Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Γαστρονομικές εμπειρίες από την ανατολική ακτή vol.2

Συνεχίζοντας το ταξίδι μας στις Ηνωμένες Πολιτείες κατεβήκαμε ακόμη νοτιότερα αφήνοντας την Βιρτζίνια και μπαίνοντας στην Νότια Καρολίνα. Η συγκεκριμένη ήταν η πρώτη πολιτεία όπου καλλιεργήθηκαν αμπέλια και η μεγαλύτερη παραγωγός κρασιού στις ΗΠΑ μέχρι την ποτοαπαγόρευση. Όταν το αλκοόλ έγινε παράνομο επικράτησαν ο καπνός και το βαμβάκι και το αμπέλι χάθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου. Σήμερα η Νότια Καρολίνα γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη και αποκτά όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον ως αγορά κρασιού. Παράλληλα, στις αρχές τις προηγούμενης δεκαετίας, ξεκίνησαν να επαναδραστηριοποιούνται στην περιοχή αρκετές οινοποιητικές επιχειρήσεις με αποτέλεσμα σήμερα να λειτουργούν πάνω από εκατό οινοποιεία. Τα περισσότερα από αυτά είναι επισκέψιμα και με την στήριξη της πολιτείας ο οινοτουρισμός γνωρίζει αξιόλογη ανάπτυξη.

Φτάνοντας αρχικά στο Ράλεϊ, την πρωτεύουσα της πολιτείας, πραγματοποιήσαμε μία παρουσίαση κρασιών σε έναν όμορφο χώρο στο κέντρο της πόλης και στην συνέχεια είχαμε ελεύθερο χρόνο για να δειπνίσουμε. Η αρχική μας ιδέα ήταν να πάμε στο "Mo's dinner", το πιο φημισμένο μαγαζί της πόλης στον κύκλο τον οινοφίλων. Την ίδια ιδέα όμως είχαν και όλοι οι άλλοι οινοπαραγωγοί που συμμετείχαν στην περιοδεία μας και το μαγαζί ήταν ασφυκτικά γεμάτο με μία τεράστια ουρά να περιμένει για τραπέζι. Έτσι αποφασίσαμε να δειπνίσουμε για μία ακόμη φορά "αμερικάνικα" σε ένα πολύ χαλαρό μπαρ στο κέντρο της πόλης. Φυσικά αποφύγαμε και πάλι το κρασί αφού με πιάτα όπως οι τηγανητές πίκλες το μόνο που ταιριάζει χωρίς πρόβλημα είναι μία δυναμική μπύρα που θα "ξεπλύνει" την τηγανίλα χωρίς πρόβλημα. Επιλέξαμε και πάλι Indian Pale Ale (IPA) με την έντονη παρουσία του λυκίσκου και το διαρκές πολύ γευστικό τελείωμα. Ίσως η συγκεκριμένη κατηγορία μπύρας να ήταν τελικά και η ανακάλυψη του ταξιδιού!

Επόμενος σταθμός η Charlotte, η άλλη μεγάλη πόλη της Νότιας Καρολίνας και το δεύτερο μεγαλύτερο οικονομικό κέντρο των Ηνωμένων πολιτειών. Με επιβλητικούς ουρανοξύστες και πολύ έντονη ζωή στο κέντρο της πόλης, η Charlotte είναι μία πόλη που γνωρίζει ταχεία ανάπτυξη και αναμένεται τα επόμενα χρόνια να γίνει μία από τις σπουδαιότερες πόλεις της ανατολικής ακτής. Όπως όμως συμβαίνει με όλες τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, η οινική κουλτούρα βρίσκεται ακόμη σε νηπιακό στάδιο και πέρα από κάποια πολύ συγκεκριμένα σημεία η αγορά του κρασιού θυμίζει πιο πολύ Ρωσία παρά Αμερική. Τι εννοώ; Εννοώ πως η μεγάλη μάζα των καταναλωτών καταναλώνει είτε πανάκριβα καλιφορνέζικα Καμπερνέ που είναι της μόδας είτε πάμφθηνα ημίγλυκα κρασιά ανεξαρτήτου προελεύσεως με τις ενδιάμεσες κατηγορίες να κατέχουν ακόμη πολύ μικρό μερίδιο αγοράς.

