν παράγουν μεγάλες ποσότητες σταφυλιού. Αποτέλεσμα, αξιόλογες ποικιλίες να εξαφανίζονται και η Ευρωπαϊκή κληρονομιά να “μερλοποιείται”.
Από μπουκάλι δοκιμάσαμε ελάχιστα πράγματα γιατί από το πρωί δοκιμάζαμε μόνο κόκκινα και όλες αυτές οι τανίνες μας κουράσαν αρκετά. Λίγες μέρες μετά όμως δοκιμάσαμε σε ένα γεύμα μία από τις ετικέτες του κτήματος και εκπλαγήκαμε από την ζωντάνια και την καθαρότητα του φρούτου! Η συγκεκριμένη ετικέτα φέρει το όνομα του χωριού όπου βρίσκεται το οινοποιείο (Cairanne), είναι η ακριβότερη από την κλασσική γκάμα και κοστίζει μόλις 10€. Οι υπόλοιπες κυμαίνονται μεταξύ τριών και επτά ευρώ, τιμές εξαιρετικές για γαλλικά κρασιά από αμπελώνες βιολογικής και βιοδυναμικής καλλιέργειας.Κάτσαμε γύρω στις δύο ώρες και ήταν μάλλον η πιο ενδιαφέρουσα από όλες τις επισκέψεις που κάναμε στον νότιο ροδανό!Την επόμενη το πρωί ακυρώσαμε την επίσκεψη μας λόγω ενός στραμπουλήγματος που μας έβγαλε για λίγο εκτός προγράμματος αλλά το μεσημεράκι ήμασταν και πάλι στο δρόμο για μία ακόμη επίσκεψη.Αφήνοντας την σχετικά επίπεδη περιοχή γύρω από το Chateauneuf du Pâpe ανηφορίσαμε προς την περιοχή του Beaumes de Venises δίπλα ακριβώς από το Gigondas και πριν το επιβλητικό mont Ventoux. Το τοπίο είχε αλλάξει πολύ γρήγορα με το πράσινο να πρωταγωνιστεί και σε συνδυασμό με τις υψομετρικές διαφορές η θέα ήταν εκπληκτική. Ο αμπελώνας δεν ήταν ενιαίος αλλά μοιράζονταν την γη με το δάσος κάτι που αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα για τους παραγωγούς που αποκλείουν την χρήση χημικών προϊόντων από τα εδάφη τους αφού το δάσος λειτουργεί σαν ζώνη ασφαλείας από τα γειτονικά αμπέλια. Ο Μιστράλ μας είχε κάνει την χάρη να ηρεμήσει για λίγο και έτσι δεχτήκαμε με μεγάλη χαρά την πρόταση του παραγωγού Guy Jullien να κάνουμε μία μεγάλη γύρα στον αμπελώνα προτού περάσουμε στις δοκιμές.
Παραγωγοί επί πολλές γενεές, οι οικογένεια Jullien (Ferme Saint Martin) κατέχει 250 στρέμματα γης σε βιολογική καλλιέργεια ενώ γίνονται και βήματα προς το πέρασμα ολόκληρου του αμπελώνα σε βιοδυναμική. Οι βασική ποικιλία τους είναι το Grenache και ακολουθούν μικρές εκτάσεις Mourvedre και Cinsault. Τα τελευταία χρόνια έχει φυτευτεί και αρκετή Syrah αφού για την χρήση του Ο.Π.Α.Π είναι υποχρεωτικό να υπάρχει τουλάχιστον 25% στο τελικό χαρμάνι. Λέγαμε πριν για “μερλοποίηση” της παραγωγής αλλά δυστυχώς και η όλη ιστορία με την Syrah δεν πάει πίσω. Και το κακό είναι διπλό. Από την μία, όπως ανέφερα προηγουμένως, χάνονται ποικιλίες που αν καλλιεργηθούν σωστά, στον τόπο τους δίνουν καλύτερα αποτελέσματα από την Syrah και από την άλλη έχουμε γεμίσει πια με μέτριες Syrah από κάθε γωνιά του κόσμου υποβαθμίζοντας έτσι την πολύ μεγάλη αυτή ποικιλία. Δοκιμάστε καλή Syrah από τον Βόρειο Ροδανό -την καθεαυτού πατρίδα της- και μετά βάλτε δίπλα όποια άλλη Γαλλική, Ιταλική, Ελληνική, νεοκοσμίτικη Syrah θέλετε για να καταλάβετε την τεράστια διαφορά που υπάρχει.
Στην φάρμα του Άγιου Μαρτίνου -για να επανέρθουμε- το μεγαλύτερο μέρος του αμπελώνα είναι φυτεμένο σε ένα χαρακτηριστικό κίτρινόχρωμο αργιλώδες χώμα απ'όπου και παράγεται μία εκ των τριών ετικετών της επιχείρησης και φέρει το όνομα Terre Jaune (κίτρινη γη). Τα αμπέλια ξεκινάνε από τα 200μέτρα υψόμετρο και συνεχίζουν μέχρι τα 600 για τα ονομασίας προέλευσης (AOC Beaumes de Venise) από κει και πάνω, μέχρι τα 650 δηλαδή, παράγονται οίνοι με την ονομασία προέλευσης “πλαγιές ροδανού” πιο χαμηλά δηλαδή στο γαλλικό σύστημα αξιολόγησης οίνων. Λίγο παράδοξο αφού στα υψόμετρα αυτά πετυχαίνουμε πιο ισορροπημένη ωρίμανση, διατηρώντας πάντα πολύ καλές οξύτητες. Ίσως όταν οργανώθηκε η ιεράρχηση της παραγωγής να υπήρχαν άλλα δεδομένα και δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι σημερινές κλιματικές συνθήκες της περιοχής.
Μετά από αρκετή ώρα στα αμπέλια, επιστρέψαμε στο οινοποιείο για να περάσουμε στις δοκιμές αρχικά από δεξαμενές και μετά από την φιάλη. Μάλλον είναι περιττό να αναφέρω πως οι οινοποίηση γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχει ελάχιστη προσθήκη θειώδη ανυδρίτη και μόνο στο τέλος αυτής ή ακριβώς πριν την εμφιάλωση. Η αλήθεια είναι πως στις δοκιμές ψιλο-απογοητεύτηκα αφού τα υψηλά επίπεδα αλκοόλ (14 έως 17%) σε όλα όσα δοκιμάσαμε ήταν πολύ κουραστικά και τα κρασιά δυσκολεύονταν να εκφραστούν. Οι τανίνες πάλι ήταν πολύ έντονες και φαινόταν καθαρά πως έλειπε μία δόση φρεσκάδας ώστε να ισορροπήσει λίγο την κατάσταση.Στις δοκιμές από μπουκάλι δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα γιατί οι γευστικοί μου αισθητήρες είχαν χάσει την μάχη με το αλκοόλ και τις ορδές τανινών που τους στέγνωναν επί ώρες. Τα 'χει αυτά ο Νότιος Ροδανός. Αρκεί να ρίξει κανείς μία ματιά στις ετικέτες για να καταλάβει πως ένα κρασί με λιγότερο από 13,5% αλκοόλ από την περιοχή αυτήν αποτελεί εύρημα! Θα πρέπει να είναι κανείς συνηθισμένος να δοκιμάζει τέτοιου τύπου κρασιά σε νεαρές ηλικίες για να βγάλει καλύτερα συμπεράσματα. Εμείς μέχρι τότε θα ψάχνουμε παλιότερες εσοδείες και θα τις συνοδεύουμε με πιάτα που μπορούν να τιθασεύσουν την δύναμη των κρασιών αυτών ώστε να μπορούμε να τα απολαύσουμε καλύτερα.
Δυστυχώς περάσαμε όλο μας το απόγευμα στην Ferme Saint Martin και αναγκαστήκαμε να ακυρώσουμε το τελευταίο μας ραντεβού γιατί δεν υπήρχε χρόνος.
Όπως και να 'χει πάντως ήταν μία πολύ καλή εμπειρία και σίγουρα ένα ακόμη πέρασμα κάποια στιγμή στο μέλλον θα βοηθήσει να έχουμε μία ακόμη καλύτερη εικόνα για την περιοχή αυτήν.

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

Αμπελο-οινικές περιπέτειες στην Ισπανία vol.3!

Τρίτη εβδομάδα στην Ισπανική Καταλονία και προορισμός μου το χωριό Montblanc (καμία σχέση με την ομώνυμη κορυφή των Άλπεων). Εκεί, είχα ραντεβού με τον Juan Ramon Escoda. Διάσημος σύμβουλος-οινολόγος πολλών Ισπανικών Bodegas πριν δεκαπέντε
περίπου χρόνια έκανε γνωριμία με την βιοδυναμική καλλιέργεια και λίγο αργότερα με τα λεγόμενα "φυσικά" κρασιά. Πάντα ανοιχτός σε καινούργιες ιδέες ο Juan Ramon δεν άργησε να γίνει οπαδός της εναλλακτικής παραγωγής και όταν εγκαταστάθηκε, το 2003, ξεκίνησε κατευθείαν καλλιεργώντας βιοδυναμικά και οινοποιώντας χωρίς επεμβάσεις. Αντίθετα δηλαδή απ'ότι είχε διδαχτεί και συμβούλευε επί χρόνια.
Προσωπικοί λόγοι όμως τον ανάγκασαν να ακυρώσει το ραντεβού μας αλλά μου έδωσε οδηγίες για το πως να φτάσω μέχρι το οινοποιείο και για την διαμονή μου εκεί. Λίγο περπάτημα λοιπόν, λίγο ότο στοπ, κατάφερα να φτάσω στον προορισμό μου απολαμβάνοντας την πολύ όμορφη διαδρομή μέχρι την περικυκλωμένη από τα βουνά Prenafeta. Έμεινα εκεί τέσσερα βράδια και είχα αρκετό χρόνο να εκτιμήσω την πολύ καλή δουλειά που γίνεται στο cellier Escoda-Sanahuja.
Από την επιλογή του εδάφους, τον υποκειμένων και το κλάδεμα του αμπελιού μέχρι το τελικό προϊόν και την συσκευασία τα πάντα ήταν προσεγμένα μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια.
Επιχείρηση κόσμημα που δείχνει πως μπορεί κανείς να παίζει στην αγορά των μεγάλων ονομάτων και ταυτόχρονα να σέβεται το περιβάλλον και το τερουάρ του συγκινώντας ακόμη και τον πιο απαιτητικό καταναλωτή που ψάχνει κάτι έξω από τα κλασσικά.
Επτά συνολικά ποικιλίες, μία μόνο λευκή και μία μόνο ντόπια χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των τεσσάρων ετικετών του κτήματος. Οι υπόλοιπες έξι είναι γαλλικές και μάλιστα δύο από αυτές προέρχονται από αρκετά βόρειους γαλλικούς αμπελώνες.
Η μια είναι το Chenin blanc και το 2006 που κυκλοφορεί αυτήν την στιγμή στην αγορά έχει ζυμώσει 18 μέρες με τα στέμφυλα με αποτέλεσμα να οξειδωθεί πριν την ζύμωση* οποιοδήποτε στοιχείο θα μπορούσε να οξειδωθεί στις επόμενες φάσεις της ζωής του κρασιού. Αποτέλεσμα, ένα κρασί με μεγάλες αντοχές στο χρόνο, με πολύ βάθος και εκρηκτική μύτη με τα πιο ήπια μελένια αρώματα του Chenin να χρειάζονται χρόνο και αρκετό οξυγόνο ώσπου να μαλακώσουν τα εκπληκτικά ορυκτά αρώματα που κυριαρχούν.
Η άλλη βόρεια ποικιλία, το γνωστό και μη εξαιρετέο Pinot Noir είναι κατά την γνώμη μου λιγότερο πετυχημένο αφού στα ζεστά εδάφη της Ισπανίας χάνει την φινέτσα που το χαρακτηρίζει.
Άπο την άλλη, το χαρμάνι 50% Grenache 25 % Carignan και 25% καταλανικού ταμπεραμέντου της ποικιλίας Saumoll είναι φανταστικό! Ένα κρασί με πολύ βάθος και με την μύτη να ξεκινάει με τα παιχνιδιάρικα φρούτα του Grenache και συνεχίζει με τα λιγότερο "ήμερα" αρώματα των άλλων δύο ποικιλιών δίνοντας έτσι ένα όμορφο μείγμα φρούτων και αρωματικών βοτάνων του βουνού. Στο στόμα εγείρει μέχρι και το τελευταίο γευστικό αισθητήριο όντας πολύ χυμώδες και τέλεια ισορροπημένο με τανίνες που γλιστράνε απαλά αφήνοντας μετά το πέρασμά τους μία πολύ φρουτένια επίγευση.
Τέλος, το μπορντολέζικο χαρμάνι του οινοποιείου (2 μέρη Merlot και ένα μέρος Cabernet Sauvignon) είναι ακόμη στην φιάλη και περιμένει την κατάλληλη στιγμή να ανοιχτεί και να δοκιμαστεί. Δοκιμάζοντας το από την δεξαμενή πάντως είναι αρκετά χαρακτηριστικό των δύο ποικιλιών με έντονα αρώματα σκούρων φρούτων, ταννικό και γεμάτο στο στόμα. Επίσης από την δεξαμενή, δοκιμάσαμε και το Καταλανικό Saumoll το οποίο ήταν αρκετά ρουστίκ και μάλλον πολύ νέο για να κριθεί ακόμη αφού μόλις που είχε τελειώσει την ζύμωση.
Η φιλοσοφία του οινοποιείου και το δέσιμο με την φύση φαίνεται και στο τελικό προϊόν την στιγμή που βγαίνει στο εμπόριο. Κάθε ετικέτα απεικονίζει ένα ζώο από την πανίδα που περιβάλλει το οινοποιείο και φέρει και το αντίστοιχο όνομα στα Καταλανικά. Παράδειγμα, το χαρμάνι των τριών ποικιλιών είναι το les Paradetes με σήμα τον ασβό και το λευκό το Els Bassots με σήμα την αλεπού!
Να μην ξεχάσω και τους δύο άγρυπνους (;) φύλακες μορφές του οινοποιείου: τον "Bob Marley των σκύλων" Μπρούνο και τον μόνιμα σκανδαλιάρη Ρόκυ!
Αυτό ήταν και το τελευταίο οινοποιείο που είδα κλείνοντας έτσι έναν κύκλο εμπειριών σε μία χώρα της οποίας τα κρασιά ήταν σχετικά άγνωστα για μένα μέχρι τώρα.
Η Ισπανία βέβαια δεν τελείωσε εδώ μιας και πέρα από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες να πετύχουμε καλό Ισπανικό κρασί στα τάπας bar και τα εστιατόρια της Ταρραγόνα ακολούθησε μία εβδομάδα μη οινικών δραστηριοτήτων (ορειβασία κλπ) μέχρι την επιστροφή στην Γαλλία για την συνέχιση των αμπελο-οινικών περιπετειών εκεί!


*Η λεγόμενη προζυμωτική οξείδωση