Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2008

Αμπελοοινικές περιπέτειες στις πλαγιές του Ροδανού! Μέρος 1ο

Η περασμένη βδομάδα ήτανε η τελευταία εβδομάδα οινοποιήσεων για εμάς στο Domaine Giboulot. Τελειώνοντας, την πέμπτη το απόγευμα, δεν έχασα καθόλου χρόνο. Ετοιμάστηκα στα γρήγορα και πήρα το πρώτο τραίνο που έφευγε για Λυών. Από εκεί, έφτασα στην Βαλάνς όπου συνάντησα τον περσινό μου συμμαθητή Remy που μου είχε δώσει το ελεύθερο να τον επισκεφθώ όποτε θελήσω!
Την παρασκευή το πρωι, μετά από ένα αρχοντικό 9άωρο ύπνου, ξεκινήσαμε την μέρα μας δοκιμάζοντας τα φετινά λευκά του Ρεμύ από Marsanne. Είναι η πρώτη οινοποίηση που κάνει και δυστυχώς γι' αυτόν ξεκίνησε σε μία από τις πιο δύσκολες χρονιές. Παρόλα αυτά όμως και τα 3 βαρέλια που δοκιμάσαμε έδειχναν πως θα εξελιχθούν πολύ καλά στην συνέχεια και θα δώσουν ενδιαφέροντα κρασιά. To μεσημέρι μετά το φαγητό κατηφορίσαμε νότια για να θαυμάσουμε τα απίστευτα τοπία που δημιουργούν οι παραπόταμοι του Ροδανού σχίζοντας τα βουνά του Massife centrale.