Αντίθετα όμως με την τάση για παχιά κρασιά στο καταναλωτικό κοινό της περιοχής, οι τοπική παραγωγή κρασιού στην Yadkin Valley δίνει κρασιά πιο φινετσάτα και πιο ανάλαφρα. Βέβαια συζητώντας με τους παραγωγούς αναρωτιέται κανείς αν αυτό το κάνουν από επιλογή ή απλά επειδή δεν μπορούν ακόμη να κάνουν κρασιά τύπου Καλιφόρνιας.

Το πρώτο οινοποιείο που επισκεφθήκαμε στην περιοχή ήταν το οινοποιείο Raylen που αν και μετράει μετά βίας κάτι παραπάνω από δέκα χρόνια ζωής, είναι ένα από τα παλαιότερα της πολιτείας.
Παρόλα αυτά ο υπάλληλος που βρίσκονταν πίσω από το πάγκο του δοκιμαστηρίου-πωλητηρίου έμοιαζε να είναι εκεί τα τελευταία πενήντα χρόνια. Μεγάλος σε ηλικία, με πολλές γνώσεις πάνω στο αντικείμενο, αρκετή δόση φιλοσοφίας γύρω από το κρασί και τις γυναίκες και έτοιμος ανά πάσα στιγμή να διηγηθεί μία ιστορία από τα χρόνια της ποτοαπαγόρευσης, κέρδιζε το ενδιαφέρον σου κατευθείαν και έκανε την δοκιμή των κρασιών μία αληθινή εμπειρία.

Μία από αυτές αφορούσε τους moon-shiners. Έτσι λέγονταν οι παράνομοι ποτοποιοί που δρούσαν στα πυκνά δάση της Καρολίνας, στα Απαλάχια όρη και δούλευαν κάτω από το φως του φεγγαριού ώστε να μην γίνονται αντιληπτοί. Όταν το FBI άρχισε να τους στριμώχνει και να τους εντοπίζει, οι moonshiners βρήκαν την λύση φτιάχνοντας μικρά γρήγορα αυτοκίνητα, πιο γρήγορα από αυτά των ομοσπονδιακών αστυνομικών. Όταν οι ποτοαπαγόρευση τελείωσε, μετά το 1933, πολλοί από αυτούς συνέχισαν να τα χρησιμοποιούν, αυτήν την φορά για να αποφύγουν τους φοροεισπράκτορες! Κάποιοι από αυτούς άρχισαν να συναγωνίζονται και μεταξύ τους και σε λίγο καιρό οι κόντρες με "φτιαγμένα" αυτοκίνητα έπαιρναν κι έδιναν. Κάπως έτσι γεννήθηκε και το γνωστό Nascar, μια σειρά από αγώνες αυτοκινήτου, ιδιαίτερα δημοφιλείς στην πολιτεία της Ν.Καρολίνας.
Moonshiners

Επιστρέφοντας στα του οινοποιείου τώρα, ο χώρος γύρω από αυτό ήταν διαμορφωμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να προσελκύει και να υποδέχεται όσο τον δυνατόν περισσότερους τουρίστες και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής να διατίθεται επιτόπου. Μία όμορφη αυλή, κουνιστές καρέκλες -σήμα κατατεθέν του νότου-, τραπεζάκια με βάσεις για σαμπανιέρες και ένα εκθετήριο με κάθε είδους γκάτζετ με το σήμα του οινοποιείου ήταν εκεί με σκοπό να πάρουν το μάξιμουμ από κάθε επισκέπτη που έφτανε στο οινοποιείο. Είδα επίσης να πωλούνται καπέλα, μπλούζες, μπουφάν, καρέκλες (!) και πολλά ακόμη αντικείμενα με το έμβλημα Raylen επάνω τους!

Όσον αφορά το κρασί τώρα -ναι πουλούσαν και απ'αυτό!- η δοκιμή που κάναμε ήταν πιο πάνω από τις προσδοκίες μας. Ξεκινήσαμε δοκιμάζοντας κάποια ευχάριστα λευκά από Chardonnay σε διάφορες παραλλαγές και ένα καλοφτιαγμένο Viogner. Στα κόκκινα δοκιμάσαμε πρώτα ένα μπορντολέζικο μπλεντ με λίγο Syrah με πολύ καλό φρούτο και ωραία οξύτητα και ένα πολύ ισορροπημένο σκέτο Syrah του 2009 αρκετά τυπικό της ποικιλίας.

