Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Gourmet φινάλε στο Τορίνο!

Επιστρέφοντας στο Τορίνο κρατούσαμε μαζί μας όλες τις όμορφες εικόνες από τις στιγμές στους αμπελώνες του Πιεμόντε και τις απέραντες εκτάσεις φυτεμένες με Nebbiolo. Οι γαστριμαργικές μας συγκινήσεις όμως δεν θα σταματούσαν στα όσα γευτήκαμε στην επαρχία αφού το Τορίνο διατηρεί έντονα το γαστρονομικό στίγμα της ευρύτερης περιοχής. Χάρη στο έργο της Slow Food όλα αυτά τα χρόνια, η τοπικότητα και η εποχικότητα των προϊόντων πρωταγωνιστούν σε κάθε πιάτο που θα φάει κανείς στην πόλη αυτήν του ιταλικού Βορρά.

Ένα από τα εστιατόρια που προτείνει μάλιστα η Slow Food είναι το "Consorzio" που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και είναι "must" προορισμός για τους λάτρεις της τοπικής κουζίνας και των "φυσικών" κρασιών. Είναι ένα μικρό σχετικά μαγαζάκι με δύο δωμάτια που το κάθε ένα έχει μερικά μικρά τραπεζάκια.

Εκεί η συνοδοιπόρος Μαρία έκανε την πρώτη της επαφή με το ωμό κρέας. Αφού μας καλωσόρισαν με ένα ποτό βασισμένο στο καμπάρι, επιλέξαμε το κρασί και περάσαμε στα πρώτα πιάτα. Η Μαρία λοιπόν επέλεξε μία τριπλέτα ωμών κρεάτων, εξαιρετικά σιτεμένων και με συνοδεία ελαιολάδου και φρεσκοτριμμένου πιπεριού. Το ταρτάρ είχε φυσικά τα δικά του μπαχαρικά αλλά το μοσχαρίσιο μπούτι και το μοσχαράκι γάλακτος είχαν από μόνα τους τόση γεύση που δεν χρειαζόταν τίποτα παραπάνω. Περιττό να πω πως από την μέρα εκείνη το καλά σιτεμένο ωμό κρέας κέρδισε έναν ακόμη φανατικό οπαδό! Εξίσου νόστιμη ήταν και η πάπια με σάλτσα από εσπεριδοειδή και λεμονόχορτο ενώ αρκετά ιδιαίτερα ήταν τα ραβιόλι με γλώσσα και σάλτσα από βότανα εποχής.

Όλα αυτά συνοδεία με ένα καταπληκτικό Barolo που συνδύαζε τον δυναμισμό των κρασιών της κατηγορίας αυτής με την φρεσκάδα που έχουν απλούστερα κρασιά που είναι φτιαγμένα για να καταναλώνονται σε μεγαλύτερες ποσότητες. Στην μύτη έκανε ένα υπέροχο παιχνίδισμα ζωικών και γήινων αρωμάτων που πλαισιώνονταν από πολύ ωραίο φρούτο. Στο στόμα η δαντελωτή τανίνη του συνδυάζονταν εξαιρετικά με τις ντελικάτες γεύσεις και απογείωνε όλα τα πιάτα. Πολύ καλές ήταν και οι επιλογές που υπήρχαν σε ποτήρι με μερικά από τα κορυφαία ονόματα στον χώρο της εναλλακτικής οινοποίησης να φιγουράρουν στον αντίστοιχο πίνακα.

Το γεύμα τελείωσε με δύο θεϊκά γλυκά. Σορμπέ μήλο-τζίντζερ  και τάρτα σοκολάτα-φουντούκι συνοδευόμενα με Μοσχάτο Chinato και Barbaresco Chinato αντίστοιχα δημιουργώντας ηδονικούς συνδυασμούς. Θυμίζω πως το Chinato είναι ένα είδος Vermouth, δηλαδή κρασί που έμεινε για μερικές εβδομάδες με αρωματικά φυτά και ενισχύθηκε με αλκόολ φτάνοντας περίπου στο 16 με 18% οινόπνευμα.

Δε θα μπορούσαμε φυσικά να αφήσουμε το Τορίνο χωρίς να κάναμε μία επίσκεψη στην Μέκκα των γεύσεων, στο κατάστημα Eataly. Εκεί μπορεί κανείς να βρει διατροφικά προϊόντα κορυφαίας ποιότητας και παραγόμενα με προδιαγραφές που δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον και στηρίζουν την βιοποικιλότητα. Αφού περιηγηθήκαμε για αρκετή ώρα σε όλους τους χώρους καταλήξαμε στον φούρνο όπου παράλληλα με την παρασκευή αρτοσκευασμάτων λειτουργεί και μπαρ-εστιατόριο με ζυμαρικά και πίτσες.

Εκεί δοκιμάσαμε την λαχταριστή πίτσα "Buffala" με αυθεντική mozzarella βούβαλου και συνοδεία την μπύρα Super Baladin της ομώνυμης μικροζυθοποιίας της περιοχής. Μία Ιταλική μπύρα με βέλγικο στυλ, αρκετά απαλή γευστικά παρά το 8% αλκόολ που περιέχει. Αρωματικά θύμιζε έντονα λευκό κρασί με έντονα αρώματα βερίκοκου αλλά και ωραία αρώματα μπαχαρικών που φανέρωναν χρήση αρκετά ποιοτικού λυκίσκου.

Αυτό ήταν και το τελευταίο γεύμα μας σε έναν μεγάλο οινο-γαστρονομικό μαραθώνιο που κράτησε περίπου τρεις εβδομάδες. Ξεκινώντας από την Ελβετία, συνεχίσαμε στην Γαλλία για να καταλήξουμε στο Πιεμόντε σε ένα ταξίδι γεμάτο υπέροχους γαστριμαργικούς σταθμούς. Η ώρα της επιστροφής είχε έρθει...

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Οι Fratelli και τα φουντουκόμελα!

Βόρεια του Barolo και λίγο μετά την La Morra, βρίσκεται το χωριουδάκι Verduno. Ένα μικρό γραφικό χωριουδάκι από το φυσικό μπαλκόνι του οποίου μπορεί κανείς να διακρίνει μεγάλο μέρος των μυθικών αμπελώνων του Πιεμόντε όπως το Barbaresco και το Monferato. Στο ίδιο μέρος είχα βρεθεί και δυόμισι χρόνια πριν όταν επισκέφθηκα το εξαιρετικό Castelo di Verduno και είχα κρατήσει πολύ καλές αναμνήσεις. Αυτήν την φορά θα συναντούσαμε τον Vittorio, τον ένα εκ των δύο Fratelli Alessandria με σκοπό να επισκεφτούμε το ομώνυμο ιστορικό οινοποιείο.

Περπατώντας μέχρι την βόρεια άκρη του χωριού φτάσαμε στο πανέμορφο κτίριο του 18ου αιώνα όπου βρίσκονται οι χώροι παραγωγής αλλά και η κατοικία της οικογένειας Alessandria. Αφού θαυμάσαμε για λίγο την θέα κατεβήκαμε στον μικρό χώρο δοκιμών που ήταν ένα παλιό δωμάτιο διακοσμημένο με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ιδιαίτερα ζεστό και φιλόξενο. Στο ίδιο δωμάτιο βρίσκονταν και το πέρασμα για το υπόγειο κελάρι το οποίο αντιληφθήκαμε πολύ μετά από την στιγμή που κάτσαμε αφού ήταν καμουφλαρισμένο σαν κάποιο μυστικό πέρασμα.

Οι "fratelli" καλλιεργούν συνολικά εκατόν σαράντα στρέμματα γης παράγοντας μέσο όρο 75.000 φιάλες το χρόνο με το ένα τρίτο της συνολικής παραγωγής να είναι Barolo. Ο Vittorio είναι η πέμπτη γενιά οινοπαραγωγών και το οινοποιείο αγοράστηκε από την οικογένεια το 1870. Μέχρι τότε στέγαζε ένα εξίσου σπουδαίο οινοπαραγωγό ο οποίος μάλιστα είχε κερδίσει και δύο μεγάλες διακρίσεις σε διαγωνισμό το 1843.

Ξεκινήσαμε τις δοκιμές με το λευκό του κτήματος από την τοπική ποικιλία favorita. Ένα αρκετά καλό λευκό με αρκετό σώμα και καλή οξύτητα χωρίς όμως να προσφέρει το συναίσθημα της ανακάλυψης μίας καινούριας ποικιλίας. Μέχρι τότε αγνοούσα την ύπαρξη αυτού του λευκού DOC* από το Langhe και περίμενα μάλλον κάτι πιο ξεχωριστό.

Από τα κόκκινα πρώτο δοκιμάσαμε το Langhe Nebbiolo. Αρκετά ευχάριστο αρωματικά, απλό κρασί σε γενικές γραμμές με δυναμικό τελείωμα χαρακτηριστικό της ποικιλίας. Ότι έπρεπε για να "ζεσταθούμε" λιγάκι και να προετοιμάσουμε τους ουρανίσκους μας για τα Barolo που θα έπαιρναν σειρά αμέσως μετά.

Το πρώτο μεγάλο Nebbiolo της σειράς -ένα απλό Barolo- ήταν αρκετά σφιγμένο αρωματικά αλλά μας κέρδισε με την εξαιρετική του οξύτητα και την καταπληκτική τανική δομή του. Ακολούθησαν τα Barolo από τα αμπελοτόπια San Lorenzo και Gramolere με το πρώτο να είναι αρκετά εκφραστικό αρωματικά και το δεύτερο να δίνει μία θερμή αίσθηση και να ξεφεύγει αρκετά σε χαρακτήρα από όλα τα υπόλοιπα.

Κορυφαίο της σειράς το Barolo Monvigliero που με το εκπληκτικό, γεμάτο στόμα του και την ατέλειωτη διάρκεια του μας βοήθησε να κλείσουμε τις δοκιμές κρατώντας τα αρώματα του Nebbiolo να γαργαλάνε τον ουρανίσκο μας.

Την επόμενη μέρα το πρωί αφήσαμε το cinquecento μας πίσω στο γραφείο ενοικίασης και προτού πάρουμε το τραίνο για Τορίνο κάναμε μερικές βόλτες στην λαϊκή αγορά της Alba. Υπενθυμίζω πως η περιοχή γύρω από την Άλμπα πέρα από το κρασί φημίζεται και για τα φουντούκια της.
Χαρακτηριστικό της πόλης εξάλλου είναι και η έντονη μυρωδιά από πραλίνα που αναδύεται από τα εργοστάσια της Ferrero και πλημμυρίζει όλη την περιοχή!
Το καλύτερο προϊόν πάντως είναι το παραδοσιακό nocciomiele. Το φουντουκόμελο δηλαδή  που γίνεται από μέλι -συνήθως ακακίας- και πραλίνα φουντουκιού. Κάποιοι παραγωγοί μάλιστα χρησιμοποιούν και ένα μικρό ποσοστό κακάο ενώ λιγότερο ποιοτικά είναι τα nocciomiele που περιέχουν και ηλιέλαιο. Αν όμως πέσετε σε καλό παραγωγό με δικό του μέλι και φουντούκια και σας αρέσουν τα "μερεντοειδή" τότε το "φουντουκόμελο" θα σας ξετρελάνει!
Αφού λοιπόν εφοδιαστήκαμε με μερικά βαζάκια από την γλυκιά αυτή λιχουδιά πήραμε το τραίνο για Τορίνο. Ένα γεμάτο τριήμερο στους αμπελώνες του Πιεμόντε έφτανε στο τέλος του. Οι οινο-γαστρονομικές μας περιπέτειες όμως δεν θα σταματούσαν εκεί αφού στην πόλη του Τορίνο μας περίμεναν άλλου είδους γαστριμαργικές συγκινήσεις!

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

La Spinetta: Με έμβλημα τον Ρινόκερο...

Η επόμενη οινική ημέρα στο Πιεμόντε μας βρήκε βορειοανατολικά της Άλμπα, να ψάχνουμε για το φημισμένο οινοποιείο "La Spinetta" της οικογένειας Rivetti. Είχαμε στα χέρια μας ένα σχεδιάγραμμα σχετικά με το πως θα φτάσουμε εκεί αλλά ανεβαίνοντας τον ομώνυμο λόφο μας δόθηκε η εντύπωση πως είχαμε χαθεί. Σταματήσαμε στο πρώτο σημείο που είδαμε αυτοκίνητα με σκοπό να ζητήσουμε πληροφορίες και τότε αντικρίσαμε μπροστά μας μία μικροσκοπική πινακίδα όπου έγραφε το όνομα του οινοποιείου που ψάχναμε!

H οικογένεια Rivetti βρίσκει της ρίζες της κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα αλλά η επιθυμία για την δημιουργία μίας οινικής επιχείρησης πραγματοποιείται το 1977 με την ίδρυση του οινοποιείου στο Castagnole Lanze από τον Giuseppe "Pin" Rivetti. Οινοποιώντας αρχικά μόνο Μοσχάτο παράγουν το πρώτο τους ερυθρό το 1985 για να φτάσουν μέχρι το 2000 να παράγουν Barbaresco και Barolo ενώ από το 2008 ολοκληρώθηκε και το οινοποιείο στην Τοσκάνη όπου παράγεται αποκλειστικά Sangiovese αλλά και ελαιόλαδο.

Στον χώρο υποδοχής μας περίμενε ο Στέφανο που είναι ένας εκ των δύο βασικών οινολόγων στο οινοποιείο του Castagnole Lanze - ο άλλος είναι ο ίδιος ο ιδιοκτήτης. Μαζί με ένα γκρουπ από οκτώ Αυστριακούς και Ελβετούς οπαδούς του κτήματος που είχαν "κατέβει για ψώνια" ξεκινήσαμε την ξενάγηση. Οι χώροι της οινοποίησης ήταν εξοπλισμένοι με μοντέρνα και πολύ προηγμένα μηχανήματα ενώ αρνητική εντύπωση μου έκαναν οι περιστροφικές δεξαμενές. Οι συγκεκριμένες εκχυλίζουν σε μεγάλο βαθμό και σχετικά "άγαρμπα" τις διάφορες ουσίες από τον φλοιό του σταφυλιού και δεν περίμενα να δω κάτι τέτοιο σε ένα οινοποιείο που δίνει τόσο μεγάλη προσοχή στο αμπέλι όπως το La Spinetta. Φυσικά κάθε οινοπαραγωγός έχει τον δική του φιλοσοφία πάνω στην διαδικασία παραγωγής και κάθε επιλογή κρίνεται στο αποτέλεσμα.

Το πιο εντυπωσιακό κομμάτι βέβαια ήταν το κελάρι με τον έντεχνα τοποθετημένο φωτισμό που δημιουργούσε μυσταγωγική ατμόσφαιρα και ο ρινόκερος -έμβλημα του οινοποιείου- που δέσποζε πάνω σε κάθε βαρέλι.

Να επισημάνω εδώ πως στο La Spinetta το 75% των αμπελώνων καλλιεργείται βιοδυναμικά και όσο εμείς ξεναγούμασταν στο οινοποιείο ο ιδιοκτήτης δούλευε μαζί με τους εργάτες στα αμπέλια. Στοιχείο πολύ σημαντικό αφού δείχνει πως ακόμη και αν οι Rivetti έχουν μεγαλοπιαστεί δεν εγκαταλείπουν το αμπέλι γιατί γνωρίζουν πως εκεί είναι το κλειδί για την παραγωγή σπουδαίων κρασιών.

Αφού ολοκληρώσαμε την ξενάγηση περάσαμε στο τραπέζι δοκιμών όπου το κρασί συνοδεύονταν με λίγο ψωμάκι και ελαιόλαδο από τα κτήματα των Rivetti στην Τοσκάνη. Συνολικά δοκιμάσαμε δεκατέσσερις διαφορετικές ετικέτες με τις μισές από αυτές να είναι από την υψηλότερη γκάμα του κτήματος, δηλαδή Barolo ή Barbaresco.
Επίσης δοκιμάσαμε και μία ετικέτα από την ιδιωτική παραγωγή του Stefano που ταίριαζε πάρα πολύ καλά τις οξύτητες της Barbera με την δυναμική τανική δομή του Nebbiolo και τις ισορροπούσε απόλυτα.

Από τα Barbaresco συγκρατήσαμε το "Starderi" του '07 για την αμεσότητα που το διέκρινε χωρίς να χάνει καθόλου από τον δυναμισμό του nebbiolo και το "Valeirano" της ίδιας χρονιάς από ασβεστώδη εδάφη που του προσέδιδαν πιο πικάντικο χαρακτήρα και μεγαλύτερες δυνατότητες παλαίωσης από οποιοδήποτε άλλο στην ίδια σειρά.

Από τα Barolo μας μάγεψε το Campe του 2003 το οποίο πλημμύριζε την μύτη μας με φρούτο και ολοζώντανα αρώματα που σε έκαναν να πιστέψεις πως το κρασί είχε μόλις οινοποιηθεί. Το στόμα ήταν εξίσου νεανικό με τις τανίνες να δείχνουν να μην έχουν καταλάβει τίποτα από το πέρασμα οκτώμιση χρόνων παλαίωσης και την επίγευση να μην τελειώνει ποτέ!

Κλείσαμε με το φρέσκο Moscato d'Asti το οποίο ήταν αρκετά γλυκό για τα γούστα μου αλλά ότι έπρεπε για να δροσίσει και πάλι το στόμα μας μετά από τόση τανίνη. Αρωματικά θύμιζε μπύρα weiss και αυτό γιατί η διαδικασία ζύμωσης είχε τελειώσει σχετικά πρόσφατα. Δυνατό του σημείο οι εξαιρετικά απαλές φυσαλίδες που γαργαλούσαν ευχάριστα τον ουρανίσκο χωρίς να του επιτίθενται.

Κάπως έτσι ολοκληρώσαμε τον κύκλο των δοκιμών. Το La Spinetta είναι ένα από τα κορυφαία κτήματα του Πιεμόντε που καταφέρνει να ισορροπήσει πολύ καλά μεταξύ τεχνολογίας και αυθεντικότητας και κάθε ετικέτα του είναι σίγουρα μία μεγάλη εμπειρία για κάθε οινόφιλο.

Πρωτού φύγουμε ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες με τον Στέφανο -ο οποίος είναι επίσης μεγάλος "ξινομαυράκιας"- και του υποσχέθηκα να του πάω μερικές Νάουσες όταν επιστρέψω. Το ωραίο της υπόθεσης ήταν πως ο Stefano, όταν τελειώσαμε τις δοκιμές, μας απολογήθηκε γιατί δεν μπορέσαμε να δοκιμάσουμε πολλά πράγματα και δεν είχε πολύ χρόνο να μας δει. Έχοντας κάτσει εκεί πάνω από δύο ώρες και έχοντας δοκιμάσει ετικέτες που θα θέλαμε τουλάχιστον 1500€ για να τις δοκιμάσουμε μόνοι μας αναρωτιέμαι τι εμπειρία θα ζούσαμε σε περίπτωση που κατάφερνε να μας περιποιηθεί όπως θα το ήθελε!

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Barbaresco και Marchesi Di Gresy

Αφήνοντας το Asti κατευθυνθήκαμε και πάλι νότια προς την Άλμπα. Προορισμός μας το θρυλικό χωριό Barbaresco με το φημισμένο ομώνυμο κρασί του. Λίγο έξω από το χωριό θα συναντούσαμε τον οινολόγο Jeffrey Chilcot για μία επίσκεψη στη Martinenga, το ένα από τα τέσσερα οινοποιεία του Marchesi Di Gresy.

Barbaresco
Η οικογένεια Di Gresy ασχολούνταν επί πολλές γενεές με την αμπελοκαλλιέργεια πουλώντας τα σταφύλια στους μεγάλους οίκους του Barbaresco. Όλα αυτά πήραν άλλη τροπή το 1973 όταν ο Alberto Di Gresy αποφάσισε σε ηλικία είκοσι ενός ετών πως όλα αυτά έπρεπε να αλλάξουν και η οικογένειά του έπρεπε να εκμεταλλευτεί η ίδια τον καρπό που παρήγαγε. Στόχος του ήταν να συνδυάσει μοντέρνες πρακτικές με παραδοσιακές μεθόδους έτσι ώστε το προϊόν που θα παρήγαγε να ήταν όσο το δυνατόν πιο καλοφτιαγμένο αλλά και αντιπροσωπευτικό του τόπου παραγωγής του. Σήμερα η επιχείρηση μετράει τέσσερα βασικά οινοποιεία και συνολική έκταση τετρακόσια εξήντα στρέμματα.

H Martinenga είναι το μεγαλύτερο οινοποιείο της επιχείρησης και περιλαμβάνει 230 στρέμματα εκ των οποίων τα 110 είναι Nebbiolo. Ο αμπελώνας αυτός είναι και ένας από τους μεγαλύτερους αμπελώνες για την παραγωγή DOCG* Barbaresco. Στην υπόλοιπη έκταση καλλιεργείται Barbera, Chardonnay και ελάχιστο Cabernet Sauvignon και Sauvignon Blanc. Στα περισσότερα κόκκινα πραγματοποιούνται μεγάλες σε διάρκεια εκχυλίσεις ενώ η ωρίμανση γίνεται σε μεγάλα βαρέλια των δυόμισι τόννων και εν μέρη σε μικρά των 225L για τα μεγάλα cru.

Ξεκινήσαμε τις δοκιμές δροσίζοντας το στόμα μας με το Sauvignon Blanc του '11 που παρά το υψηλό του αλκόολ ήταν αρκετά ευχάριστο. Ακολούθησε το ευκολόπιοτο Dolcetto και το κάπως κλειστό αλλά αρκετά δυναμικό Langhe Nebbiolo ενώ στην συνέχεια περάσαμε σε ένα Merlot από τους αμπελώνες του Monte Colombo και του La Serra. Αρχικά με ξένισε η ιδέα του Merlot στα χώματα του Πιεμόντε και δεν έβλεπα τον λόγο για τέτοιου είδους πειραματισμούς. Να όμως που το αποτέλεσμα με εξέπληξε. Πρώτη φορά δοκίμαζα Merlot με τόσο γήινη μύτη και τόσο δυναμική δομή. Σίγουρα η δοκιμή του είχε πολύ ενδιαφέρον και αποδεικνύει πως ακόμη και αυτή η τόσο σνομπαρισμένη από τους "terroiristas" ποικιλία, εάν καλλιεργηθεί κατάλληλα, μπορεί να δώσει πολύ διαφορετικές εκφράσεις ανάλογα με τα εδάφη που θα φυτευτεί.

Μετά από αυτό είχε έρθει η ώρα για τα σπουδαία Nebbiolo του κτήματος. Αρχίσαμε με το Martinenga Barbaresco 2008 που ναι μεν ήταν ακόμη κλειστό στην μύτη, είχε όμως τρομερό νεύρο στο στόμα και φοβερά πλούσιο τανικό τελείωμα. Το 2007 ερχόταν κάπως πιο παιχνιδιάρικο αρωματικά και πιο μαλακό στο στόμα. Πιο "πιασάρικο" από το 2008, στερούνταν όμως τις ατελείωτες δυνατότητες παλαίωσης που έδειχνε να έχει το πρώτο το οποίο μάλλον θα λέγαμε πως είναι μία χρονιά για τους μυημένους.

Ακολούθησαν τα Barbaresco από τα αμπελοτόπια "Camp Gros" και Gaiun που εμφιαλώνονται μόνο τις καλύτερες χρονιές. Το Gaiun ωριμάζει σε γαλλικά βαρέλια τον διακοσίων εικοσιπέντε λίτρων σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα κρασιά του κτήματος που ωριμάζουν στα μεγάλα Σλοβένικα βαρέλια των δύο τόννων. Ξεκινήσαμε δοκιμάζοντας αυτό του 2006. Στη μύτη, νότες γλυκόριζας εναλλάσσονταν πολύ ωραία με νότες βιολέτας που αποκάλυπταν μία πιο θηλυκή πλευρά του Barbaresco. Στο στόμα ήταν ακόμη έντονα τανικό και έδειχνε πως χρειάζεται ακόμη πολύ χρόνο ώστε να αρχίσει να μαλακώνει.

Κατεβαίνοντας τον χρόνο προς τα πίσω και φτάνοντας το 2005 περάσαμε για λίγο στο Camp Gros. Το 2005 ήταν μία πολύ δύσκολη χρονιά με πάρα πολύ μικρή παραγωγή για την συγκεκριμένη ετικέτα. Στην μύτη έρχονταν και αυτό κάπως κλειστό αρχικά αλλά όσο άνοιγε φανέρωνε ένα κρασί τρομερά πολύπλοκο με ατέλειωτη επίγευση.

Το κορυφαίο όμως της σειράς ήταν το Gaiun 2004 που ήταν ίσως και το μόνο από όσα Nebbiolo δοκιμάσαμε στο οινοποιείο που είχε αρχίσει σιγά σιγά να φτάνει σε ένα στάδιο ετοιμότητας. Οκτώ χρόνια δηλαδή για να αρχίσει ένα μεγάλο Nebbiolo να δείχνει σιγά σιγά τον πραγματικό του χαρακτήρα και ποιος ξέρει πόσα ακόμη για να φτάσει στο απόγειό του. Πολύ εκφραστικό με πιο ντελικάτο χαρακτήρα από τα δύο προηγούμενα αφού το βαρέλι ήταν πλήρες ενσωματωμένο στο σύνολο και δεν έλειπαν και κάποιες πιο ανθώδεις νότες που του πρόσθεταν φινέτσα.

Κάπου εκεί φτάσαμε στο τέλος αυτής της εξαιρετικής εμπειρίας που μας προσέφερε ο Jeffrey και ανανεώσαμε το ραντεβού μας για μία τυφλή γευστική με Nebbiolo και Ξινόμαυρα των οποίων ο Νεο-Ζηλανδός οινολόγος είναι μεγάλος φαν!

Προτού επιστρέψουμε στην βάση μας βρεθήκαμε για λίγο στο χωριό Diano, σε μία από τις δέκα κοινότητες του Πιεμόντε όπου το Dolcetto είναι ονομασία προέλευσης. Εκεί βρεθήκαμε στην Azienda Agricola Cortin δοκιμάσαμε τα κρασιά του κτήματος πιο πολύ ως απεριτίφ -ήταν αργά το απόγευμα- παρά ως γευσιγνωσία.

Δοκιμάσαμε την πιεμοντέζικη λευκή ποικιλία Arneis η οποία όμως δεν έλεγε και πολλά, ένα πολύ φρουτώδες Dolcetto με πάρα πολύ καλή σχέση ποιότητας τιμής και ένα εξίσου φρουτώδες Diano d'Alba, πολύ ωραία δομημένο και με πολύ ωραία επίγευση.

Κάπως έτσι έκλεινε μία ακόμη μέρα οινικών διαδρομών στο Πιεμόντε και επιστρέψαμε σπίτι για ξεκούραση, μερικά κρασάκια ακόμη και χαβαλέ με τους Ιταλούς οικοδεσπότες μας!

Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Βόρεια του Άστι...

Η πρώτη μας επίσκεψη σε οινοποιείο στο Πιεμόντε ήταν βόρεια του Άστι, πενήντα περίπου χιλιόμετρα από την Άλμπα, στο χωριό Scurzolengo. Εκεί θα μας περίμενε η Nadia Verrua, μέλος της οικογένειας Tavijn. Μίας παλιάς αμπελουργικής οικογένειας που διατηρεί σήμερα ένα μικρό αλλά πολύ προσεγμένο οινοποιείο με παραγωγή κάτι λιγότερο από είκοσι χιλιάδες φιάλες.

Ξεκινήσαμε την ξενάγηση περπατώντας μέχρι τα αμπέλια που βρίσκονταν λίγα μέτρα πίσω από το οινοποιείο. Οι ποικιλίες που φυτεύονται σε αυτήν την περιοχή του Πιεμόντε είναι η Barbera, το Ruche, και το Grignolino. Οι δύο τελευταίες είναι καθαρά τοπικές και μετά από μία μικρή περίοδο απαξίωσης αρχίσουν να γνωρίζουν και πάλι ανοδική πορεία.

Στην Cascina Tavijn εφαρμόζεται βιολογική καλλιέργεια και ένα μεγάλο μέρος των εργασιών γίνεται χειρωνακτικά. Ακόμη και τα χόρτα ενδιάμεσα από τα κλήματα κόβονται με κοσά ή δρεπάνι! Δυστυχώς η περιοχή μαστίζεται από μία ασθένεια με το όνομα Flavescence Dorée και ακόμη δεν έχει βρεθεί κάποια λύση για την αντιμετώπισή της. Αποτέλεσμα αυτού είναι η πλειοψηφία των αμπελώνων να έχει χαμηλό μέσο όρο ηλικίας -δέκα με δεκαπέντε χρόνια- ενώ πριν περίπου μία εικοσαετία ο μέσος όρος της ηλικίας των αμπελώνων ξεπερνούσε τα εβδομήντα χρόνια.

Η Flavescence Dorée είναι μία βακτηριδιακή μόλυνση η οποία προκαλείται από ένα έντομο το οποίο την μεταφέρει από αμπελώνα σε αμπελώνα. Το έντομο αυτό ήρθε από την Βόρεια Αμερική κατά την διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου και μαζί με την φυλλοξήρα και τον περονόσπορο συμπληρώνει τον μακρύ κατάλογο των προβλημάτων που έχουν μεταφερθεί από την χώρα του θείου Σαμ στον Ευρωπαϊκό αμπελώνα. Σημαντικό ρόλο στην εξάπλωσή της παίζει επίσης η μείωση των φυσικών εχθρών του εντόμου που την μεταφέρει, με αποτέλεσμα η μετάδοσή της να γίνεται πιο γρήγορα.

Επιστρέφοντας στο οινοποιείο, είπαμε μερικά πράγματα για την οινοποίηση και περάσαμε στις δοκιμές. Ξεκινήσαμε με το Grignolino του 2011 το μόλις είχε θειωθεί ελαφρά προκειμένου να εμφιαλωθεί. Παρ'όλα αυτά κρατούσε πολύ καθαρό το φρούτο του, είχε απαλή οξύτητα και ελαφρά τανικό τελείωμα. Η πρώτη μας επαφή με την ποικιλία μας έδειχνε ένα κρασί εύκολο και απλό για καθημερινή χρήση.

Το Ruche του 2011 ήταν σαφώς πιο δομημένο, πιο πλούσιο αρωματικά και λίγο πιο δυνατό όσον αφορά το αλκοόλ. Σε κάθε περίπτωση όμως ήταν επίσης ένα ερυθρό για καθημερινή χρήση και όχι ένα ερυθρό παλαίωσης αν και μία μικρή παραμονή στην φιάλη φαντάζομαι πως θα το βελτίωνε αισθητά.

Η Barbera d'Asti ήταν το μόνο από τα τρία που χρειάζονταν αρκετό χρόνο παλαίωσης ώστε να μπορέσει να καταναλωθεί ευχάριστα. Αυτή του 2010 από την δεξαμενή είχε πολύ έντονη οξύτητα και μία ελαφρά πικράδα στο τελείωμα που χρειάζεται χρόνο για να αμβλυνθεί και να δώσει εάν σύνολο πιο ισορροπημένο.

Αμέσως μετά την Barbera κατεβήκαμε στο παλιό κελάρι του 1908 με τα μεγάλα σλοβένικα βαρέλια. Εκεί, κλείσαμε τις δοκιμές με ένα αθείωτο Grignolino, εσκεμμένα αναγωγικό ώστε να προστατεύεται από την οξείδωση. Η Νάντια, η οινοπαραγωγός, έδειχνε πολύ ενθουσιασμένη για αυτό και είχε πολύ μεγάλες προσδοκίες. Προτού το εμφιαλώσει βέβαια "στρώνει" το αναγωγικό του άρωμα κάνοντας τους απαραίτητους αερισμούς.
 
Με πολύ καλές εντυπώσεις, αφήσαμε το μικρό χωριουδάκι του Scurzolengo και κατευθυνθήκαμε προς το Asti το οποίο είναι μία μικρή πόλη, σχετικά όμορφη αλλά πολύ θορυβώδης για το μέγεθός της. Εκεί, επισκεφθήκαμε το κατάστημα τοπικής γαστρονομίας Eataly εφοδιαστήκαμε με τα απαραίτητα για ένα μικρό κολατσιό και χαλαρώσαμε στο πάρκο της πόλης. Χρειαζόμασταν μερικές ανάσες μέχρι να ξεκινήσουμε για τον επόμενο σταθμό μας που δεν ήταν άλλος από το θρυλικό Barbaresco!

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Η Σικελία στο Πιεμόντε!

Αφήνοντας τον Ροδανό ταξιδέψαμε ανατολικά προς την Γκρενόμπλ όπου περάσαμε μερικές μέρες περπατώντας στα βουνά γύρω από την πόλη. Αφού ζήσαμε της γαλλικές εκλογές από κοντά και τις ελληνικές από μακριά, περάσαμε τα Ιταλικά σύνορα και φτάσαμε στο Τορίνο για να διανυκτερεύσουμε και να φύγουμε την επόμενη μέρα για την Άλμπα. Εκεί θα μας περίμενε η Σικελικής καταγωγής οικοδέσποινά μας η οποία όσο εμείς εξερευνούσαμε τους Πιεμοντέζικους αμπελώνες, θα μας έκανε μία μικρή μύηση στην κουζίνα του Ιταλικού νότου.

Φτάσαμε στην Άλμπα αργά το απόγευμα και κάναμε μία μικρή γύρα στην πόλη. Ήταν λίγο μετά τις επτά και οι δρόμοι της πόλης είχαν αρχίσει να αδειάζουν. Ο κόσμος μεταφέρονταν τώρα στα μπαράκια αφού ήταν η ώρα για το aperitivo. Τα λίγα μαγαζιά που ήταν ανοιχτά ήταν γεμάτα με ανθρώπους που έπιναν τοπικά κρασιά με τους περισσότερους να έχουν ανοίξει φιάλες ακόμη και αν ήταν δύο άτομα. Ήταν γεγονός. Βρισκόμασταν στην καρδιά του Πιεμόντε και εδώ το κρασί είναι ο αδιαμφισβήτητος βασιλιάς!

Αφού ολοκληρώσαμε την βόλτα μας, η Αλίντα, η Σικελή οικοδεσπότης μας, μας οδήγησε στο σπίτι της. Μπαίνοντας στο διαμέρισμα, οι μυρωδιές από μαγειρεμένα άγρια μανιτάρια μας τρυπούσαν την μύτη. Ο καιρός ήταν ασυνήθιστα ζεστός για την εποχή και μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχαμε σε καμία περίπτωση το φαγητό στο μυαλό μας. Για τους Σικελούς όμως, φιλοξενούμενος που έρχεται από μακριά δεν υπάρχει περίπτωση να μην φάει μόλις φτάσει και έτσι βρεθήκαμε στο τραπέζι προτού καν το καταλάβουμε! Ούτως ή άλλως η όρεξή μας άνοιξε μόλις γεμίσαμε το πρώτο ποτήρι κρασί και αρχίσαμε να πίνουμε τις πρώτες γουλιές.

Το φαγητό ήταν απλό αλλά πολύ πλούσιο γευστικά. Ήταν μία μακαρονάδα με άγρια μανιτάρια -δεν μας γέλασε η μύτη μας- και λουκάνικο με γλυκάνισο από την Σικελία. Τα μανιτάρια είχαν τόση νοστιμιά που θα μπορούσαν άνετα να είναι ένα πιάτο από μόνα τους αλλά και η ένταση των μπαχαρικών στο λουκάνικο ήταν όση χρειάζονταν για να δοθεί η απαραίτητη πικάντικη νότα.


Το κρασί ήταν ένα Rosso Siciliano 2010 και ήταν μάλλον ότι έπρεπε για την περίσταση. Η δροσιστική οξύτητα που δεν θύμιζε κρασί του νότου το έκανε πιο ευχάριστο μέσα σε μία τόσο ζεστή ημέρα ενώ η καλή τανική δομή του το βοηθούσε να αντιπαλέψει την έντονη γεύση των μανιταριών και του λουκάνικου. Η ποικιλία ήταν 100% Nero d'Avola η οποία είναι και η πλέον δημοφιλής ποικιλία του Ιταλικού νησιού. Για την παραγωγή του συνεργάστηκαν τρεις συνεταιρισμοί με κοινή ιδεολογία: Η Coperativa Sociale Placido Rizotto - Libera Terra, η Coperativa Sociale Pio La Torre - Libera Terra και η Coperativa Sociale Lavoro e non solo

Ο Placido Rizzoto ήταν ιστορικός δήμαρχος της κωμόπολης Κορλεόνε και αγωνίστηκε για την απελευθέρωση των εδαφών που παράνομα κατείχε η μαφία και την επιστροφή τους στους αγρότες. Το εγχείρημα πέτυχε αλλά ο ίδιος δολοφονήθηκε από μαφιόζους το 1948. O Pio la Torre που ήταν ηγέτης του κομμουνιστικού κόμματος Ιταλίας, επίσης δολοφονήθηκε από την μαφία το 1982, λόγω του ότι εισήγαγε στην Ιταλική νομοθεσία νόμο που καταδίκαζε την μαφία και καθιστούσε έγκλημα την συμμετοχή σε οποιουδήποτε τέτοιου τύπου οργάνωση. Ο χαρακτηρισμός Libera Terra αναφέρεται φυσικά στις γαίες που χάρη σε αυτούς τους δύο άντρες κατάφεραν να ανακτήσουν οι αγρότες. Οι παραγωγοί που μοιράστηκαν την γη που άλλοτε κατείχε η περίφημη Cosa Nostra δημιούργησαν τους τρεις προαναφερθέντες συνεταιρισμούς.

Το κρασί ονομάζεται "Centopassi" δηλαδή εκατό βήματα. Είναι η απόσταση από το σπίτι του νεαρού ακτιβιστή Impastato Peppino έως το σπίτι του μεγαλομαφιόζου Tano Badalamenti. O πρώτος είχε δημιουργήσει ραδιοφωνικό σταθμό απ'όπου καταδίκαζε τα εγκλήματα του δεύτερου σε μία προσπάθεια να τον στείλει στην δικαιοσύνη. Σε μία εποχή όμως που το επίσημο κράτος ισχυρίζονταν πως δεν υπάρχει μαφία ο πρώτος βρέθηκε δολοφονημένος και ο δεύτερος δεν δικάστηκε ποτέ. Το 2000 κυκλοφόρησε και η αντίστοιχη ταινία - φόρος τιμής στον ηρωικό νεαρό που έχασε την ζωή του για να αφυπνίσει μία φοβισμένη κοινωνία.

Κάπως έτσι, με αφορμή το κρασί αυτό εμπλουτίσαμε τις ιστορικές μας γνώσεις γύρω από τους αγώνες των Σικελών ενάντια στην μαφία. Μοναδικό πιεμοντέζικο κομμάτι του γεύματος ήταν το τυρί που προέρχονταν από το τοπικό τυροκομείο "Caseificio dell'alta Langha". Ένα εξαιρετικό μαλακό αρνίσιο τυρί "toma" που έδενε εξαιρετικά με το κρασί και που με την απαλή του γεύση έκλεισε ιδανικά το γεύμα μας.

Ήταν το μεταβατικό στάδιο από την Σικελική γαστρονομία στην Πιεμοντέζικη και ένα μικρό "ζέσταμα" για αυτό που ακολουθούσε. Η επόμενες μέρες θα ήταν γεμάτες με εικόνες και γεύσεις από τις ατελείωτες γύρες μας σε μία από τις πιο σπουδαίες γαστρονομικές γωνιές του πλανήτη!

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012

Ροδανός: Σκέψεις και παραλειπόμενα...

Στον χώρο του κρασιού υπάρχουν μερικές περιοχές θρύλοι. Τα Cru της Βουργουνδίας, τα Chateau του Μπορντό, το Hermitage και το Chateauneuf του Ροδανού, ο γαλλικός νότος με τα μεγάλα Bandol, το Barbaresco και το Barolo του Πιεμόντε, τα μυθικά κόκκινα της Τοσκάνης και αρκετές ακόμη περιοχές που κάθε μία ξεχωριστά αποτελεί τόπο λατρείας για τους οινόφιλους.
Τοιχογραφία του αμπελώνα του Cornas

Με εξαίρεση το Μπορντό όλες αυτές οι περιοχές δεν μετράν πάνω από δυο-τρεις δεκαετίες από τότε που άρχισαν να μυθοποιούνται και να εκτοξεύουν τις τιμές τους στα ύψη. Ακόμη και η Βουργουνδία με τα χίλια χρόνια ιστορίας των φημισμένων της cru δεν μετράει πάνω από τριάντα χρόνια μεγάλης οινοτουριστικής ανάπτυξης και διεθνούς αναγνώρισης. Θυμάμαι χαρακτηριστικά αυτό που είχα ακούσει κάποτε από έναν γάλλο οινόφιλο: "..από τότε που οι Ασιάτες αφηνίασαν με το κρασί και άρχισαν να ξοδεύουν ασύστολα για λίγες φιάλες, οι πραγματικοί οινόφιλοι σταμάτησαν να πίνουν Premier και Grand Cru γιατί σε λίγα μόνο χρόνια έγιναν απλησίαστα. Κάποιος που αγαπάει το κρασί δεν θα πληρώσει ποτέ υπεραξία για ένα όνομα. Θα αναζητήσει τα μικρά διαμαντάκια που είναι κρυμμένα σε όλη τη χώρα (σ.σ. σε όλο τον κόσμο θα έλεγα εγώ) και στα οποία μπορεί να βρει την ίδια ευχαρίστηση πληρώνοντας μόνο τον κόπο του παραγωγού και όχι την τρέλα κάποιον νεόπλουτων για το προϊόν αυτό..".

Δυστυχώς κάπου εκεί βαδίζει και ο Ροδανός. Δύο από τα πλέον αγαπημένα κρασιά, τα Cornas και τα Cote-Rôtie έχουν πλέον γίνει απλησίαστα. Και όλα αυτά ενώ το Cornas δεν έχει αναπτύξει ακόμη μεγάλη φήμη και θεωρείται σχετικά ψαγμένη επιλογή. Από την άλλη πλευρά το κόστος καλλιέργειας είναι σίγουρα πολύ υψηλό αλλά δεν νομίζω σε καμία περίπτωση να ξεπερνάει τα τριάντα ευρώ ανά φιάλη.

Παρόλα αυτά o Ροδανός σαν επισκέψιμη οινοτουριστική περιοχή δεν είναι ιδιαίτερα εξελιγμένος. Πέρα από τις επισκέψεις στους αμπελώνες, κυρίως στον λόφο του Hermitage, ελάχιστα οινοποιεία είναι επισκέψιμα και οι περισσότεροι παραγωγοί προτιμούν να μένουν στην αφάνεια και να δουλεύουν με την ησυχία τους. Στο κάτω κάτω από την στιγμή που η παραγωγή τους πουλιέται σε ελάχιστο χρόνο από την παραγωγή φαίνεται πως κανείς δεν έχει ανάγκη για άμεσες πωλήσεις.

Η πίσω πλευρά των αμπελώνων του Cornas
Ίσως το πιο αξιόλογο μέρος για να πιει κανείς κρασί είναι το Comptoir du Theatre. Το wine bar στο κέντρο της Valence είναι και το μοναδικό σημείο που μπορεί κανείς να νιώσει πως βρίσκεται σε οινική περιοχή. Σε έναν μικρό χώρο με μοντέρνα διακόσμηση δίνεται η δυνατότητα να δοκιμάσει κανείς όλους τους τύπους κρασιών του Βόρειου Ροδανού. Όλες η υποπεριοχές, από το Hermitage μέχρι το Saint Joseph σερβίρονται σε ποτήρι και η επιλογή αλλάζει κάθε εβδομάδα. Συνολικά η λίστα μετράει πάνω από διακόσιες ετικέτες με την συντριπτική τους πλειοψηφία να προέρχεται από την περιοχή.

Δυνατό σημείο του μαγαζιού τα μεζεδάκια που μπορεί κανείς να επιλέξει για να συνοδέψει το κρασί του όπως τα Ραβιόλια με Φουά Γκρα ή τα καναπεδάκια με φέτα και λιαστή ντομάτα. Υπάρχουν επίσης και κάποια κυρίως πιάτα αλλά μάλλον θεωρούνται άστοχα και προχειροφτιαγμένα ενώ κάνουν και δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ wine-bar και εστιατορίου.

Όσον αφορά τα κρασιά που εμείς ήπιαμε στο Comptoir du Theatre δεν θα λέγαμε πως ενθουσιαστήκαμε. Ο ιδιοκτήτης θεωρεί πως η λίστα του συνδυάζει τα μεγάλα ονόματα του Ροδανού με μικρότερους ψαγμένους παραγωγούς και εναλλακτικές προτάσεις χωρίς όμως να καταφέρει να μας πείσει για κάτι τέτοιο. Επιλέξαμε πολύ προσεκτικά αυτά που θέλαμε να πιούμε αλλά καμία από τις επιλογές μας δεν μας ενθουσίασε. Όλα όσα ήπιαμε ήτανε επίδοξες φρουτοβόμβες που καμία σχέση δεν έχουν με την φιλοσοφία και τον τυπικό χαρακτήρα των κρασιών του Ροδανού.

Συνοψίζοντας θα έλεγα πως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του Ροδανού είναι η βόλτα στους αμπελώνες του. Αναμφίβολα το Hermitage είναι το εντυπωσιακότερο και πιο τουριστικό κομμάτι του. Το εκκλησάκι σύμβολο του λόφου, η γνωστή "Chapelle", αποτελεί άλλωστε και αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των δύο μεγαλύτερων παραγωγών της περιοχής. Ο μεν Jaboulet έχει στην ιδιοκτησία του το ίδιο το εκκλησάκι, ο δε Chapoutier έχει όλους τους αμπελώνες τριγύρω.

Η δική μου αγαπημένη περιοχή είναι όμως η δυτική πλευρά του ποταμού. Η πλευρά της Ardeche έχει μία μοναδική, άγρια ομορφιά. Πολύ περισσότερα βράχια, πιο άγρια εδάφη και δάση που περιτριγυρίζουν τους αμπελώνες δίνουν ένα τοπίο πολυσύνθετο και ξεχωριστό. Το δε Cornas, είναι από την μία πλευρά φυτεμένο αμφιθεατρικά γύρω γύρω από ένα μικρό ποταμάκι και από την άλλη ορθώνεται επιβλητικά ακριβώς πάνω από το χωριό.

Κατά συνέπεια εάν ποτέ βρεθείτε στην περιοχή το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να αφήσετε το αυτοκίνητο και να περπατήστε με τα πόδια τους αμπελώνες. Εάν θέλετε να δοκιμάσετε τα κρασιά της περιοχής η καλύτερη λύση είναι μάλλον να περιμένετε να πετύχετε μία περίοδο κατά την οποία οργανώνονται εκδηλώσεις που είναι ανοιχτές στο κοινό. Φυσικά εάν έχετε τόλμη και αισθάνεστε τυχεροί μπορείτε πάντα να προσπαθήσετε να έρθετε σε επαφή με κάποιον παραγωγό και να κανονίσετε ένα ραντεβού για επίσκεψη στο οινοποιείο!

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Οι "ράτσες" των Ελλήνων οινοπαραγωγών και οι βιο-οικο-ραστα-δυναμιστές

Υπάρχει ένα "είδος" ή αν θέλετε μία "ράτσα" οινοποιών το οποίο δυστυχώς στην Ελλάδα δεν ευδοκιμεί. Λέω δυστυχώς γιατί μία οινική χώρα χρειάζεται όλα τα είδη οινοποιών για να έχει ποικιλομορφία και να δίνει κίνητρο για εξερεύνηση.

Τα είδη που "ευδοκιμούν" στην χώρα μας χωρίζονται σε δύο συν μία βασικές κατηγορίες:
- Τις παραδοσιακές αμπελουργικές οικογένειες.
- Τους επενδυτές που μπήκαν ως επί το πλείστον πρόσφατα στον χώρο του κρασιού.

Στην πρώτη κατηγορία βρίσκουμε κυρίως αμπελουργούς οι οποίοι για πολλά χρόνια ή ακόμη και γενεές πουλούσαν την παραγωγή τους σε τοπικούς συνεταιρισμούς ή μεγάλα οινοποιεία και κάποια στιγμή αποφάσισαν να εμφιαλώσουν κάτω από την δική τους ετικέτα. Πολύ λιγότεροι είναι αυτοί οι οποίοι παρήγαγαν επώνυμο κρασί και μετράνε πάνω από δύο γενιές στον χώρο του εμφιαλωμένου.

Την δεύτερη κατηγορία μπορούμε να την χωρίσουμε καταρχάς σε αυτούς που επένδυσαν με μεγάλο κεφάλαιο και καθιερώθηκαν με δυνατό μάρκετινγκ στην ελληνική αγορά χειριζόμενοι την οινοποιητική τους επιχείρηση σαν μία οποιαδήποτε επένδυση. Ο τόπος για τους συγκεκριμένους δεν ήταν ποτέ απαραίτητο να ήταν παραδοσιακός αμπελότοπος αφού με την δυναμική τους πέρασαν εύκολα στις συνειδήσεις τον καταναλωτών ως κλασσικές αξίες.

Άλλη υποκατηγορία είναι οι επενδυτές με μικρότερο κεφάλαιο που επένδυσαν μεγάλο μέρος από την περιουσία τους είτε για να ικανοποιήσουν ένα παιδικό τους όνειρο, είτε για να κάνουν το χόμπι τους επάγγελμα, είτε γιατί το έβρισκαν ρομαντικό και περιπετειώδες ή απλά γιατί νόμιζαν πως θα ήταν ένας εύκολος τρόπος να βγάλουν χρήματα.

Τέλος, τρίτη υποκατηγορία είναι και οι εργαζόμενοι στον χώρο της οινοποιίας -κυρίως οινολόγοι- οι οποίοι δουλεύοντας σε κάποιο γνωστό οινοποιείο, συγκέντρωσαν το απαιτούμενο κεφάλαιο, κέρδισαν την απαραίτητη εμπειρία και αποχώρησαν για να στήσουν την δική τους επιχείρηση. Σε συνδυασμό με το δίκτυο γνωριμιών και την αναγνωρισιμότητα που αποκτά κανείς δουλεύοντας για κάποιο "όνομα" η επιτυχία είναι τις περισσότερες φορές δεδομένη. Την συγκεκριμένη την θεωρώ υποκατηγορία των επενδυτών γιατί τις περισσότερες φορές υπάρχει συνεργασία οινοποιού-επενδυτή προκειμένου να υλοποιηθεί το project.

Θεωρώ πως η κατηγορία που εκλείπει από την χώρα μας είναι αυτή τον "βιο-οικολο-ραστα-δυναμικών" παραγωγών. Ένας χαρακτηρισμός που τον είχα ακούσει κάποτε στην Γαλλία και τον χρησιμοποίησα σε ένα παλαιότερο άρθρο μου πιστεύοντας πως τους ταιριάζει γάντι. Μιλάω φυσικά για όλους αυτούς τους παραγωγούς που συναντάμε κατά κύριο λόγo στην Γαλλία και δεν κάνουν απλά βιοδυναμική καλλιέργεια αλλά ...είναι βιοδυναμικοί και οι ίδιοι!

Είναι όλοι αυτοί οι παραγωγοί με την ατημέλητη εμφάνιση που άλλοτε θυμίζουν χίπις, άλλοτε ανθρώπους τον σπηλαίων και άλλοτε τρελούς επιστήμονες. Έχουν κρασιά που ξεφεύγουν κατά πολύ από τις κοινώς αποδεκτές νόρμες και έχουν φανατικούς οπαδούς αλλά και άλλους που δεν θέλουν ούτε να τα βλέπουν. Οι ετικέτες τους έχουν συνήθως χιουμοριστική διάθεση και φυσικά δεν φέρουν ποτέ ονομασία προέλευσης -και ούτε τους νοιάζει να φέρουν- αφού ο αρμόδιος φορέας της περιοχής τους, τους το έχει απαγορεύσει λόγω μη τήρησης των κανόνων. Για να το κάνω πιο κατανοητό θα αναφέρω το παράδειγμα της πρόσφατης επίσκεψής μας στο Domaine du Coulet στο Cornas.

Είναι ώρα πέντε το απόγευμα και έχουμε ραντεβού με τον οινοπαραγωγό M.Barret. Φτάνουμε στην αυλή του οινοποιείου και δεν αντικρίζουμε κανέναν παρά μόνο ένα τραπέζι γεμάτο κουτιά από πίτσες, βουνά από αποτσίγαρα, μερικά άδεια μπουκάλια και δύο ρομπότ τρανσφόρμερς. Πιο πέρα υπάρχουν παρατημένα διάφορα γεωργικά μηχανήματα και αυτοκίνητα. Συνεχίζουμε να προχωράμε δηλώνοντας την παρουσία μας φωνάζοντας αλλά δεν υπάρχει ψυχή. Μπαίνοντας σε μία άλλη αυλή βρίσκουμε κάποιες πόρτες που μοιάζουν να μην οδηγούν πουθενά και μερικά ακόμη σκόρπια αντικείμενα και μηχανήματα που συνθέτουν μία εικόνα βομβαρδισμένου τοπίου.

Κάποια στιγμή μετά από ώρα ο παραγωγός εμφανίζεται. Φαρδύς και σφιχτός, με αξύριστο και νυσταγμένο πρόσωπο, μία τούφα μαλλιά να πετάει και το τσιγάρο άγαρμπα βαλμένο στο στόμα μοιάζει σαν να έχει μόλις ξυπνήσει από βαθύ ύπνο. Ακολουθεί σύντομος διάλογος με την γυναίκα του:
- Χριστέ μου μοιάζεις πολύ τρομακτικός!
- Έλα μωρέ...


Μας καλωσορίζει και πηγαίνουμε κατευθείαν στον χώρο οινοποίησης για να αρχίσουμε δοκιμές.
Προς μεγάλη μας έκπληξη το πρώτο κρασί είναι εξαιρετικό! Χυμώδες και με πολύ ωραίο φρούτο είναι ακριβώς αυτό που οι Γάλλοι χαρακτηρίζουν vin de soif. Ένα κρασί δηλαδή που μπορεί κανείς να πιει σε μεγάλες ποσότητες χωρίς να τον κουράσει. Φρέσκο, ανάλαφρο, φρουτώδες είναι ότι πρέπει για ξεδίψασμα! Τα συγκεκριμένα κρασιά είναι μάλλον και η "σπεσιαλιτέ" αυτής της κατηγορίας οινοποιών αφού στις περισσότερες περιπτώσεις τα μη θειωμένα κρασιά είναι πιο εύπεπτα από τα θειωμένα και μπορούν να καταναλωθούν σε μεγαλύτερες ποσότητες.

Όπως μας εξηγεί ο παραγωγός, φιλοσοφία του είναι να τοποθετεί ολόκληρα τα σταφύλια σε κλειστή δεξαμενή μετά τον τρύγο για να κερδίζει το μάξιμουμ σε φρεσκάδα και άρωμα ενώ θειώνει ελάχιστα και μόνο πριν την εμφιάλωση. Αυτό το διαπιστώνουμε σε κάθε κρασί που δοκιμάζουμε. Ακόμη και στο Billes Noires του 2010 που παρόλο είναι πολύ γεμάτο στο στόμα είναι εξίσου ανάλαφρο με τα προηγούμενα. Το μόνο που υστερεί κάπως σε οξύτητες είναι το Carignan το οποίο όμως και αυτό έχει τον δικό του χαρακτήρα και είναι πέρα για πέρα τίμιο.

Μέχρι εδώ λοιπόν όλα τέλεια! Παρόλο που ο χώρος που δοκιμάζουμε τα κρασιά θυμίζει κουζίνα από παρατημένο σπίτι -πιθανότατα είναι ο χώρος που μαγειρεύουν οι τρυγητές όταν έρχονται- και ο παραγωγός καπνίζει διακριτικά μεν ασταμάτητα δε όση ώρα εμείς δοκιμάζουμε, η ποιότητα των κρασιών είναι πολύ καλή. Τα πράγματα όμως αλλάζουν λίγο όταν περνάμε στο 2009. Τώρα τα αρώματα αρχίζουν να χάνουν την ζωντάνια τους και νότες οξείδωσης αρχίζουν να γίνονται εμφανείς. Ακόμη και ο ίδιος παραδέχεται πως ένα από τα κρασιά του είναι λίγο τσιμπημένο ενώ κάποια άλλα χαρακτηρίζονται από έντονα ζωικά αρώματα.

Ήταν άραγε το 2009 μία κακή χρονιά; Μάλλον όχι, συνήθως οι παραγωγοί αυτοί που απορρίπτουν εξ ολοκλήρου τις σύγχρονες μεθόδους παραγωγής και τις αρχές της στοιχειώδους καθαριότητας παράγουν κρασιά που συναρπάζουν όσο είναι ακόμη νέα. Όταν περάσει λίγο ο καιρός η έλλειψη θειώδη ανυδρίτη αρχίζει να γίνεται αντιληπτή και η ποιότητα παίρνει την κάτω βόλτα. Φυσικά καμία ένσταση πάνω σε αυτό αφού το να επιλέξει κάποιος τον δρόμο αυτό και να χτίσει την πελατεία του με ανθρώπους που αποζητούν αυτό το είδος κρασιού είναι μία ακόμη στρατηγική πώλησης. Αρκεί φυσικά οι τιμές να συμβαδίζουν με την φιλοσοφία αυτή γιατί δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που παραγωγοί της συγκεκριμένης κατηγορίας πουλάνε τρέλα ζητώντας ασύλληπτες τιμές για τα κρασιά τους.

Σε κάθε περίπτωση, οι παραγωγοί αυτοί πιστεύουν βαθιά σε αυτό που κάνουν, δουλεύουν σκληρά για να κρατήσουν τους αμπελώνες τους σε καλή κατάσταση χωρίς την χρήση χημικών σκευασμάτων, ρισκάρουν ξεφεύγοντας από την πεπατημένη και προσπαθούν να φέρουν αυτοί την αγορά στα μέτρα τους από το να την κυνηγάνε συνεχώς. Σε αντίθεση με τους πρόσκαιρους βιοδυναμιστές, οικολόγους και λοιπούς καιροσκόπους που τρέξανε να κολλήσουν το τεράστιο ΒΙΟ στην ετικέτα τους όταν αυτό έγινε της μόδας ή στέλνουν δελτία τύπου σε περιοδικά για να εκθειάσουν το κρασί που παρήγαγαν με αυτόχθονες ζύμες λες και ανακάλυψαν την Αμερική, όλοι οι βιο-οικο-ραστα-δυναμικοί παραγωγοί, όσο εκκεντρικοί και αν είναι, είναι ωραίοι τύποι, απλοί, ξεκάθαροι και κάνουν αυτό που κάνουν γιατί γουστάρουν! Άντε και στα μέρη μας...

Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Domaine Clape: Cornas στα καλύτερά του

Το κενό διάστημα από την ώρα που φτάσαμε στον Ροδανό μέχρι την ημέρα του γάμου του Ρεμί, καλύφθηκε -με τι άλλο- με επισκέψεις στους αμπελώνες και τα οινοποιεία της περιοχής. Με εξαίρεση ένα απόγευμα που κάναμε μία βόλτα μέχρι τον λόφο του Hermitage, όλο τον υπόλοιπο χρόνο μετακινούμασταν χωρίς αυτοκίνητο και γυρίζαμε με τα πόδια. Αυτό σημαίνει πως οι βόλτες μας περιορίστηκαν στην περιοχή γύρω από το Saint -Peray και το Cornas χωρίς αυτό βέβαια να είναι κάτι το αρνητικό. Αντιθέτως μας έδινε όλο το χρόνο να απολαμβάνουμε το τοπίο και να εξετάζουμε πιθαμή προς πιθαμή τους αμπελώνες και τα εδάφη τους.

Το πρώτο μας ραντεβού στο Saint Peray ακυρώθηκε λόγω ενός προβλήματος του παραγωγού που μας περίμενε. Έτσι πήραμε τον δρόμο προς το Cornas, δύο μόλις χιλιόμετρα πιο δίπλα, με σκοπό να συναντήσουμε τον Olivier Clape. Ο Ολιβιέ είναι το νεαρότερο μέλος της οικογένειας Clape που μαζί με τον γείτονα και φίλο του, Thierry Allemand, είναι δύο από τα σημαντικότερα ονόματα της περιοχής.


Η οικογένεια Clape έχει μία παράδοση τουλάχιστον διακοσίων χρόνων στην αμπελοκαλλιέργεια και την παραγωγή κρασιού. Ο Auguste Clape ήταν o πρώτος αμπελουργός του Cornas που εμφιάλωσε την δική του παραγωγή. Έως τότε το σύνολο των σταφυλιών που παράγονταν αγοράζονταν από τους negociants οι οποίοι εμφιάλωναν χρησιμοποιώντας την δική τους ετικέτα. Παρά την μεγάλη αμπελουργική παράδοση, οι Clape καλλιεργούν σήμερα μόνο ογδόντα στρέμματα γης. Το δύσκολο υπέδαφος και η καλλιέργεια σε πεζούλες είναι αποτρεπτικά για την μηχανοποίηση και κάθε στρέμμα γης έχει πολύ μεγάλο εργατικό κόστος. Έτσι τα 1200 συνολικά στρέμματα του Cornas μοιράζονται σε πενήντα περίπου αμπελουργούς με μέσο όρο εικοσιπέντε στρέμματα ο καθένας.

Βρήκαμε τον Ολιβιέ στον κεντρικό δρόμο του χωριού, έξω από το οινοποιείο του και αφού είπαμε μερικά πράγματα για την περιοχή πήραμε από ένα ποτήρι και περάσαμε στο κελάρι. Εκεί αντικρίσαμε τις θρυλικές foudre του κτήματος. Της παλιές ξύλινες δεξαμενές που ο παππούς Clape είχε αγοράσει για ένα κομμάτι ψωμί από την Αλσατία όταν οι Αλσατοί "εκμοντερνίζονταν" και άλλαζαν τις foudre με ανοξείδωτες δεξαμενές. Δεδομένου πως οι δεξαμενές αυτές αγοράστηκαν όταν ήταν ήδη είκοσι χρονών τουλάχιστον, η σημερινή τους ηλικία είναι πάνω από πενήντα! Για την ιστορία αναφέρω πως είκοσι χρόνια μετά, στις αρχές του 2000, η πλειοψηφία των Αλσατών κατάλαβε το λάθος της και επέστρεψε στην χρήση των foudre.

Η οικογένεια Clape παράγει δύο βασικά χαρμάνια. Την cuvée Cornas-Renaissance από τα νεαρά αμπέλια του κτήματος που είναι κατά μέσο όρο εικοσιπέντε χρονών και την Cuvée Cornas από κλήματα ηλικίας εξήντα χρονών και πάνω. Οι ζυμώσεις γίνονται αρχικά σε δεξαμενές από μπετόν και στην συνέχεια κατεβαίνουν στο κελάρι όπου παλαιώνουν για περίπου εικοσιδύο μήνες. Τα σταφύλια πατιούνται μαζί με τα τσαμπιά και κατά την διάρκεια της ζύμωσης πατιούνται ελαφρώς με τα πόδια!
Από εκεί και πέρα, εκτός από μία ελάχιστη θείωση, δεν υπάρχει καμία επέμβαση ή προσθήκη.

Ξεκινήσαμε με το Renaissance 2011 που ήταν μία μέτρια χρονιά αλλά το κρασί που έδωσε ήταν εξαιρετικά ευκολόπιοτο για νεαρό Syrah του Ροδανού. Ακολούθησε ένα δείγμα από το διάσημο κομμάτι Reynards που προορίζεται για την ίδια cuvée αλλά οινοποιείται χωριστά και είναι πιο φρουτώδες και καλύτερα δομημένο. Πάντα στην ίδια χρονιά, δοκιμάσαμε και την cuvée Cornas που ήταν πιο κλειστή αλλά όσο περνούσε η ώρα γίνονταν πιο πολύπλοκο και είχε αισθητά μεγαλύτερη διάρκεια από τα προηγούμενα. Αμέσως μετά, σειρά πήρε ένα ακόμη Cornas από ένα αμπελοτεμάχιο πενήντα μόλις μέτρα από το προηγούμενο αλλά από πολύ πιο βραχώδες έδαφος, κάπως σφιχτό και λίγο αναγωγικό στη μύτη αλλά με στόμα τρομερής έντασης και ατελείωτη διάρκεια. Τελειώσαμε την μίνι οριζόντια με τα παλαιά κλήματα του Reynard που έδιναν ένα κρασί ίδιας έντασης με το προηγούμενο αλλά έχοντας περισσότερη ευγένεια στην δύναμή τους.

Η πρώτη τετράδα της δοκιμής ήταν ένα τέλειο μάθημα τερουάρ. Μία ποικιλία, ένας παραγωγός, τέσσερα διαφορετικά αμπελοτεμάχια στην ίδια περιοχή με μικροδιαφορές όσον αφορά την ηλικία και το έδαφος. Παρόλα αυτά πέντε πολύ διαφορετικά κρασιά, κάθε ένα κουβαλώντας τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

Στις δύο χρονιές που ακολουθούσαν τα χαρμάνια είχαν ήδη γίνει οπότε και από τις δύο χρονιές δοκιμάσαμε το Cornas Renaissance και το Cornas στην τελική τους μορφή. Η διαφορά όμως ήταν πως το '10 -που δοκιμάζονταν κάπως πιο κλειστό- ήταν ακόμη στις ξύλινες δεξαμενές ενώ το '09 είχε ήδη εμφιαλωθεί και είχε αρκετά διαφορετικό χαρακτήρα. Έτσι, τα νεαρά κλήματα του Renaissance έδιναν περισσότερο φρούτο αλλά και μπαχαρικά ενώ τα παλαιά κλήματα είχαν περισσότερο βάθος και αρκετές ζωικές νότες.

Ακολούθησε μία τριλογία από "κακές χρονιές". Επειδή ο καλός ο καπετάνιος στην φουρτούνα φαίνεται ο Ολιβιέ θέλησε να μοιραστεί μαζί μας αυτά που οι διάφοροι κριτικοί θεώρησαν πως δεν θα γίνονταν σπουδαία. Ξεκινώντας με το '08 νιώσαμε πολύ έντονα το μαύρο πιπέρι που χαρακτηρίζει τις ψυχρές χρονιές στα Syrah του βορείου Ροδανού και εντυπωσιαστήκαμε από το ευχάριστο δρόσισμα που έδινε η τονισμένη οξύτητα του. Στο '02 κυριαρχούσαν γήινα αρώματα sous-bois* και καπνού, με την οξύτητα να δίνει πάλι μία αέρινη αίσθηση στο καλοδομημένο στόμα. Το '96 που όπως και τα προηγούμενα δεν πρόδιδε καθόλου την ηλικία του, είχε ένα πολύ έντονο - παιχνιδιάρικο άρωμα φρεσκοκομμένου κερασιού και σίγουρα είχε ακόμη πολλά χρόνια ζωής μπροστά του.

Συνολικά εντυπωσιαστήκαμε από την υψηλή ποιότητα των κρασιών του κτήματος. Ιδιαίτερη εντύπωση μας έκανε το γεγονός πως -ειδικά στις παλιές χρονιές- παρά το γεγονός πως όλα τα κρασιά έχουν μεγάλες δυνατότητες παλαίωσης και στιβαρή τανική δομή πίνονται πάρα πολύ ευχάριστα ακόμη και χωρίς συνοδεία. Για μία ακόμη φορά λοιπόν η πράξη βγάζει νοκ-άουτ τους καθηγητές οινολογίας. Ξύλινα βαρέλια πενήντα χρονών, σε ένα υπόγειο γεμάτο μούχλα και υγρασία φιλοξενούν κρασιά που φτιάχτηκαν χωρίς ζύμες, ένζυμα, κολλαρίσματα, φιλτραρίσματα και με λιγότερη από την μισή "ασφαλής ποσότητα" θειώδη ανυδρίτη. "Πνιγμένα στους βρεττανομύκητες με τις πτητικές να χτυπάνε κόκκινο" θα έλεγε ένας οινολόγος της σειράς που μόλις αποφοίτησε, "πολύ μεγάλα κρασιά που σπάνε κόκαλα" λέει η πραγματικότητα!

Το μόνο μελανό σημείο για το Domaine August Clape είναι πως έχουν παρατηρήσει αυξημένα ποσοστά ανεξήγητης θνησιμότητας στα νεαρά αμπέλια με το φαινόμενο να απειλεί όλη την ευρύτερη περιοχή. Αυτό όμως ισχύει για αμπέλια που φυτεύτηκαν από την δεκαετία του '90 και μετά. Τα παλαιότερα αμπέλια που έχουν φυτευτεί μετά από επιλογή βλαστών από τους ίδιους τους παραγωγούς (selection massale) και όχι μετά από κλωνική επιλογή (selection clonale) που είναι σήμερα πιο διαδεδομένη, δεν κινδυνεύουν καθόλου. Συνεπώς, ίσως το πρόβλημα μπορεί να λυθεί επιστρέφοντας στο παραδοσιακό σύστημα πολλαπλασιασμού. Σε κάθε περίπτωση ας ελπίσουμε πως το Cornas δε θα αντιμετωπίσει κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα και θα συνεχίσει να μας ενθουσιάζει με τα υπέροχα κρασιά του!


*Sous-bois: Toχαρακτηριστικό γήινο άρωμα από πεσμένα φύλλα στο δάσος που χαρακτηρίζει πολλές φορές τα Pinot Noir της Βουργουνδίας

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Ένα αστέρι γεννιέται στον Βόρειο Ροδανό!

Αφού ολοκληρώσαμε τις βόλτες μας γύρω από την λίμνη LeMan και κάναμε ένα πέρασμα από την Λυόν κατηφορίσαμε νότια στα παλιά γνώριμα λημέρια του νότιου Ροδανού. Εκεί, θα μέναμε για μερικές μέρες μέχρι την ημέρα του γάμου του φίλου οινοποιού Remy Nodin και στην συνέχεια θα συνεχίζαμε το ταξίδι μας. Ήταν η πρώτη φορά που κατεβαίνοντας στην περιοχή αυτήν το τρένο πέρασε δυτικά του Ροδανού και όχι ανατολικά από την μεριά του Hermitage όπως συνηθίζει. Έτσι είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε την θέα του ξακουστού αυτού λόφου από την απέναντι πλευρά και ταυτόχρονα να περάσουμε ακριβώς κάτω από το Cornas και τους σπουδαίους του αμπελώνες.

O Remy στο οινοποιείο του
Φτάνοντας στο σπίτι του οικοδεσπότη μας, αφήσαμε τα πράγματά μας και χωρίς να χάνουμε χρόνο περάσαμε στο οινοποιείο για να δούμε την εξέλιξη του Domaine Remy Nodin τα τρία τελευταία χρόνια. Να θυμίσω πως ο Remy είναι παλιός μου συμμαθητής από την σχολή της Beaune και ένας από αυτούς που μου έμαθαν πάρα πολλά για τον Ροδανό και με έκαναν να τον λατρέψω ως αμπελουργική περιοχή. Επίσης ήταν στην παρέα με την οποία κάναμε δοκιμές κρασιών όταν ξεκίνησα να γράφω το παράλληλο μπλογκ "Το τερπνόν μετά του ωφελίμου".

Η οικογένεια Nodin καλλιεργεί αμπέλια στο Saint Peray από το 1903. Για πάνω από εκατό χρόνια όλη η παραγωγή δίνονταν στον συνεταιρισμό Caves de Tain στο γειτονικό ομώνυμο χωριό. Το 2006, ο Remy, o μικρότερος από τα έξι αδέλφια της οικογένειας Nodin, άρχισε να οινοποιεί πειραματικά τα σταφύλια από δύο αμπελοτεμάχια Marsanne που ανήκαν στην οικογένεια. Το 2008, όταν είχαμε πλέον αποφοιτήσει, ο Ρεμύ ήταν ήδη έτοιμος να στήσει το δικό του οινοποιείο. Αποχώρησε εν μέρη από τον συνεταιρισμό*, αγόρασε ή δανείστηκε μεταχειρισμένο εξοπλισμό από γνωστούς του οινοποιούς, δημιούργησε το σήμα του οινοποιείου, τις ονομασίες και τις ετικέτες, προμηθεύτηκε μερικά βαρελια και το Domaine Remy Nodin ήταν γεγονός!

Κάπως έτσι, αργά και μεθοδικά, ξεκίνησε και ο Cyril Fhal στον οποίο είχα εργαστεί πριν μερικά χρόνια στο Roussillon. Κάπως έτσι ξεκινάει και ο Nicolas Faure, ένας φίλος από την Λωρραίνη που τον κέρδισε η βουργουνδία. Κάπως έτσι ξεκινάει ένας ακόμη φίλος στο Chassagne-Montrachet και πολλοί ακόμη νέοι οινοπαραγωγοί στην Γαλλία. Βλέποντας όλους αυτούς τους νέους ανθρώπους να δουλέυουν σε οινοποιεία όλου του κόσμου προκειμένου να κερδίσουν εμπειρίες, να δοκιμάζουν αμέτρητα κρασιά, να κάνουν σκληρές οικονομίες προκειμένου να μαζέψουν χρήματα να νοικιάσουν ένα μικρό αμπελάκι, να κάνουν οινοποιήσεις με ότι εργαλεία μπορέσουν να βρουν και να εργάζονται με τόσο πάθος για να στήσουν μία μικρή οινοποιητική επιχείρηση αναρωτιέμαι. Αναρωτιέμαι μήπως τελικά το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι πως στην συντριπτική πλειοψηφία οινοποιοί γίνανε όσοι είχανε λεφτά και όχι όσοι είχανε μεράκι.

Γιατί όταν είσαι είκοσι χρονών και πας να ζήσεις σε ένα χωριό στην μέση του πουθενά για να δουλεύεις σαν σκυλί κάτω από καυτό ήλιο ή παγωμένους ανέμους τότε είσαι πραγματικά παθιασμένος με αυτό που καταπιάνεσαι. Όταν ξοδεύεις ένα κάρο λεφτά για γυαλιστερά μηχανήματα και ανούσιους μοντερνισμούς, χτίζοντας σε ένα χώρο άσχετο με αμπελοκαλλιέργεια -αλλά ανακαλύπτεις πάντα μία πανάρχαια αμπελουργική παράδοση που αναβιώνεις- και φυτέυεις Merlot και Chardonnay που στο κάνει ο εκάστοτε οινολόγος, τότε είσαι αρπακολλατζής και τυχαίος στο επάγγελμα και μάλλον κάνεις ζημιά παρά καλό στην αμπελο-οινική κουλτούρα της χώρας σου.

Οι ετικέτες του κτήματος
Όσο ακόμη εργαζόμουν στην Γαλλία είχα επισκεφτεί τον Ρεμύ αρκετές φορές και είχα παρακολουθήσει την προσπάθεια του έως και το 2009. Τρία χρόνια μετά, ο εξοπλισμός έχει βελτιωθεί αρκετά, τα κρασιά έχουν αρχίσει να βρίσκουν την ταυτότητά τους και η γκάμα έχει μεγαλώσει. Φέτος ήταν η πρώτη χρονιά που παράχθηκε και αφρώδης οίνος στον οποίο το Saint-Peray έχει μακρά παράδοση. Επίσης, πρόσφατα ενοικιάστηκε ένα κομμάτι αμπελώνα στο Croze-Hermitage και φυτεύτηκε ένα αμπελάκι Syrah στο Cornas που σημαίνει πως ο Remy κάνει δυναμικό μπάσιμο και στα κόκκινα.

Τις πρώτες δύο χρονιές παραγωγής τα λευκά του οινοποιείου -πάντα απο 100% Marsanne- χαρακτηρίζονταν από διακριτικά αρώματα στη μύτη, δυναμικές οξύτητες και μέτρια διάρκεια. To 2011 που θα δοκιμάζαμε τώρα, ήταν μία πολύ καλή χρονιά για τα λευκά στον Ροδανό αλλά όχι τόσο για τα κόκκινα. Δοκιμάζοντας από το βαρέλι διαπιστώσαμε την ποιοτική άνοδο που έχει σημειωθεί. Πιο εκφραστικά με καλύτερα τονισμένο το φρούτο στη μύτη και με καλύτερη διάρκεια της έντασης στο στόμα, ήταν τουλάχιστον ένα σκαλί πάνω από τις πρώτες χρονιές.

Στην κάβα με τα αφρώδη
Τα κόκκινα είχαν τελείως διαφορετική συμπεριφορά από βαρέλι σε βαρέλι αλλά έδειχναν πως γενικά έχει γίνει πολύ καλή δουλειά. Κάτι το οποίο επιβεβαιώσαμε δοκιμάζοντας και ένα Crozes-Hermitage της ίδιας χρονιάς που για πρακτικούς λόγους είχε εμφιαλωθεί λίγο νωρίτερα από τα προηγούμενα. Γνωρίζοντας πως ο Remy έχει ταλέντο στα λευκά και έχει ασχοληθεί πολύ περισσότερο με την Marsanne απ'ότι με την Syrah μπορώ να πω πως στην πρώτη του απόπειρα για ερυθρό κρασί τα κατάφερε εξαιρετικά. Τέλος, ήταν η πρώτη χρονιά παραγωγής για το αφρώδες και δεν είχαμε ακόμη την δυνατότητα να το δοκιμάσουμε. Κρίνοντας όμως από όλα τα υπόλοιπα που παράγει ο Ρεμί μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως και αυτό θα είναι επιτυχημένο.

Τα εδάφη των κρασιών του κτήματος
Το Domaine Remy Nodin παράγει σήμερα τρεις ετικέτες Λευκών κρασιών και μία ερυθρή ενώ έχει μπει αρκετά καλά στην αγορά της Γαλλίας. O Remy Λατρεύει τον τόπο του και κάνει μεγάλο αγώνα να αναδείξει τις λιγότερες γνωστές ονομασίες προέλευσης της περιοχής όπως τα αφρώδη αλλά και τα λευκά του Saint-Peray που είναι ένα από τα παλαιότερα AOC της χώρας. Στο γαλλόφωνο μπλογκ του: Syrah, Marsanne, Rousanne: trois femmes d'exception** μπορείτε να διαβάσετε τα νέα του και να μάθετε μερικά ακόμη πράγματα σχετικά με τον ανερχόμενο αυτόν οινοποιό του Βόρειου Ροδανού.



*Τα συμβόλαια έχουν διάρκεια 5ετίας και αφορούν το κάθε αμπελοτεμάχιο χωριστά
**μτφ από Γαλλικά:Τρεις ξεχωριστές γυναίκες (κυρίες)

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Κοιλάδα του Vaud ημέρα 3η

Αφού τελειώσαμε το γεύμα στο σπίτι του Raoul Cruchon, ο ίδιος μας οδήγησε με το αυτοκίνητο του στο επόμενο οινοποιείο της ημέρας. Παρεμπιπτόντως, το γεύμα μας περιλάμβανε ουρά πεσκανδρίτσας στο φούρνο, ψημένη απλά όσο χρειάζονταν για να μην χάνει τα ζουμιά της. Κάτι σαν ζεστό σούσι δηλαδή που όμως κρατούσε όλη του την νοστιμιά και έδενε καταπληκτικά με τα λευκά του κτήματος.

Σε απόσταση όχι πάνω από ένα εικοσάλεπτο δρόμου με το αυτοκίνητο, φτάσαμε στον τρίτο οινικό μας σταθμό στην κοιλάδα του Vaud. Ενδιάμεσα, δεξιά και αριστερά στο τοπίο κυριαρχούσαν είτε τα αμπέλια είτε οι αγελάδες οι οποίες περίμεναν υπομονετικά να έρθουν οι μέρες που λουλουδοστολισμένες και κουδουνοφορεμένες όπως προστάζει το έθιμο, θα ανηφορίσουν και πάλι προς τα βουνά των Άλπεων ή του Jura.

Στο χωριό Fichy μας περίμενε ο Raymond Paccot, ο έτερος σπουδαίος βιοδυναμιστής της La Côte και ιδιοκτήτης του "Domaine La Colombe". Καθώς συζητούσαμε μαζί του και ενώ ετοιμαζόμασταν να κάνουμε μία γύρα στους αμπελώνες του είδαμε απέναντί μας ένα τεράστιο φορτηγό με ένα σκεπασμένο φορτίο πολύ μεγάλου μεγέθους. Το φορτίο αυτό ήταν ένα δέντρο με ύψος πάνω από δέκα μέτρα, πακεταρισμένο μαζί με τις ρίζες του από κάποιο σημείο της Βόρειας Ιταλίας προορισμένο να φυτευτεί στον κήπο της πλούσιας κυρίας απέναντι από το οινοποιείο. Η συγκεκριμένη κυρία αγόρασε την βίλα η οποία όμως δεν είχε δέντρα στον κήπο της. Για να μην χρειαστεί να φυτέψει δέντρα και να περιμένει αρκετά χρόνια ώσπου να μεγαλώσουν αποφάσισε να δημιουργήσει έναν κήπο με έτοιμα δέντρα που αγόρασε από διάφορα μέρη. Το κόστος για ένα δέντρο είναι γύρω στα 35.000€ με τα μεταφορικά να αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους αυτού. Μου θύμισε την περίπτωση κάποιων μεγάλων Chateau στο Μπορντό που μετέτρεψαν τα επίπεδα αμπελοτεμάχιά τους σε λόφους τοποθετώντας μάλιστα και έδαφος της επιλογής τους!

Αφήνοντας τις εκκεντρικότητες των πλουσίων πίσω μας, ο Raymond μας οδήγησε στους αμπελώνες του γύρω από το χωριό. Συνολικά στην ευρύτερη περιοχή του Morges, εκεί δηλαδή όπου βρίσκεται και το Fichy, καλλιεργούνται 6000 στρέμματα. Η συνολική έκταση των αμπελώνων του Vaud είναι 40.000 στρέμματα ενώ όλη η Ελβετία καλλιεργεί 150.000 στρέμματα. Το Domaine La Colombe κατέχει εκατόν πενήντα στρέμματα σε βιοδυναμική καλλιέργεια εδώ και δώδεκα χρόνια. Tο έδαφος δουλεύεται εντατικά προκειμένου να εξοντωθούν τα ζιζάνια που δημιουργούν ανταγωνισμό στα πυκνά φυτεμένα κλήματα του αμπελώνα και να τονωθεί η ζωή των υπόγειων μικροοργανισμών. Για τον ίδιο λόγο καλλιεργείται και κριθάρι το οποίο αφού κοπεί τονώνει την περιεκτικότητα του εδάφους σε άζωτο.

Οι αμπελώνες είναι σχετικά πυκνά φυτεμένοι αλλά παρατηρείται η τάση ανά πέντε σειρές να ξηλώνουν την μεσαία για να διευκολύνεται η μηχανοποίηση. Εντύπωση μου προκάλεσαν τα μικρά Ιταλικά τρακτέρ που μπορούν να δουλεύουν αμφίπλευρα έχοντας ένα περιστρεφόμενο κάθισμα σε ίση απόσταση από το μπροστινό και το πίσω μέρος.

Αφού τελειώσαμε την βόλτα μας, επιστρέψαμε στο οινοποιείο όπου περάσαμε στις δοκιμές των κρασιών. Στην αίθουσα γευσιγνωσίας αυτό που τραβούσε την προσοχή ήταν οι τομές των τεσσάρων εδαφικών τύπων του αμπελώνα οι οποίες εκθέτονταν σε ειδικά διαμορφωμένο πλαίσιο. Στο σημείο εκείνο ο Raymond Paccot, αφού μας εξήγησε τις ιδιαιτερότητες του κάθε εδάφους, μας αποχαιρέτισε αφήνοντας μας στα χέρια του βοηθού του.

 Για μία ακόμη φορά δοκιμάσαμε πάνω από δέκα διαφορετικές ετικέτες, με το Chasselas να κυριαρχεί σε διάφορες εκδοχές ανάλογα με το αμπελοτόπι. Πολύ καλό ήταν το "Le Brez" με ιδιαίτερη ένταση και νεύρο σε αντίθεση με το "Mont sur Rolle" που έρχονταν κάπως πιο παχύ. Πέρα από τα Chasselas πολύ καλή εντύπωση μας έκανε και το Chardonnay 2009 που θύμιζε Macon ενώ ενδιαφέρον παρουσίαζε και το χαρμάνι Savagnin, Chardonnay και Dorale. Η τελευταία είναι και αυτή μία ποικιλία που έχει δημιουργηθεί από τους Ελβετούς διασταυρώνοντας Chasselas με Chardonnay.
Από τα κόκκινα ξεχωρίσαμε το Pinot Noir του 2010 που διατηρούσε όλη την ευγένεια της ποικιλίας και το "La Colombe Rouge" που αποτελείται από Syrah, Gamaret και Gamanoir -μία ακόμη διασταύρωση Chasselas με Reichensteiner-.

Με το Domaine La Colombe έκλεισε ο πρώτος κύκλος οινικού ενδιαφέροντος στο ταξίδι μας και πήραμε το δρόμο για Γενεύη. Από εκεί περάσαμε στην Γαλλική πλευρά της λίμνης για μερικούς ορειβατικούς περιπάτους στα προ-αλπικά βουνά. Μπορούσαμε πια να διακρίνουμε όλη την λίμνη από ψηλά και να αγναντέψουμε τους αμπελώνες του Vaud στο βάθος απέναντί μας...

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Κρασιά, τυριά και ο Ροδανός ως παγετώνας...

Την δεύτερη μέρα μας στην Λοζάνη κατευθυνθήκαμε δυτικά, στην άλλη πλευρά της αμπελουργικής ζώνης του Vaud, στην λεγόμενη "La Côte". Η πρώτη μας επίσκεψη ήταν στο οινοποιείο Henri Cruchon στο Echichens. Στην πλατεία του χωριού μας περίμενε ο Raoul Cruchon ο οποίος με μεγάλη προθυμία μας ξενάγησε στους αμπελώνες και μας μίλησε για την φιλοσοφία του κτήματος, για το ιστορικό της περιοχής, το μικροκλίμα και την επιρροή του στους αμπελώνες.

Ο Ροδανός ως παγετώνας
Ας τα πάρουμε από την αρχή ξεκινώντας από το μικροκλίμα. Κάθε φορά που εμείς οι οινόφιλοι ακούμε το όνομα Ροδανός το μυαλό μας πάει στις δύο ομώνυμες κοιλάδες. Εκεί όπου κυριαρχεί η Syrah και τα μεγάλα cru όπως το Hermitage στα βόρεια ή το Chateauneuf du Pâpe στα νότια. Σπάνια όμως έρχεται στο μυαλό μας η κοιλάδα του Vaud η οποία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον μεγάλο γαλλικό ποταμό που πηγάζει στην Ελβετία. Τα πάντα ξεκινάνε κάπου στις Άλπεις σε υψόμετρο τριών χιλιάδων μέτρων. Εκεί, ο ανοιξιάτικος ήλιος λιώνει κάθε χρόνο ένα μέρος από τα δεκαεπτά τετραγωνικά χιλιόμετρα του μεγάλου παγετώνα του Ροδανού, τον υγροποιεί και δημιουργεί το ομώνυμο ποτάμι που κατηφορίζει μέχρι την λίμνη Λε Μαν. Στην συνέχεια ο ποταμός φεύγει κάπου από το ύψος της Γενεύης διασχίζει τις δύο μεγάλες κοιλάδες και τελικά χύνεται στην μεσόγειο δημιουργώντας τον υπέροχο υδροβιότοπο της Camargue κοντά στην Μασσαλία.

Η λίμνη Λε Μαν επιδρά στην διατήρηση ομαλών θερμοκρασιών σε όλη την περιοχή που βρίσκεται τριγύρω της. Πρόκειται για μία τεράστια μάζα νερού συνολικού μεγέθους 83 κυβικών χιλιομέτρων που κρατάει ζεστή την ατμόσφαιρα το χειμώνα και δροσερή το καλοκαίρι προστατεύοντας τους αμπελώνες από ακραία φαινόμενα.

Η αμπελοκαλλιέργεια στην περιοχή αναπτύχθηκε χάρη στους Ρωμαίους οι οποίοι έμαθαν στους ντόπιους πως να καλλιεργούν το αμπέλι και να παράγουν κρασί. Σύμφωνα με τον παραγωγό, η περιοχή είχε από τότε διάφορες ποικιλίες σταφυλιών. Σε συνδυασμό με διάφορες διασταυρώσεις ποικιλιών με τις οποίες πειραματίστηκαν οι Ελβετοί κατά την διάρκεια των χρόνων ο Αλπικός τομέας θεωρείται σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα ποικιλιακά θησαυροφυλάκια του οινικού κόσμου.

Οι οικογένεια Ανρί Κρουσόν κατέχει 420 στρέμματα αμπελώνων και η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων. Γύρω στα 240 στρέμματα καλλιεργούνται βιοδυναμικά τα τελευταία έντεκα χρόνια και κάθε χρόνο γίνεται μετατροπή όλο και περισσότερων εκτάσεων. Συνολικά έχουν φυτευτεί δεκαπέντε διαφορετικές ποικιλίες οι οποίες δίνουν τριανταέξι διαφορετικές ετικέτες! Ο Ραούλ μας εξηγεί πως στόχος τους είναι να αναδεικνύουν τον ξεχωριστό χαρακτήρα του κάθε terroir και για να γίνει αυτό αποφεύγουν τα χαρμάνια και οινοποιούν κάθε αμπελοτεμάχιο ξεχωριστά. Μόνο για το Chasselas υπάρχουν εννιά διαφορετικές ετικέτες! Έτσι δίνεται έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε υποπεριοχής και όχι στην ποικιλία αποκλειστικά. Ότι δηλαδή συμβαίνει στην Βουργουνδία, το Πιεμόντε και τις άλλες σπουδαίες οινοπαραγωγικές περιοχές του κόσμου.

Επιστρέφοντας από τον περίπατό μας στους αμπελώνες, καθίσαμε στον καλαίσθητο χώρο δοκιμών του οινοποιείου όπου παρέα με τον οινοπαραγωγό, τον κύριο Ζησιάδη και τον τυροκόμο Ζακ Ντουτβελέρ δοκιμάσαμε μερικές από τις ετικέτες του κτήματος. Τα Chasselas με τα οποία και ξεκινήσαμε χαρακτηρίζονταν από απαλή γεύση και ήταν ευκολόπιοτα και ευχάριστα. Η διαφορά που υπήρχε όσο δοκιμάζαμε άλλα αμπελοτεμάχια είναι πως κάποια από αυτά υπερτερούσαν σε γευστική διάρκεια αλλά και οξύτητα. Να σημειώσω εδώ πως σε όλα τα κρασιά πραγματοποιείται μηλογαλακτική ζύμωση με σκοπό να αμβλυνθούν οι έντονες οξύτητες. Μετά τα Chasselas περάσαμε σε ένα ωραίο νευρώδες Σαρτονέ και ένα αρωματικό Viogner και τέλος στην τοπική ποικιλία Altesse.

Η συγκεκριμένη φέρεται να ανήκει στην ίδια οικογένεια με την Rousanne ενώ η wikipedia αναφέρει πως την είχε φέρει από την Κύπρο ένας δούκας του Σαβόι. Η μύτη χαρακτηρίζεται από πολύ καθαρό φρούτο και έντονα αρώματα γκρέιπφρουτ ενώ το στόμα είναι αρκετά γεμάτο, με πολύ καλές οξύτητες και μεγάλη γευστική διάρκεια.

Κάπου εκεί εμφανίστηκε και η φουρνάρισσα του χωριού η οποία μας πρόσφερε έναν μεζέ από πατέ τυλιγμένο σε σφολιάτα που μόλις είχε ψήσει και ταίριαζε υπέροχα με τα κόκκινα που ακολουθούσαν στην γευστική δοκιμή. Δοκιμάσαμε πρώτο το Servagnin με το πολύ έντονο άρωμα Cassis. Πρόκειται για κλώνο του Pinot Noir που μεταφέρθηκε από την Γαλλία στην κοιλάδα του Vaud πριν εξακόσια χρόνια και σήμερα έχει χαθεί στην χώρα προέλευσής του. Αποτέλεσμα αυτού είναι το Servagnin να μην μοιάζει παρά ελάχιστα με το Pinot Noir και να δίνει ένα πολύ ξεχωριστό προϊόν.

Ακολούθησαν δύο τρία ακόμη κόκκινα και τέλος το Gamaret. Μία διασταύρωση του γνωστού μας Gamay με το λευκό Reichensteiner που με την σειρά του προέρχεται από μία σειρά διασταυρώσεων του γερμανικού ινστιτούτου με το όνομα σιδηρόδρομο: "Institut fur Rebenzuchtung und Rebenveredlung der Hessischen Forschungsanstalt fur Weinbau, Gartenbau, Getranketechnologie und Landespflege". Πιο θερμό αρωματικά από όλα τα υπόλοιπα αλλά και αρκετά πολύπλοκο με βοτανικές αλλά και μπαχαρένιες νότες και πολύ καλή ισορροπία οξύτητας τανινών ήταν ίσως το καλύτερο της σειράς.


Τελειώνοντας τις δοκιμές και προτού περάσουμε στην οικία Cruchon όπου η οικογένεια του παραγωγού μας είχε καλέσει σε γεύμα, κάναμε μία συζήτηση σχετικά με το τυρί με τον τυροκόμο της παρέας. Ο Jacques Duttweiler που σύμφωνα με τον κύριο Ζησιάδη θεωρείται ο άρχοντας των τυριών της Ελβετίας μας μίλησε για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει με το να εμπορευτεί ελληνικά τυριά αλλά και την ανησυχία του για την οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί υποχρεωτικής παστερίωσης όλων των τυριών. Υπενθυμίζω πως οι Γάλλοι έκαναν μία τιτάνια προσπάθεια και κατάφεραν να πετύχουν την ακύρωση του νόμου όσον αφορά την χώρα τους, επικαλούμενοι την ισοπέδωση των γεύσεων και την διάσωση της γαστρονομικής τους κληρονομιάς.

Είναι προφανές πως οι μεγάλες βιομηχανίες τυριού δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν γάλα της ίδιας ποιότητας με αυτό των μικρών παραγωγών και αναγκάζονται να το παστεριώσουν προκειμένου να αποφευχθούν βακτηριδιακές μολύνσεις. Με την παστερίωση όμως χάνουν όλη την γεύση του τυριού και κάθε τύπος τυριού τείνει να μοιάζει το ίδιο ακριβώς. Από την άλλη πλευρά, οι μικροί τοπικοί παραγωγοί της κάθε περιοχής παράγουν τυριά πιο γευστικά που αποτυπώνουν στο ακέραιο τον γευστικό χαρακτήρα της ζώνης παραγωγής τους. Αυτό συμβαίνει επειδή η ποιότητα του γάλακτος που χρησιμοποιείται είναι πολύ καλύτερη και έτσι αποφεύγεται η παστερίωση που στερεί όλο τον γευστικό πλούτο του τελικού προϊόντος. Ο νόμος της ευρωπαϊκής ένωσης περί υποχρεωτικής παστερίωσης είναι απλά μία τεράστια βοήθεια στις μεγάλες βιομηχανίες που "κινούν τα νήματα" και τις βοηθάει να εξισώσουν τα άνοστα και πλαστικοποιημένα τυριά τους με τα θεσπέσια τυριά των κατά τόπους μερακλήδων τυροκόμων!

Το παράδοξο μάλιστα είναι πως ειδικά στην Ελβετία, για να δημιουργήσουν το περίφημο emmental χρησιμοποιούν πλέον ειδικές καλλιέργειες βακτηριδίων που έχουν μοναδικό σκοπό να δημιουργούν της περίφημες τρύπες! Όπως μάλιστα τονίζει και ο ειδικός της παρέας μας, σε λίγο καιρό ο κόσμος θα σταματήσει να τρώει τυρί γιατί εφόσον τα ένζυμα θα είναι εξοντωμένα από την παστερίωση, το τυρί όχι απλά θα χάσει τον ρόλο του ως χωνευτικό αλλά θα προκαλεί πλέον και προβλήματα δυσπεψίας στα ευαίσθητα στομάχια!

Το θέμα επί ελληνικού εδάφους έχει περάσει στα ψιλά και ψάχνοντας στο διαδίκτυο δεν βρήκα κάποιο σχετικό άρθρο. Έχω όμως την εμπειρία του τοπικού μας μπάτζου -εδώ τον λέμε μπάτσο- που  θυμίζει όλο και περισσότερο σκληρή κεφαλογραβιέρα παρά αυτό που πραγματικά είναι και φυσικά την ομολογία τοπικού εστιάτορα που με στεναχώρησε πάρα πολύ όταν μου είπε "μπορώ να έχω ότι αηδιαστικό υποκατάστατο τυριού θέλω και να το πουλάω για τυρί αλλά αν με βρούνε με μη-παστεριωμένο μπάτσο την έχω πολύ άσχημα!" Θλιβερό αλλά αληθινό.

Ζήτω η παρανομία λοιπόν! Ζήτω η απανταχού ανυπότακτοι τυροκόμοι! Ζήτω όσοι διακινδυνεύουν για να σώσουν την ιστορία του τόπου τους και την γαστρονομική τους κληρονομιά! Κάτω τα παστεριωμένα, φιλτραρισμένα, ραφιναρισμένα και λοιπά σακατεμένα από την επεξεργασία προϊόντα!



υ.γ. Φυσικά υπάρχουν και περιπτώσεις που η παστερίωση ή άλλη επεξεργασία κρίνεται απαραίτητη. Για όσους δεν το γνωρίζουν έχω τελειώσει το λύκειο με ειδικότητα τεχνολογίας τροφίμων στην Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή και γνωρίζω πολύ καλά που βρίσκονται τα όρια αυτού που αποκαλούμε "φυσικό" και αυτού που καταντάει "βλαβερό".

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Αμπελο-οινικές περιπέτειες γύρω από μια λίμνη!

Είναι τέλη Απριλίου και βρίσκομαι σε ένα πέτρινο μπαλκόνι πάνω από την λίμνη Λε Μαν κρατώντας στο χέρι ένα ποτήρι Mondeuse. Το κρασί μας συνοδεύει λεπτοκομμένο προσούτο με βιολογικό ελαιόλαδο από τις Σέρρες. Είναι από τις πρώτες ηλιόλουστες μέρες στην Ελβετία και τα βουνά απέναντι είναι ακόμη ντυμένα στα λευκά. Συζητάμε με τον παραγωγό για την βιοδυναμική και την σχέση του με την φύση ενώ γύρω μας είναι απλωμένες ατέλειωτες πεζούλες με αμπελώνες. Είναι η αρχή ενός υπέροχου οινο-γαστρονομικού ταξιδιού σε τρεις διαφορετικές χώρες γύρω από τις Άλπεις.

Ας πάρουμε όμως τα πράματα από την αρχή. Τον Φεβρουάριο που μας πέρασε, μας επισκέφτηκαν στην Νάουσα δύο Ελβετοί οινοπαραγωγοί συνοδεία του κύριου Ζησιάδη, Έλληνα που ζει στην Ελβετία. Ο κύριος Ζησιάδης είναι εμπνευστής και δημιουργός του σχεδίου Πάτοινος. Ένα σχέδιο που σε συνεργασία με ανθρώπους του χώρου από Ελλάδα και εξωτερικό, φιλοδοξεί να αναβιώσει την Πατμιακή αμπελοκαλλιέργεια και οινοπαραγωγή και να δώσει στο νησί το οινικό χρώμα του παρελθόντος. Αφού λοιπόν γνωριστήκαμε με τους παραγωγούς και ανταλλάξαμε διευθύνσεις το μόνο που έμενε ήταν να πάρουμε το αεροπλάνο και να πάμε και εμείς με την σειρά μας να τους βρούμε και να δούμε από κοντά τους αμπελώνες τους και τα κρασιά που παράγουν.

Παράλληλα, ο γάμος ενός φίλου στο Saint-Peray -δύο μόλις χιλιόμετρα από το Cornas- έβαλε στο πρόγραμμά μας και τον Βόρειο Ροδανό με τα μεγάλα του Syrah και τις εκπληκτικές Rousanne και Marsanne. Και επειδή οι ανταποκρίσεις πτήσεων από τον Βόρειο Ροδανό μέχρι την Ελλάδα δεν είναι ότι πιο εύκολο και οικονομικό μπορεί να βρει κανείς, είπαμε για τον γυρισμό να πετάξουμε από Ιταλία. Έλα όμως που εκεί όπου η Ιταλία συνορεύει με την Γαλλία τυχαίνει να βρίσκεται ένας γαστρονομικός παράδεισος! Πόσοι οινόφιλοι δηλαδή θα περνούσαν από το Πιεμόντε χωρίς να κάνουν μία ολιγοήμερη στάση; Γι'αυτό κι εμείς είπαμε να προσθέσουμε έναν ακόμη σταθμό στο πρόγραμμά μας και να κάνουμε μερικές διανυκτερεύσεις στο Τορίνο και στην Άλμπα προτού επιστρέψουμε σπίτι.

Ξεκινώντας το ταξίδι μας προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο της Βασιλείας και περάσαμε στην πόλη την πρώτη μας βραδιά. Σπεσιαλιτέ της πόλης είναι τα Λέκερλι. Μικρά μπισκοτάκια φτιαγμένα από μέλι, ξηρούς καρπούς, αλεύρι αρωματικά φυτά κ.α. τα οποία όμως έχουν το μειονέκτημα να είναι πολύ σφιχτά και όχι τόσο πρόθυμα να ξεκολλήσουν από τα δόντια μας! Γι'αυτό και εμείς τα εκδικηθήκαμε και τα αφήσαμε να μας κοιτάζουν παραπονεμένα πίσω από τις βιτρίνες τους. Αντί αυτών προτιμήσαμε δύο μεγάλες πλάκες χύμα σοκολάτας από εξαιρετικής ποιότητας κακάο που μας έκαναν να γλείφουμε μέχρι και τα δάκτυλα μας!

Την επόμενη μέρα το πρωί φύγαμε για Λωζάνη όπου θα μέναμε τις επόμενες τρεις μέρες και θα ήταν η έδρα μας για τις εξορμήσεις στους αμπελώνες της γύρω περιοχής. H πρώτη μας επίσκεψη ήταν στον βιοδυναμιστή οινοπαραγωγό Gilles Wannaz στο χωριό Chenaux. Μας υποδέχθηκε στο πανέμορφα διαμορφωμένο πετρόκτιστο κτήριό του το οποίο μετράει 800 χρόνια ιστορίας. Η διακόσμηση του χώρου ήταν εξ ολοκλήρου φτιαγμένη από αντικείμενα που είχε κατασκευάσει ο ίδιος και η όλη ατμόσφαιρα έδινε μία αίσθηση πολύ ζεστή και φιλική προς τον επισκέπτη. Αφού ήπιαμε ένα λευκό για το καλωσόρισμα, περάσαμε στο μπαλκόνι όπου η θέα έκοβε την ανάσα. Μπροστά μας απλώνονταν η λίμνη Λε Μαν, στο βάθος οι χιονισμένες κορφές των Άλπεων και γύρω μας ο χαρακτηρισμένος από την Unesco "μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς" αμπελώνας του Lavaux.

Δοκιμάζοντας τα λευκά ήταν η πρώτη φορά που ερχόμασταν σε επαφή με την ποικιλία Chasselas. Μία ποικιλία αρκετά υποτιμημένη στις χώρες γύρω από την Ελβετία αλλά πολύ σπουδαία για τους ίδιους τους Ελβετούς. Το Chasselas σε γενικές γραμμές δίνει κρασιά αρκετά μαλακά, ευκολόπιοτα, με μέτριες οξύτητες και ευχάριστο τελείωμα. Αυτό το κάνει να είναι το τέλειο κρασί για το απεριτίφ και σύμφωνα με τα λεγόμενα των ντόπιων, παλαιότερα, στις 11 η ώρα το πρωί έκαναν διάλειμμα από τις δουλειές τους και έπιναν όλοι από ένα μπουκάλι Chasselas για να τους ανοίξει η όρεξη! Κάποια αμπελοτόπια πάντως χαρακτηρίζονται από ποιο δυναμικές οξύτητες και τα τελευταία χρόνια η τάση για παλαιωμένα κρασιά της ποικιλίας παρουσιάζεται αυξημένη.


Πέρα από το Chasselas δοκιμάσαμε επίσης κάποια εξαιρετικά κόκκινα. Ήπιαμε δύο πολύ καλά Pinot Noir, ένα ξεχωριστό Merlot και την καταπληκτική Mondeuse. Μία ποικιλία με σκούρο κόκκινο χρώμα, τρομερές οξύτητες και καλές τανίνες που βοηθάνε να κρατηθεί η ισορροπία. Πρόκειται για μία ποικιλία που καλλιεργείται εδώ και πάρα πολλά χρόνια στην περιοχή του Haut-Savoie αλλά λόγω της έντονης οξύτητάς της δεν κατάφερε ποτέ να πρωταγωνιστήσει.

Συνολικά δοκιμάσαμε τις μισές από τις είκοσι(!) περίπου ετικέτες του κτήματος που φτιάχνονται από τις εικοσιέξι ποικιλίες που καλλιεργούνται σε 36 διαφορετικά αμπελοτεμάχια! Και όλα αυτά με συνολική έκταση μόλις σαρανταπέντε στρέμματα. Όποιος έχει ασχοληθεί με οινοποίηση ξέρει τι φασαρία σημαίνουν όλα αυτά και το πόσο καλά οργανωμένος πρέπει να είναι κανείς κατά την διάρκεια του τρύγου για να μην χάσει τα αυγά και τα πασχάλια!

Οι αμπελουργικές ζώνες τις Ελβετίας
Παρόλα αυτά ο παραγωγός υποστηρίζει πως η Ελβετία έχει χάσει τεράστιο μέρος από την πλούσια γενετική κληρονομιά της και οι ποικιλίες που παρέμειναν μέχρι και σήμερα είναι οι πιο παραγωγικές. Αυτό φυσικά συνέβη σε πολλές περιοχές της Ευρώπης καθώς οι αμπελουργοί αντιλήφθηκαν πολύ αργά πως οι λίγο παραγωγικές ποικιλίες ή κλώνοι είναι αυτές που μπορούν να δώσουν υψηλή ποιότητα. Ότι ακριβώς συνέβη δηλαδή και στην χώρα μας.

Μείναμε εκεί πέρα σχεδόν δύο ώρες και αναλύσαμε με τον παραγωγό διάφορα θέματα αμπελο-οινικού περιεχομένου με την βιοδυναμική να αποτελεί τον κεντρικό άξονα των περισσότερων συζητήσεων. Αργά το απόγευμα επιστρέψαμε στην Λοζάνη για να δειπνήσουμε με τον οικοδεσπότη μας και να απολαύσουμε μερικά ακόμη τοπικά κρασιά!