Στην συνέχεια επισκεφθήκαμε την συνεταιριστική κάβα της περιοχής όπου και δοκιμάσαμε τις 10 αντιπροσωπευτικότερες ετικέτες τους. Χωρίς να περιμένουμε μεγάλα πράγματα από ένα συνεταιριστικό οινοποιείο βρήκαμε τα λευκά τους τελείως αδιάφορα, ενώ από τα κόκκινα μόνο 2 κατάφεραν να σώσουν κάπως την κατάσταση. Το πρώτο από αυτά ήτανε ένα Pinot Noir πολύ διαφορετικό από αυτά τις Βουργουνδίας, ευκολόπιοτο φρουτώδες και πολύ εκφραστικό με μόνο μειονέκτημα το έντονο βαρέλι. Το δεύτερο ήτανε και αιτία για την οποία επισκεφθήκαμε την συγκεκριμένη κάβα. Ένα κόκκινο από Chatus, μία σπάνια ερυθρή ποικιλία που αναφέρεται ακόμη και στην καταγραφή του Γαλλικού αμπελώνα τον 16ο αιώνα. Απ' όσο ψάξαμε κανένα οινοποιείο δεν εμφιαλώνει 100%Chatus παρά μόνο ο συνεταιρισμός. Ένα κρασί που θύμιζε πολύ Syrah αλλά με λιγότερο θερμό στόμα και κάπως πιο φινετσάτο. Το αρνητικό του είναι πως έχει πάρα πολύ μικρή επίγευση και τελειώνει πολύ απότομα. Πιστεύω πως θα μπορούσε να δώσει καλά αποτελέσματα σε χαρμάνι με το Grenache και όχι με το Syrah με το οποίο χαρμανιάζεται συνήθως αφού ο χαρακτήρας τους είναι πανομοιότυπος. Για το τέλος δοκιμάσαμε ένα αφρώδες ροζέ που ήτανε πνιγμένο στον θειώδη ανυδρίτη και λίγο έλειψε να μας στείλει σπίτι με βαρύ πονοκέφαλο αλλά και ένα γλυκό Viogner που μπορώ να πω πως δεν ήτανε καθόλου άσχημο.
Το Σάββατο το πρωί βρεθήκαμε στο Domaine de la Montmalle, την πρώην κατοικία ενός δούκα που έμεινε εγκαταλελειμμένη για πολύ καιρό και το 2004 βρήκε 2 αγοραστές που αποφάσισαν να αξιοποιήσουν τους αμπελώνες της. Καλλιεργώντας λοιπόν τις ήδη υπάρχουσες ποικιλίες Aramon, Carignan και Syrah, στην Montmalle παράγονται σήμερα 3 διαφορετικές ετικέτες. Το ροζέ από το Aramon ήταν ανέκφραστο και πλαδαρό χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Ας μην ξεχνάμε πως το Aramon είναι μία πολύ παραγωγική ποικιλία που φυτεύτηκε στην Γαλλία μετά την φυλλοξήρα για να καλυφθεί γρήγορα το μεγάλο κενό που είχε δημιουργηθεί στην παραγωγή. Ευτυχώς γι' αυτούς, σκοπεύουν να το ξηλώσουν μόλις έχουν την οικονομική δυνατότητα. Το χαρμάνι Carignan-Syrah στέκονταν κάπως καλύτερα αφού είχε καλή δομή και ωραία οξύτητα, χωρίς όμως και αυτό να είναι ιδιαίτερα εκφραστικό. Το Syrah τους δεν διέφερε πολύ από το χαρμάνι αν και ήταν κάπως πιο γενναιόδωρο σε αρώματα. Δοκιμάζοντας όμως απευθείας από τις δεξαμενές οινοποίησης φάνηκε καθαρά πως για το μέτριο επίπεδο ποιότητας ευθύνεται η έλλειψη εξοπλισμού και η έλλειψη χώρων συντήρησης μετά την οινοποίηση. Το Syrah ήταν εξαιρετικό, με πολύ ωραία οξύτητα, πλούσιο στόμα και μακρά επίγευση ενώ το Carignan έρχονταν λίγο πιο άγριο αλλά εάν κάνει την μηλογαλακτική του όπως πρέπει έχει σπουδαίο μέλλον! Θα ήθελα πάρα πολύ να ξαναπεράσω από το Domaine de la Montmalle κάποια στιγμή στο μέλλον για να δω πως θα έχει αξιοποιηθεί η φανταστική αυτή κατοικία και φυσικά για να δοκιμάσω τα κρασιά τους όταν θα υπάρχουν τα μέσα και η εμπειρία αφού οι άνθρωποι που έχουν αναλάβει αγαπούν πάρα πολύ αυτό που κάνουν και είναι σίγουρο πως κάποια στιγμή θα πετύχουν.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ακολουθούσε μία γευσιγνωσία για την οποία είχαμε θέσει τα στάνταρ μας πολύ ψηλά. Εδώ δεν υπήρχε η δικαιολογία των υψηλών αποδόσεων της συνεταιριστικής κάβας ούτε η δικαιολογία της έλλειψης εμπειρίας και εξοπλισμού. Υπήρχε ένα όνομα που όφειλε να μας αποδείξει γιατί συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων παραγωγών παγκοσμίως. Αναφέρομαι φυσικά στο κορυφαίο όνομα της κοιλάδας του ροδανού, τον Michel Chapoutier. Σε βιοδυναμική καλλιέργεια από το 1991 και με οινοποιεία σε Αυστραλία, Ροδανό και