Το κορυφαίο όμως ερυθρό τους ήταν για μένα το Cabernet Franc του 2009. Η συγκεκριμένη ποικιλία είναι πολύ καλά προσαρμοσμένη στην περιοχή αφού φτάνει την τέλεια ωρίμανση ευκολότερα από οποιαδήποτε άλλη. Αυτό του Raylen ήταν αρχικά κάπως αναγωγικό αλλά στην συνέχεια είχε πολύ ωραίο φρούτο που άνοιγε όσο περνούσε η ώρα. Στο στόμα ήταν αρκετά πλούσιο, με πολύ καλή τανική δομή και διάρκεια. Αρκετά καλό και το Cabernet Suavignon της ίδιας χρονιάς αλλά λίγο πιο σφιχτό στο στόμα.

Από εκεί και πέρα τα υπόλοιπα κρασιά του κτήματος ήταν λίγο wannabe Καλιφορνιες και θέλανε πολύ παραπάνω χρόνο για να δοκιμαστούν καλύτερα. Ξεχώρισε κάπως το Category 5 που το όνομά του αναφέρεται στην κατηγορία του τυφώνα που σάρωσε την πολιτεία πριν μερικά χρόνια και ήταν το μόνο που κρατούσε κάποια φινέτσα παρά την θέρμη του.

Τελικά επιλέξαμε το Cabernet Franc για το μεσημεριανό μας γεύμα το οποίο πήραμε στο χώρο του οινοποιείου και αφού πρώτα, μετά από υπόδειξη των ανθρώπων του οινοποιείου, περάσαμε από το Snook's. Μία παραδοσιακή καντίνα του νότου με ποικιλία ψητών κρεατικών και φυσικά deep fried λαχανικών. Οι άνθρωποι εκεί ήταν κάτι παραπάνω από φιλόξενοι και δε σταμάτησαν να μας κερνούν μεζεδάκια. Αφού εφοδιαστήκαμε με ένα βαρβάτο γεύμα για τον καθένα μας επιστρέψαμε στην αυλή του Raylen και συνοδεία κρασιού τσακίσαμε τις λιχουδιές του snook's. 

Στο επόμενο οινοποιείο που επισκεφθήκαμε τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Ο χώρος υποδοχής και δοκιμών ήταν ένα μικρό σπιτάκι με πολλά ξύλινα τραπεζάκια γύρω γύρω. Τα κρασιά ήταν όλα πολύ επίπεδα και κανένα από αυτά δεν κατάφερε να μας κερδίσει. Ήταν ένας χώρος φτιαγμένος καθαρά για τουριστικούς λόγους και το κρασί γίνονταν με κριτήριο να ..μην μοιάζει με κρασί αλλά με αρωματισμένο νεράκι εύκολο για κατανάλωση από τους μη μυημένους.

Το ταξίδι μας έκλεισε με ένα παραδοσιακό αμερικάνικο μπάρμπεκιου στο σπίτι του αντιπροσώπου μας. Περιελάμβανε ribs, καλαμπόκι, φασόλια φούρνου και μία γλυκιά κόκκινη σάλτσα που συνόδευε τα περισσότερα από τα πιάτα. Όλα αυτά συνοδεία εξαιρετικών κρασιών και μεταξύ αυτών και ένας απίστευτα καλοδιατηρημένος παλιοκαλιάς του 1994.

Την επόμενη ημέρα πήραμε το αεροπλάνο για την επιστροφή στην Ευρώπη. Παίρναμε μαζί μας πολλές εμπειρίες και αφήναμε πίσω μας πολλές γλυκές σάλτσες και ένα σωρό deep fried φαγητά! Πίσω στο σπίτι μας περίμεναν μερικές μέρες νηστείας για αποτοξίνωση και αμέσως μετά αρνάκια, κοκορετσάκια, κοντοσούβλια, τζιγερόσαρμάδες και τα σχετικά. Και όλα αυτά φυσικά με το πολύ πολύ καμιά ριγανίτσα, κανά πιπεράκι αλλά ποτέ μα ποτέ με γλυκές κόκκινες σάλτσες!!!

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Γαστρονομικές εμπειρίες από την Ανατολική ακτή vol.1

Αν θέλετε να μάθετε για τον πολιτισμό και την κουλτούρα ενός λαού ο καλύτερος τρόπος είναι να εξετάσετε την γαστρονομία του. Οι ΗΠΑ είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα μιας χώρας που αντικατοπτρίζεται πλήρως στις διατροφικές της συνήθειες. To εύκολο, το γρήγορο, και το πολύ είναι τρία βασικά πράγματα που χαρακτηρίζουν την Αμερικάνικη διατροφή. Όπου εύκολο βάλτε γλυκό/γλυκερό, όπου γρήγορο βάλτε deep fry και όπου πολύ βάλτε τεράστιες μερίδες και θα έχετε μία πρόχειρη εικόνα του παραδοσιακού αμερικάνικου φαγητού. Αυτού δηλαδή που τρώει ο μέσος Αμερικανός καθημερινά και που έχει φτιαχτεί με σκοπό να ικανοποιήσει την λαιμαργία και όχι την απόλαυση ενός γεύματος όπως έχουμε μάθει στην Ευρώπη.

Αυτό σαν βάση. Από εκεί και πέρα προσθέστε τις εκατοντάδες επιρροές από όλες τις κουζίνες του κόσμου, την απουσία συντηρητικότητας και την διάθεση για πειραματισμούς και συνεχής βελτίωση, την οικονομική ευημερία που μπορεί να στηρίξει την υψηλή γαστρονομία και κάθε νέο εγχείρημα και θα έχετε μία εικόνα σαφώς πιο ολοκληρωμένη. Την εικόνα μίας γαστρονομικής κουλτούρας που αναπτύσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και αφήνει πίσω της τα κατάλοιπα του παρελθόντος αλλάζοντας πρόσωπο μέρα με τη μέρα.

Έτσι λοιπόν και εμείς, φτάνοντας νωρίς το απόγευμα στην Ουάσιγκτον επιλέξαμε να φάμε κάτι τυπικά Αμερικάνικο σε ένα εστιατόριο στα περίχωρα της πόλης. Παρόλο που το ξεκίνημα με συκωτάκια πουλερικών ήταν ικανοποιητικό, δεν μπορούσα να πω το ίδιο και για το κυρίως πιάτο. Ο μόνος τρόπος για να εκτιμήσει κανείς το κρέας με την γλυκιά σάλτσα που βρίσκονταν στο πιάτο μου είναι να έχει μεγαλώσει τρώγοντας κάτι τέτοιο ή απλά να τρώει λαίμαργα χωρίς να έχει ιδέα του τι βάζει στο στόμα του. Το κρασί, ένα νοτιοαφρικάνικο Syrah από το Porcupine Ridge θύμιζε συμπυκνωμένο χυμό βύσσινο με μπόλικο αλκοόλ και σίγουρα ήταν πολύ μακριά από τα γούστα μου.

Την άλλη μέρα το μεσημέρι το επίπεδο ήταν σαφώς πιο ανεβασμένο. Στο κέντρο της πόλης, επισκεφθήκαμε το εστιατόριο Zaytinya του Jose Andres που συνδυάζει Ελληνική, Τουρκική και Λιβανέζικη κουζίνα με μοναδική μαεστρία. Τα πιάτα ήταν πάρα πολύ καλά, οι τιμές λογικές και η λίστα κρασιών πλήρης και αντιπροσωπευτική του ελληνικού αμπελώνα ο οποίος κυριαρχούσε. Highlight του γεύματος ήταν το γλυκό με παγωτό χαλβά, καραμελωμένα καρύδια, γιαούρτι και τραγανό φύλλο μπακλαβά!

Baltimore by night!
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας φύγαμε για την Βαλτιμόρη όπου λόγω του λιμανιού τα θαλασσινά είναι κυρίαρχα στην τοπική κουζίνα. Με βάση τα λεγόμενα όλων όσων ρωτήσαμε το Rusty Scupper είναι η καλύτερη επιλογή στην πόλη για να φάει κανείς την τοπική σπεσιαλιτέ που ονομάζετε crabcake. Όπως υποδηλώνει το όνομά του, ένα crabcake αποτελείται από καβουρόψιχα ανακατεμένη με ψίχα ψωμιού αλλά και μαγιονέζα, κρεμμύδι, αυγά και μερικά άλλα. Η λίστα κρασιού είχε αρκετές επιλογές αλλά όλες κινούνταν στο ίδιο επίπεδο προσφέροντας κρασιά με μπουκωτικά αρώματα και αρκετά σάκχαρα. Μετά τo στραπάτσο τις πρώτης ημέρας δεν τολμήσαμε να ξαναρισκάρουμε με κρασί και επιλέξαμε μπύρα να συνοδεύσει το γεύμα μας.

Εκεί θα καταφεύγαμε και πολλές φορές ακόμη κατά την διάρκεια του ταξιδιού αφού ακόμη και λίστες που μοιάζανε πλήρεις δεν κατάφερναν να ξεφύγουν από μία ισοπεδωτική ομοιογένεια και στην ουσία να μην προσφέρουν καθόλου επιλογές. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως στις ΗΠΑ δεν υπάρχει οινική κουλτούρα. Αντίθετα, το κρασί έχει τον πρώτο λόγο σε κάθε εστιατόριο μπαρ ή καφετέρια, υπάρχουν πάντα τα κατάλληλα ποτήρια και σωστές συνθήκες συντήρησης και η όλη κατάσταση είναι υπό συνεχής βελτίωση. Αρκεί να ξεφύγουν λίγο από τα νεοκοσμίτικης νοοτροπίας "εύκολα" κρασιά και να τολμήσουν να δοκιμάσουν και μερικά "βρώμικα" κρασιά του παλαιού κόσμου με υψηλότερες οξύτητες. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα οινοποιού από την Καλιφόρνια που δοκιμάζοντας διάφορα Νεμπιόλο και Παλιοκαλιά τα βρήκε όλα πολύ "dirty" και με άφθονους brett! Μπορώ να σας βεβαιώσω πως κανένα από αυτά όχι απλά δεν είχε bretts αλλά ούτε καν και απαλότερα ζωικά αρώματα που θα μπορούσαν να ξεγελάσουν κάποιον. Το δικό του κρασί από την άλλη ήταν ένα κλασσικό καλιφορνέζικο με τουλάχιστον 6 γραμμάρια εναπομείναντα σάκχαρα, καθόλου οξύτητα, παχύ σαν σιρόπι και αλκοόλ 15.1%! Μία από τις επόμενες μέρες μιλούσε με καμάρι για τον συμπυκνωτή του με έναν άλλο οινοπαραγωγό...

Το θέμα όμως είναι πως στην έκθεση που οργανώνονταν από τον διανομέα μας στην Ανατολική ακτή, από τους τριάντα πέντε συνολικά παραγωγούς στους εικοσιπέντε μπορούσες να βρεις ακριβώς το ίδιο κρασί. Οι τιμές κυμαίνονταν από 25 έως 500 δολάρια και αναρωτιέται κανείς γιατί να πληρώσει τόσα πολλά λεφτά όταν δοκιμάζοντας ένα τα δοκιμάζει όλα. Για να λέμε όμως και του στραβού το δίκιο, ακόμη και οι καλιφορνέζοι έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται την αλλαγή πλεύσης στον κόσμο του κρασιού και δειλά δειλά κάποιοι έχουν αρχίσει να φρενάρουν λίγο τους συμπυκνωτές τους! Η μεγάλη πλειοψηφία όμως και ειδικά όσοι παράγουν μόνο για εγχώρια κατανάλωση επιμένουν παχιά, βαριά και ασήκωτα. Το αστείο είναι πως οι παραγωγοί της Virginia και των άλλων ανατολικών πολιτειών που παράγουν κρασιά πιο κομψά και ανάλαφρα, νιώθουν μειονεκτικά απέναντι στην Καλιφόρνια και θέλουν κάποτε να της μοιάσουν.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό που δείχνει ποιες είναι οι προτιμήσεις τις πλειοψηφίας των καταναλωτών στις ΗΠΑ είναι πως τα Αυστριακά και Γερμανικά κρασιά που υπήρχαν στην έκθεση ήταν στην πλειοψηφία τους ημίγλυκα. Σε συζήτηση με τους παραγωγούς έμαθα πως πέρα από την Νέα Υόρκη όπου το επίπεδο είναι πολύ πιο ανεβασμένο, η υπόλοιπη χώρα δεν καταναλώνει σχεδόν καθόλου ξηρά Riesling ή Gewurstraminer!

Στην κάβα του Black Olive
Το δεύτερο βράδυ μας στην Βαλτιμόρη δειπνίσαμε στο εξαιρετικό Black Olive του Δημήτρη Σπηλιάδη. Εκεί απολαύσαμε ελληνική κουζίνα με μπόλικα θαλασσινά συνοδεία με την Μηλιά του Τετράμυθου. Ένα Sauvignon Blanc από 1000 μέτρα υψόμετρο με καταπληκτικές οξύτητες που έδενε φανταστικά με το φαγητό μας. Ο Δημήτρης έχει κάνει καταπληκτική δουλειά στο μαγαζί του και έχει μία τεράστια λίστα κρασιών όπου ο Ελληνικός αμπελώνας κατέχει εξέχουσα θέση. Η καλαίσθητη και πλήρης κάβα του πάλι  φανερώνει το μεράκι και την αγάπη του για το κρασί και δείχνει πόσο σημαντικό το θεωρεί για την επιτυχία ενός εστιατορίου.

Αφήνοντας την Βαλτιμόρη με πολύ καλές εντυπώσεις, επιστρέψαμε στην Ουάσιγκτον. Μετά από μία άκρως επιτυχημένη παρουσίαση κρασιών στον επαγγελματικό οινικό κόσμο της πρωτεύουσας ακολούθησε δείπνο στο Cava Mezze. Το φαγητό παρόλο που είχε κάποιες ενδιαφέρουσες παραλλαγές της ελληνικής κυρίως κουζίνας, δε μας ενθουσίασε. Αυτό όμως που μετράει είναι πως στο μαγαζί γίνονταν χαμός από νεαρόκοσμο και δεν υπήρχε τραπέζι που να μην έχει πάνω φιάλη κρασί. Η λίστα κρασιών είναι μικρή, ευέλικτη και ευανάγνωστη ενώ η 50% έκπτωση κάθε δευτέρα σε όλες τις φιάλες, εκτοξεύει την κατανάλωση κρασιού και είναι μία σπουδαία ενέργεια για την προώθηση του.

Στο ίδιο μαγαζί ήπια για πρώτη φορά και μπύρα Indian Pale Ale, την λεγόμενη IPA. Μία καστανή μπύρα με μεγαλύτερη προσθήκη λυκίσκου από τις συνηθισμένες που κατά τον μύθο δημιουργήθηκε για να μπορεί να κρατήσει χωρίς να χαλάσει στο ταξίδι των Άγγλων στρατιωτών προς την Ινδία. Αρκετά έντονη γευστικά και με μεγάλη διάρκεια επίγευσης ήταν ότι ακριβώς χρειαζόμουν για να τελειώσω μία μέρα γεμάτη κρασί.

Την επόμενη μέρα στο Richmond, στην Βιρτζίνια, είχαμε το τραπέζι των οινοπαραγωγών όπου όλοι είχαμε φέρει τα κρασιά μας. Το φαγητό ήταν αρκετά μέτριο και το μόνο που ξεχώριζε ήταν το τρυφερότατο μοσχάρι Black Angus. Όσον αφορά το κρασί τώρα θα ανατρέξω σε όσα έγραψα παραπάνω για κρασιά παχιά βαριά και ασήκωτα. Έδωσα μία ακόμη ευκαιρία στο νεοκοσμίτικο στυλ να κερδίσει την συμπάθεια μου αλλά και πάλι δεν τα κατάφερε. Από ένα σημείο και μετά ένιωθα πως κάθε φιάλη έχει το ίδιο περιεχόμενο και μου κάνουν πλάκα. Μετά και από αυτήν την μαζική δοκιμή ισοπεδωμένων κρασιών ανατράπηκε πλήρως η καλή εικόνα που είχα σχηματίσει για τα κρασιά του νέου κόσμου έχοντας δοκιμάσει δυο τρεις καλές ετικέτες τον τελευταίο καιρό.

Αντιλήφθηκα έτσι, για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα, πως είμαι χωρίς αμφιβολία οπαδός του παλαιού κόσμου και δύσκολα ο νέος θα μου τραβήξει το ενδιαφέρον από εδώ και πέρα. Όχι πως δεν πήρα και πάλι φιάλες μαζί μου κατά την επιστροφή ή θα σταματήσω να δοκιμάζω κρασιά εκτός Ευρώπης. Απλά αυτήν την φορά νιώθω πεπεισμένος πως είναι πιο πιθανό ο νέος κόσμος να αλλάξει στυλ παρά εγώ να αλλάξω τα γούστα μου!