Η πρώτη μας επίσκεψη σε οινοποιείο στο Πιεμόντε ήταν βόρεια του Άστι, πενήντα περίπου χιλιόμετρα από την Άλμπα, στο χωριό Scurzolengo. Εκεί θα μας περίμενε η Nadia Verrua, μέλος της οικογένειας Tavijn. Μίας παλιάς αμπελουργικής οικογένειας που διατηρεί σήμερα ένα μικρό αλλά πολύ προσεγμένο οινοποιείο με παραγωγή κάτι λιγότερο από είκοσι χιλιάδες φιάλες.
Ξεκινήσαμε την ξενάγηση περπατώντας μέχρι τα αμπέλια που βρίσκονταν λίγα μέτρα πίσω από το οινοποιείο. Οι ποικιλίες που φυτεύονται σε αυτήν την περιοχή του Πιεμόντε είναι η Barbera, το Ruche, και το Grignolino. Οι δύο τελευταίες είναι καθαρά τοπικές και μετά από μία μικρή περίοδο απαξίωσης αρχίσουν να γνωρίζουν και πάλι ανοδική πορεία.
Στην Cascina Tavijn εφαρμόζεται βιολογική καλλιέργεια και ένα μεγάλο μέρος των εργασιών γίνεται χειρωνακτικά. Ακόμη και τα χόρτα ενδιάμεσα από τα κλήματα κόβονται με κοσά ή δρεπάνι! Δυστυχώς η περιοχή μαστίζεται από μία ασθένεια με το όνομα Flavescence Dorée και ακόμη δεν έχει βρεθεί κάποια λύση για την αντιμετώπισή της. Αποτέλεσμα αυτού είναι η πλειοψηφία των αμπελώνων να έχει χαμηλό μέσο όρο ηλικίας -δέκα με δεκαπέντε χρόνια- ενώ πριν περίπου μία εικοσαετία ο μέσος όρος της ηλικίας των αμπελώνων ξεπερνούσε τα εβδομήντα χρόνια.
Η Flavescence Dorée είναι μία βακτηριδιακή μόλυνση η οποία προκαλείται από ένα έντομο το οποίο την μεταφέρει από αμπελώνα σε αμπελώνα. Το έντομο αυτό ήρθε από την Βόρεια Αμερική κατά την διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου και μαζί με την φυλλοξήρα και τον περονόσπορο συμπληρώνει τον μακρύ κατάλογο των προβλημάτων που έχουν μεταφερθεί από την χώρα του θείου Σαμ στον Ευρωπαϊκό αμπελώνα. Σημαντικό ρόλο στην εξάπλωσή της παίζει επίσης η μείωση των φυσικών εχθρών του εντόμου που την μεταφέρει, με αποτέλεσμα η μετάδοσή της να γίνεται πιο γρήγορα.
Επιστρέφοντας στο οινοποιείο, είπαμε μερικά πράγματα για την οινοποίηση και περάσαμε στις δοκιμές. Ξεκινήσαμε με το Grignolino του 2011 το μόλις είχε θειωθεί ελαφρά προκειμένου να εμφιαλωθεί. Παρ'όλα αυτά κρατούσε πολύ καθαρό το φρούτο του, είχε απαλή οξύτητα και ελαφρά τανικό τελείωμα. Η πρώτη μας επαφή με την ποικιλία μας έδειχνε ένα κρασί εύκολο και απλό για καθημερινή χρήση.
Το Ruche του 2011 ήταν σαφώς πιο δομημένο, πιο πλούσιο αρωματικά και λίγο πιο δυνατό όσον αφορά το αλκοόλ. Σε κάθε περίπτωση όμως ήταν επίσης ένα ερυθρό για καθημερινή χρήση και όχι ένα ερυθρό παλαίωσης αν και μία μικρή παραμονή στην φιάλη φαντάζομαι πως θα το βελτίωνε αισθητά.
Η Barbera d'Asti ήταν το μόνο από τα τρία που χρειάζονταν αρκετό χρόνο παλαίωσης ώστε να μπορέσει να καταναλωθεί ευχάριστα. Αυτή του 2010 από την δεξαμενή είχε πολύ έντονη οξύτητα και μία ελαφρά πικράδα στο τελείωμα που χρειάζεται χρόνο για να αμβλυνθεί και να δώσει εάν σύνολο πιο ισορροπημένο.
Αμέσως μετά την Barbera κατεβήκαμε στο παλιό κελάρι του 1908 με τα μεγάλα σλοβένικα βαρέλια. Εκεί, κλείσαμε τις δοκιμές με ένα αθείωτο Grignolino, εσκεμμένα αναγωγικό ώστε να προστατεύεται από την οξείδωση. Η Νάντια, η οινοπαραγωγός, έδειχνε πολύ ενθουσιασμένη για αυτό και είχε πολύ μεγάλες προσδοκίες. Προτού το εμφιαλώσει βέβαια "στρώνει" το αναγωγικό του άρωμα κάνοντας τους απαραίτητους αερισμούς.
Με πολύ καλές εντυπώσεις, αφήσαμε το μικρό χωριουδάκι του Scurzolengo και κατευθυνθήκαμε προς το Asti το οποίο είναι μία μικρή πόλη, σχετικά όμορφη αλλά πολύ θορυβώδης για το μέγεθός της. Εκεί, επισκεφθήκαμε το κατάστημα τοπικής γαστρονομίας Eataly εφοδιαστήκαμε με τα απαραίτητα για ένα μικρό κολατσιό και χαλαρώσαμε στο πάρκο της πόλης. Χρειαζόμασταν μερικές ανάσες μέχρι να ξεκινήσουμε για τον επόμενο σταθμό μας που δεν ήταν άλλος από το θρυλικό Barbaresco!
Ξεκινήσαμε την ξενάγηση περπατώντας μέχρι τα αμπέλια που βρίσκονταν λίγα μέτρα πίσω από το οινοποιείο. Οι ποικιλίες που φυτεύονται σε αυτήν την περιοχή του Πιεμόντε είναι η Barbera, το Ruche, και το Grignolino. Οι δύο τελευταίες είναι καθαρά τοπικές και μετά από μία μικρή περίοδο απαξίωσης αρχίσουν να γνωρίζουν και πάλι ανοδική πορεία.
Στην Cascina Tavijn εφαρμόζεται βιολογική καλλιέργεια και ένα μεγάλο μέρος των εργασιών γίνεται χειρωνακτικά. Ακόμη και τα χόρτα ενδιάμεσα από τα κλήματα κόβονται με κοσά ή δρεπάνι! Δυστυχώς η περιοχή μαστίζεται από μία ασθένεια με το όνομα Flavescence Dorée και ακόμη δεν έχει βρεθεί κάποια λύση για την αντιμετώπισή της. Αποτέλεσμα αυτού είναι η πλειοψηφία των αμπελώνων να έχει χαμηλό μέσο όρο ηλικίας -δέκα με δεκαπέντε χρόνια- ενώ πριν περίπου μία εικοσαετία ο μέσος όρος της ηλικίας των αμπελώνων ξεπερνούσε τα εβδομήντα χρόνια.
Η Flavescence Dorée είναι μία βακτηριδιακή μόλυνση η οποία προκαλείται από ένα έντομο το οποίο την μεταφέρει από αμπελώνα σε αμπελώνα. Το έντομο αυτό ήρθε από την Βόρεια Αμερική κατά την διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου και μαζί με την φυλλοξήρα και τον περονόσπορο συμπληρώνει τον μακρύ κατάλογο των προβλημάτων που έχουν μεταφερθεί από την χώρα του θείου Σαμ στον Ευρωπαϊκό αμπελώνα. Σημαντικό ρόλο στην εξάπλωσή της παίζει επίσης η μείωση των φυσικών εχθρών του εντόμου που την μεταφέρει, με αποτέλεσμα η μετάδοσή της να γίνεται πιο γρήγορα.
Επιστρέφοντας στο οινοποιείο, είπαμε μερικά πράγματα για την οινοποίηση και περάσαμε στις δοκιμές. Ξεκινήσαμε με το Grignolino του 2011 το μόλις είχε θειωθεί ελαφρά προκειμένου να εμφιαλωθεί. Παρ'όλα αυτά κρατούσε πολύ καθαρό το φρούτο του, είχε απαλή οξύτητα και ελαφρά τανικό τελείωμα. Η πρώτη μας επαφή με την ποικιλία μας έδειχνε ένα κρασί εύκολο και απλό για καθημερινή χρήση.
Το Ruche του 2011 ήταν σαφώς πιο δομημένο, πιο πλούσιο αρωματικά και λίγο πιο δυνατό όσον αφορά το αλκοόλ. Σε κάθε περίπτωση όμως ήταν επίσης ένα ερυθρό για καθημερινή χρήση και όχι ένα ερυθρό παλαίωσης αν και μία μικρή παραμονή στην φιάλη φαντάζομαι πως θα το βελτίωνε αισθητά.
Η Barbera d'Asti ήταν το μόνο από τα τρία που χρειάζονταν αρκετό χρόνο παλαίωσης ώστε να μπορέσει να καταναλωθεί ευχάριστα. Αυτή του 2010 από την δεξαμενή είχε πολύ έντονη οξύτητα και μία ελαφρά πικράδα στο τελείωμα που χρειάζεται χρόνο για να αμβλυνθεί και να δώσει εάν σύνολο πιο ισορροπημένο.
Αμέσως μετά την Barbera κατεβήκαμε στο παλιό κελάρι του 1908 με τα μεγάλα σλοβένικα βαρέλια. Εκεί, κλείσαμε τις δοκιμές με ένα αθείωτο Grignolino, εσκεμμένα αναγωγικό ώστε να προστατεύεται από την οξείδωση. Η Νάντια, η οινοπαραγωγός, έδειχνε πολύ ενθουσιασμένη για αυτό και είχε πολύ μεγάλες προσδοκίες. Προτού το εμφιαλώσει βέβαια "στρώνει" το αναγωγικό του άρωμα κάνοντας τους απαραίτητους αερισμούς.
Με πολύ καλές εντυπώσεις, αφήσαμε το μικρό χωριουδάκι του Scurzolengo και κατευθυνθήκαμε προς το Asti το οποίο είναι μία μικρή πόλη, σχετικά όμορφη αλλά πολύ θορυβώδης για το μέγεθός της. Εκεί, επισκεφθήκαμε το κατάστημα τοπικής γαστρονομίας Eataly εφοδιαστήκαμε με τα απαραίτητα για ένα μικρό κολατσιό και χαλαρώσαμε στο πάρκο της πόλης. Χρειαζόμασταν μερικές ανάσες μέχρι να ξεκινήσουμε για τον επόμενο σταθμό μας που δεν ήταν άλλος από το θρυλικό Barbaresco!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου