Την δεύτερη μέρα μας στην Λοζάνη κατευθυνθήκαμε δυτικά, στην άλλη πλευρά της αμπελουργικής ζώνης του Vaud, στην λεγόμενη "La Côte". Η πρώτη μας επίσκεψη ήταν στο οινοποιείο Henri Cruchon στο Echichens. Στην πλατεία του χωριού μας περίμενε ο Raoul Cruchon ο οποίος με μεγάλη προθυμία μας ξενάγησε στους αμπελώνες και μας μίλησε για την φιλοσοφία του κτήματος, για το ιστορικό της περιοχής, το μικροκλίμα και την επιρροή του στους αμπελώνες.
Ας τα πάρουμε από την αρχή ξεκινώντας από το μικροκλίμα. Κάθε φορά που εμείς οι οινόφιλοι ακούμε το όνομα Ροδανός το μυαλό μας πάει στις δύο ομώνυμες κοιλάδες. Εκεί όπου κυριαρχεί η Syrah και τα μεγάλα cru όπως το Hermitage στα βόρεια ή το Chateauneuf du Pâpe στα νότια. Σπάνια όμως έρχεται στο μυαλό μας η κοιλάδα του Vaud η οποία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον μεγάλο γαλλικό ποταμό που πηγάζει στην Ελβετία. Τα πάντα ξεκινάνε κάπου στις Άλπεις σε υψόμετρο τριών χιλιάδων μέτρων. Εκεί, ο ανοιξιάτικος ήλιος λιώνει κάθε χρόνο ένα μέρος από τα δεκαεπτά τετραγωνικά χιλιόμετρα του μεγάλου παγετώνα του Ροδανού, τον υγροποιεί και δημιουργεί το ομώνυμο ποτάμι που κατηφορίζει μέχρι την λίμνη Λε Μαν. Στην συνέχεια ο ποταμός φεύγει κάπου από το ύψος της Γενεύης διασχίζει τις δύο μεγάλες κοιλάδες και τελικά χύνεται στην μεσόγειο δημιουργώντας τον υπέροχο υδροβιότοπο της Camargue κοντά στην Μασσαλία.
Η λίμνη Λε Μαν επιδρά στην διατήρηση ομαλών θερμοκρασιών σε όλη την περιοχή που βρίσκεται τριγύρω της. Πρόκειται για μία τεράστια μάζα νερού συνολικού μεγέθους 83 κυβικών χιλιομέτρων που κρατάει ζεστή την ατμόσφαιρα το χειμώνα και δροσερή το καλοκαίρι προστατεύοντας τους αμπελώνες από ακραία φαινόμενα.
Η αμπελοκαλλιέργεια στην περιοχή αναπτύχθηκε χάρη στους Ρωμαίους οι οποίοι έμαθαν στους ντόπιους πως να καλλιεργούν το αμπέλι και να παράγουν κρασί. Σύμφωνα με τον παραγωγό, η περιοχή είχε από τότε διάφορες ποικιλίες σταφυλιών. Σε συνδυασμό με διάφορες διασταυρώσεις ποικιλιών με τις οποίες πειραματίστηκαν οι Ελβετοί κατά την διάρκεια των χρόνων ο Αλπικός τομέας θεωρείται σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα ποικιλιακά θησαυροφυλάκια του οινικού κόσμου.
Οι οικογένεια Ανρί Κρουσόν κατέχει 420 στρέμματα αμπελώνων και η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων. Γύρω στα 240 στρέμματα καλλιεργούνται βιοδυναμικά τα τελευταία έντεκα χρόνια και κάθε χρόνο γίνεται μετατροπή όλο και περισσότερων εκτάσεων. Συνολικά έχουν φυτευτεί δεκαπέντε διαφορετικές ποικιλίες οι οποίες δίνουν τριανταέξι διαφορετικές ετικέτες! Ο Ραούλ μας εξηγεί πως στόχος τους είναι να αναδεικνύουν τον ξεχωριστό χαρακτήρα του κάθε terroir και για να γίνει αυτό αποφεύγουν τα χαρμάνια και οινοποιούν κάθε αμπελοτεμάχιο ξεχωριστά. Μόνο για το Chasselas υπάρχουν εννιά διαφορετικές ετικέτες! Έτσι δίνεται έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε υποπεριοχής και όχι στην ποικιλία αποκλειστικά. Ότι δηλαδή συμβαίνει στην Βουργουνδία, το Πιεμόντε και τις άλλες σπουδαίες οινοπαραγωγικές περιοχές του κόσμου.
Επιστρέφοντας από τον περίπατό μας στους αμπελώνες, καθίσαμε στον καλαίσθητο χώρο δοκιμών του οινοποιείου όπου παρέα με τον οινοπαραγωγό, τον κύριο Ζησιάδη και τον τυροκόμο Ζακ Ντουτβελέρ δοκιμάσαμε μερικές από τις ετικέτες του κτήματος. Τα Chasselas με τα οποία και ξεκινήσαμε χαρακτηρίζονταν από απαλή γεύση και ήταν ευκολόπιοτα και ευχάριστα. Η διαφορά που υπήρχε όσο δοκιμάζαμε άλλα αμπελοτεμάχια είναι πως κάποια από αυτά υπερτερούσαν σε γευστική διάρκεια αλλά και οξύτητα. Να σημειώσω εδώ πως σε όλα τα κρασιά πραγματοποιείται μηλογαλακτική ζύμωση με σκοπό να αμβλυνθούν οι έντονες οξύτητες. Μετά τα Chasselas περάσαμε σε ένα ωραίο νευρώδες Σαρτονέ και ένα αρωματικό Viogner και τέλος στην τοπική ποικιλία Altesse.
Η συγκεκριμένη φέρεται να ανήκει στην ίδια οικογένεια με την Rousanne ενώ η wikipedia αναφέρει πως την είχε φέρει από την Κύπρο ένας δούκας του Σαβόι. Η μύτη χαρακτηρίζεται από πολύ καθαρό φρούτο και έντονα αρώματα γκρέιπφρουτ ενώ το στόμα είναι αρκετά γεμάτο, με πολύ καλές οξύτητες και μεγάλη γευστική διάρκεια.
Κάπου εκεί εμφανίστηκε και η φουρνάρισσα του χωριού η οποία μας πρόσφερε έναν μεζέ από πατέ τυλιγμένο σε σφολιάτα που μόλις είχε ψήσει και ταίριαζε υπέροχα με τα κόκκινα που ακολουθούσαν στην γευστική δοκιμή. Δοκιμάσαμε πρώτο το Servagnin με το πολύ έντονο άρωμα Cassis. Πρόκειται για κλώνο του Pinot Noir που μεταφέρθηκε από την Γαλλία στην κοιλάδα του Vaud πριν εξακόσια χρόνια και σήμερα έχει χαθεί στην χώρα προέλευσής του. Αποτέλεσμα αυτού είναι το Servagnin να μην μοιάζει παρά ελάχιστα με το Pinot Noir και να δίνει ένα πολύ ξεχωριστό προϊόν.
Ακολούθησαν δύο τρία ακόμη κόκκινα και τέλος το Gamaret. Μία διασταύρωση του γνωστού μας Gamay με το λευκό Reichensteiner που με την σειρά του προέρχεται από μία σειρά διασταυρώσεων του γερμανικού ινστιτούτου με το όνομα σιδηρόδρομο: "Institut fur Rebenzuchtung und Rebenveredlung der Hessischen Forschungsanstalt fur Weinbau, Gartenbau, Getranketechnologie und Landespflege". Πιο θερμό αρωματικά από όλα τα υπόλοιπα αλλά και αρκετά πολύπλοκο με βοτανικές αλλά και μπαχαρένιες νότες και πολύ καλή ισορροπία οξύτητας τανινών ήταν ίσως το καλύτερο της σειράς.
Τελειώνοντας τις δοκιμές και προτού περάσουμε στην οικία Cruchon όπου η οικογένεια του παραγωγού μας είχε καλέσει σε γεύμα, κάναμε μία συζήτηση σχετικά με το τυρί με τον τυροκόμο της παρέας. Ο Jacques Duttweiler που σύμφωνα με τον κύριο Ζησιάδη θεωρείται ο άρχοντας των τυριών της Ελβετίας μας μίλησε για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει με το να εμπορευτεί ελληνικά τυριά αλλά και την ανησυχία του για την οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί υποχρεωτικής παστερίωσης όλων των τυριών. Υπενθυμίζω πως οι Γάλλοι έκαναν μία τιτάνια προσπάθεια και κατάφεραν να πετύχουν την ακύρωση του νόμου όσον αφορά την χώρα τους, επικαλούμενοι την ισοπέδωση των γεύσεων και την διάσωση της γαστρονομικής τους κληρονομιάς.
Είναι προφανές πως οι μεγάλες βιομηχανίες τυριού δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν γάλα της ίδιας ποιότητας με αυτό των μικρών παραγωγών και αναγκάζονται να το παστεριώσουν προκειμένου να αποφευχθούν βακτηριδιακές μολύνσεις. Με την παστερίωση όμως χάνουν όλη την γεύση του τυριού και κάθε τύπος τυριού τείνει να μοιάζει το ίδιο ακριβώς. Από την άλλη πλευρά, οι μικροί τοπικοί παραγωγοί της κάθε περιοχής παράγουν τυριά πιο γευστικά που αποτυπώνουν στο ακέραιο τον γευστικό χαρακτήρα της ζώνης παραγωγής τους. Αυτό συμβαίνει επειδή η ποιότητα του γάλακτος που χρησιμοποιείται είναι πολύ καλύτερη και έτσι αποφεύγεται η παστερίωση που στερεί όλο τον γευστικό πλούτο του τελικού προϊόντος. Ο νόμος της ευρωπαϊκής ένωσης περί υποχρεωτικής παστερίωσης είναι απλά μία τεράστια βοήθεια στις μεγάλες βιομηχανίες που "κινούν τα νήματα" και τις βοηθάει να εξισώσουν τα άνοστα και πλαστικοποιημένα τυριά τους με τα θεσπέσια τυριά των κατά τόπους μερακλήδων τυροκόμων!
Το παράδοξο μάλιστα είναι πως ειδικά στην Ελβετία, για να δημιουργήσουν το περίφημο emmental χρησιμοποιούν πλέον ειδικές καλλιέργειες βακτηριδίων που έχουν μοναδικό σκοπό να δημιουργούν της περίφημες τρύπες! Όπως μάλιστα τονίζει και ο ειδικός της παρέας μας, σε λίγο καιρό ο κόσμος θα σταματήσει να τρώει τυρί γιατί εφόσον τα ένζυμα θα είναι εξοντωμένα από την παστερίωση, το τυρί όχι απλά θα χάσει τον ρόλο του ως χωνευτικό αλλά θα προκαλεί πλέον και προβλήματα δυσπεψίας στα ευαίσθητα στομάχια!
Το θέμα επί ελληνικού εδάφους έχει περάσει στα ψιλά και ψάχνοντας στο διαδίκτυο δεν βρήκα κάποιο σχετικό άρθρο. Έχω όμως την εμπειρία του τοπικού μας μπάτζου -εδώ τον λέμε μπάτσο- που θυμίζει όλο και περισσότερο σκληρή κεφαλογραβιέρα παρά αυτό που πραγματικά είναι και φυσικά την ομολογία τοπικού εστιάτορα που με στεναχώρησε πάρα πολύ όταν μου είπε "μπορώ να έχω ότι αηδιαστικό υποκατάστατο τυριού θέλω και να το πουλάω για τυρί αλλά αν με βρούνε με μη-παστεριωμένο μπάτσο την έχω πολύ άσχημα!" Θλιβερό αλλά αληθινό.
Ζήτω η παρανομία λοιπόν! Ζήτω η απανταχού ανυπότακτοι τυροκόμοι! Ζήτω όσοι διακινδυνεύουν για να σώσουν την ιστορία του τόπου τους και την γαστρονομική τους κληρονομιά! Κάτω τα παστεριωμένα, φιλτραρισμένα, ραφιναρισμένα και λοιπά σακατεμένα από την επεξεργασία προϊόντα!
υ.γ. Φυσικά υπάρχουν και περιπτώσεις που η παστερίωση ή άλλη επεξεργασία κρίνεται απαραίτητη. Για όσους δεν το γνωρίζουν έχω τελειώσει το λύκειο με ειδικότητα τεχνολογίας τροφίμων στην Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή και γνωρίζω πολύ καλά που βρίσκονται τα όρια αυτού που αποκαλούμε "φυσικό" και αυτού που καταντάει "βλαβερό".
Ο Ροδανός ως παγετώνας |
Η λίμνη Λε Μαν επιδρά στην διατήρηση ομαλών θερμοκρασιών σε όλη την περιοχή που βρίσκεται τριγύρω της. Πρόκειται για μία τεράστια μάζα νερού συνολικού μεγέθους 83 κυβικών χιλιομέτρων που κρατάει ζεστή την ατμόσφαιρα το χειμώνα και δροσερή το καλοκαίρι προστατεύοντας τους αμπελώνες από ακραία φαινόμενα.
Η αμπελοκαλλιέργεια στην περιοχή αναπτύχθηκε χάρη στους Ρωμαίους οι οποίοι έμαθαν στους ντόπιους πως να καλλιεργούν το αμπέλι και να παράγουν κρασί. Σύμφωνα με τον παραγωγό, η περιοχή είχε από τότε διάφορες ποικιλίες σταφυλιών. Σε συνδυασμό με διάφορες διασταυρώσεις ποικιλιών με τις οποίες πειραματίστηκαν οι Ελβετοί κατά την διάρκεια των χρόνων ο Αλπικός τομέας θεωρείται σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα ποικιλιακά θησαυροφυλάκια του οινικού κόσμου.
Οι οικογένεια Ανρί Κρουσόν κατέχει 420 στρέμματα αμπελώνων και η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων. Γύρω στα 240 στρέμματα καλλιεργούνται βιοδυναμικά τα τελευταία έντεκα χρόνια και κάθε χρόνο γίνεται μετατροπή όλο και περισσότερων εκτάσεων. Συνολικά έχουν φυτευτεί δεκαπέντε διαφορετικές ποικιλίες οι οποίες δίνουν τριανταέξι διαφορετικές ετικέτες! Ο Ραούλ μας εξηγεί πως στόχος τους είναι να αναδεικνύουν τον ξεχωριστό χαρακτήρα του κάθε terroir και για να γίνει αυτό αποφεύγουν τα χαρμάνια και οινοποιούν κάθε αμπελοτεμάχιο ξεχωριστά. Μόνο για το Chasselas υπάρχουν εννιά διαφορετικές ετικέτες! Έτσι δίνεται έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε υποπεριοχής και όχι στην ποικιλία αποκλειστικά. Ότι δηλαδή συμβαίνει στην Βουργουνδία, το Πιεμόντε και τις άλλες σπουδαίες οινοπαραγωγικές περιοχές του κόσμου.
Επιστρέφοντας από τον περίπατό μας στους αμπελώνες, καθίσαμε στον καλαίσθητο χώρο δοκιμών του οινοποιείου όπου παρέα με τον οινοπαραγωγό, τον κύριο Ζησιάδη και τον τυροκόμο Ζακ Ντουτβελέρ δοκιμάσαμε μερικές από τις ετικέτες του κτήματος. Τα Chasselas με τα οποία και ξεκινήσαμε χαρακτηρίζονταν από απαλή γεύση και ήταν ευκολόπιοτα και ευχάριστα. Η διαφορά που υπήρχε όσο δοκιμάζαμε άλλα αμπελοτεμάχια είναι πως κάποια από αυτά υπερτερούσαν σε γευστική διάρκεια αλλά και οξύτητα. Να σημειώσω εδώ πως σε όλα τα κρασιά πραγματοποιείται μηλογαλακτική ζύμωση με σκοπό να αμβλυνθούν οι έντονες οξύτητες. Μετά τα Chasselas περάσαμε σε ένα ωραίο νευρώδες Σαρτονέ και ένα αρωματικό Viogner και τέλος στην τοπική ποικιλία Altesse.
Η συγκεκριμένη φέρεται να ανήκει στην ίδια οικογένεια με την Rousanne ενώ η wikipedia αναφέρει πως την είχε φέρει από την Κύπρο ένας δούκας του Σαβόι. Η μύτη χαρακτηρίζεται από πολύ καθαρό φρούτο και έντονα αρώματα γκρέιπφρουτ ενώ το στόμα είναι αρκετά γεμάτο, με πολύ καλές οξύτητες και μεγάλη γευστική διάρκεια.
Κάπου εκεί εμφανίστηκε και η φουρνάρισσα του χωριού η οποία μας πρόσφερε έναν μεζέ από πατέ τυλιγμένο σε σφολιάτα που μόλις είχε ψήσει και ταίριαζε υπέροχα με τα κόκκινα που ακολουθούσαν στην γευστική δοκιμή. Δοκιμάσαμε πρώτο το Servagnin με το πολύ έντονο άρωμα Cassis. Πρόκειται για κλώνο του Pinot Noir που μεταφέρθηκε από την Γαλλία στην κοιλάδα του Vaud πριν εξακόσια χρόνια και σήμερα έχει χαθεί στην χώρα προέλευσής του. Αποτέλεσμα αυτού είναι το Servagnin να μην μοιάζει παρά ελάχιστα με το Pinot Noir και να δίνει ένα πολύ ξεχωριστό προϊόν.
Ακολούθησαν δύο τρία ακόμη κόκκινα και τέλος το Gamaret. Μία διασταύρωση του γνωστού μας Gamay με το λευκό Reichensteiner που με την σειρά του προέρχεται από μία σειρά διασταυρώσεων του γερμανικού ινστιτούτου με το όνομα σιδηρόδρομο: "Institut fur Rebenzuchtung und Rebenveredlung der Hessischen Forschungsanstalt fur Weinbau, Gartenbau, Getranketechnologie und Landespflege". Πιο θερμό αρωματικά από όλα τα υπόλοιπα αλλά και αρκετά πολύπλοκο με βοτανικές αλλά και μπαχαρένιες νότες και πολύ καλή ισορροπία οξύτητας τανινών ήταν ίσως το καλύτερο της σειράς.
Τελειώνοντας τις δοκιμές και προτού περάσουμε στην οικία Cruchon όπου η οικογένεια του παραγωγού μας είχε καλέσει σε γεύμα, κάναμε μία συζήτηση σχετικά με το τυρί με τον τυροκόμο της παρέας. Ο Jacques Duttweiler που σύμφωνα με τον κύριο Ζησιάδη θεωρείται ο άρχοντας των τυριών της Ελβετίας μας μίλησε για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει με το να εμπορευτεί ελληνικά τυριά αλλά και την ανησυχία του για την οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί υποχρεωτικής παστερίωσης όλων των τυριών. Υπενθυμίζω πως οι Γάλλοι έκαναν μία τιτάνια προσπάθεια και κατάφεραν να πετύχουν την ακύρωση του νόμου όσον αφορά την χώρα τους, επικαλούμενοι την ισοπέδωση των γεύσεων και την διάσωση της γαστρονομικής τους κληρονομιάς.
Είναι προφανές πως οι μεγάλες βιομηχανίες τυριού δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν γάλα της ίδιας ποιότητας με αυτό των μικρών παραγωγών και αναγκάζονται να το παστεριώσουν προκειμένου να αποφευχθούν βακτηριδιακές μολύνσεις. Με την παστερίωση όμως χάνουν όλη την γεύση του τυριού και κάθε τύπος τυριού τείνει να μοιάζει το ίδιο ακριβώς. Από την άλλη πλευρά, οι μικροί τοπικοί παραγωγοί της κάθε περιοχής παράγουν τυριά πιο γευστικά που αποτυπώνουν στο ακέραιο τον γευστικό χαρακτήρα της ζώνης παραγωγής τους. Αυτό συμβαίνει επειδή η ποιότητα του γάλακτος που χρησιμοποιείται είναι πολύ καλύτερη και έτσι αποφεύγεται η παστερίωση που στερεί όλο τον γευστικό πλούτο του τελικού προϊόντος. Ο νόμος της ευρωπαϊκής ένωσης περί υποχρεωτικής παστερίωσης είναι απλά μία τεράστια βοήθεια στις μεγάλες βιομηχανίες που "κινούν τα νήματα" και τις βοηθάει να εξισώσουν τα άνοστα και πλαστικοποιημένα τυριά τους με τα θεσπέσια τυριά των κατά τόπους μερακλήδων τυροκόμων!
Το παράδοξο μάλιστα είναι πως ειδικά στην Ελβετία, για να δημιουργήσουν το περίφημο emmental χρησιμοποιούν πλέον ειδικές καλλιέργειες βακτηριδίων που έχουν μοναδικό σκοπό να δημιουργούν της περίφημες τρύπες! Όπως μάλιστα τονίζει και ο ειδικός της παρέας μας, σε λίγο καιρό ο κόσμος θα σταματήσει να τρώει τυρί γιατί εφόσον τα ένζυμα θα είναι εξοντωμένα από την παστερίωση, το τυρί όχι απλά θα χάσει τον ρόλο του ως χωνευτικό αλλά θα προκαλεί πλέον και προβλήματα δυσπεψίας στα ευαίσθητα στομάχια!
Το θέμα επί ελληνικού εδάφους έχει περάσει στα ψιλά και ψάχνοντας στο διαδίκτυο δεν βρήκα κάποιο σχετικό άρθρο. Έχω όμως την εμπειρία του τοπικού μας μπάτζου -εδώ τον λέμε μπάτσο- που θυμίζει όλο και περισσότερο σκληρή κεφαλογραβιέρα παρά αυτό που πραγματικά είναι και φυσικά την ομολογία τοπικού εστιάτορα που με στεναχώρησε πάρα πολύ όταν μου είπε "μπορώ να έχω ότι αηδιαστικό υποκατάστατο τυριού θέλω και να το πουλάω για τυρί αλλά αν με βρούνε με μη-παστεριωμένο μπάτσο την έχω πολύ άσχημα!" Θλιβερό αλλά αληθινό.
Ζήτω η παρανομία λοιπόν! Ζήτω η απανταχού ανυπότακτοι τυροκόμοι! Ζήτω όσοι διακινδυνεύουν για να σώσουν την ιστορία του τόπου τους και την γαστρονομική τους κληρονομιά! Κάτω τα παστεριωμένα, φιλτραρισμένα, ραφιναρισμένα και λοιπά σακατεμένα από την επεξεργασία προϊόντα!
υ.γ. Φυσικά υπάρχουν και περιπτώσεις που η παστερίωση ή άλλη επεξεργασία κρίνεται απαραίτητη. Για όσους δεν το γνωρίζουν έχω τελειώσει το λύκειο με ειδικότητα τεχνολογίας τροφίμων στην Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή και γνωρίζω πολύ καλά που βρίσκονται τα όρια αυτού που αποκαλούμε "φυσικό" και αυτού που καταντάει "βλαβερό".
2 σχόλια:
Καιρος ηταν να αρχισουμε να μιλαμε για βιοδυναμικα τυροκομεια...
Δεν είναι και λίγες οι βιοδυναμικές φάρμες που το κάνουν ήδη αυτό σε Γαλλία, Ελβετία, Γερμανία και αρκετές ακόμη χώρες...
Δημοσίευση σχολίου