Ρουσιγιόν* ο οίκος Chapoutier παράγει σήμερα 60 περίπου ετικέτες από 34 διαφορετικούς αμπελώνες. Η πρώτη μου επαφή με τα κρασιά του οίκου ήτανε τον περασμένο Γενάρη στο σαλόνι κρασιών του Αμπουις. Τολμώ να πω πως τότε δεν ενθουσιάστηκα και ιδιαίτερα αφού τα κρασιά που δοκίμασα ήτανε αψεγάδιαστα οινολογικά αλλά δεν είχανε τίποτα παραπάνω να μου προσφέρουν. Αυτό συνέβη γιατί αυτά που δοκιμάσαμε τότε ήτανε κρασιά από τις γκάμες tradition και decouverte που γίνονται από αγορασμένα σταφύλια συμβατικής καλλιέργειας και κοστολογούνται γύρω στα 10€. Η ίδια ακριβώς εντύπωση μου δημιουργήθηκε και το περασμένο Σάββατο δοκιμάζοντας τα πρώτα 2 κρασιά από την γκάμα tradition και για τον λόγο αυτόν ζητήσαμε να περάσουμε κατευθείαν στις γκάμες prestige και fac & spera που γίνονται με τα σταφύλια που παράγονται από τον ίδιο τον οίκο σε Βιοδυναμική καλλιέργεια. Από την γκάμα prestige δοκιμάσαμε την Chante Alouette, ένα λευκό Hermitage του 2006 και Les Arenes ένα κόκκινο Cornas του 2006 που είναι και το μόνο συμβατικό της γκάμας αυτής. Πιο εκφραστικά, με πιο γεμάτο στόμα και καλύτερη δομή τα κρασιά αυτά έδειχναν πως υπάρχει διαφορά επιπέδου ποιότητας με αυτά της προηγούμενης γκάμας αλλά δεν κατάφερναν να υπερασπιστούν την υπογραφή που φέρουν στην ετικέτα τους. Το Cornas μάλιστα είχε αρκετά αιχμηρές τανίνες και μικρή επίγευση και δεν μας πολυενθουσίασε. Έτσι λοιπόν, ο νεαρός που μας σερβίριζε αποφάσισε να μας δείξει τι εστί Chapoutier και ετοίμασε το "βαρύ πυροβολικό". Γκάμα Fac & Spera λοιπόν και Ermitage**, η αφρόκρεμα του οίκου και 3 φιάλες που μαζί ξεπερνούν τα 450€ κόστος αγοράς! Το λευκό De l'Orée και τα κόκκινα Pavillon και Ermite κατάφεραν να ξεπεράσουν κάθε προσδοκία και συνεπαρμένοι από το μεγαλείο τους δεν βρίσκαμε λέξεις να τα περιγράψουμε. Κρασιά με φοβερή δύναμη, πληθωρικά αρώματα, με εξαιρετική μεταλλικότητα που χάριζε δροσιά στο γεμάτο στόμα τους, με εξαιρετική δομή και πολύ μακρά επίγευση επιβεβαίωναν την φήμη του οίκου που τα παράγει. Σίγουρα όμως είναι πολύ νεαρά ακόμη αφού είναι οίνοι που μπορούν να παλιώσουν για πολλά χρόνια και το ιδανικό θα είναι να αρχίσουν να καταναλώνονται σε 10 χρόνια από τώρα! Αν είχα ένα χιλιάρικο στην άκρη ίσως είχα πάρει ένα εξαράκι! Κρίμα που τέτοια μεγάλα κρασιά είναι τόσο δυσπρόσιτα στους περισσότερους φίλους του κρασιού. Στεναχωριέμαι όταν σκέφτομαι πως τα καλύτερα κρασιά πίνονται από επιδειξιομανής λεφτάδες που συχνά δεν έχουν καμία ιδέα και σεβασμό για αυτό που έχουν στο ποτήρι τους ενώ την ίδια στιγμή οι περισσότεροι πραγματικοί φίλοι του κρασιού αρκούνται σε απλές δοκιμές μεγάλων κρασιών μία στο τόσο ή ακόμη χειρότερα αρκούνται στο να αναστενάζουν βλέποντας τα στις βιτρίνες ή διαβάζοντας άρθρα για αυτά! Εκδικούμαστε όμως ζώντας την μαγεία που προσφέρει το να αναζητά κανείς μικρά άγνωστα οινοποιεία και να ανακαλύπτει μεγάλα κρασιά σε προσιτές τιμές...
Το σάββατο έκλεισε σε έναν παλιό μου φίλο με δείπνο συνοδευόμενο από διάφορες ετικέτες από περιοχές εκτός ροδανού για να σπάσουμε λίγο την μονοτονία!
2 μέρες με πολλές καινούργιες εμπειρίες είχανε ήδη παρέλθει και ακολουθούσαν άλλες 2 μέρες υψηλού γαστρονομικού και αμπελοοινικού ενδιαφέροντος...


*Roussillon: Περιοχή στην νοτιοδυτική Γαλλία από την πλευρά της μεσογείου, νοτιότερα του Montpellier με γνωστότερες αμελουργικές περιοχές τα Banyuls, Rivesaltes και Côtes de Roussillon.
**Ermitage ή Hermitage: Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των 2 απλά ο M.Chapoutier γράφει Ermitage στα κρασιά της υψηλής του γκάμας για να τα ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα Hermitage.

Δεν υπάρχουν σχόλια: