Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

Αμπελο-οινικές περιπέτειες στο μαγευτικό νησί του Κέφαλου!

Πολύ μικρός, όταν ακόμη ξεκινούσα να διαβάζω, η αγαπημένη μου ετικέτα στην κάβα της μητέρας μου ήταν αυτή που απεικόνιζε ένα κανονάκι σε πράσινο φόντο και ήταν τυπωμένη πάνω σε ένα τσουβαλάκι που αγκάλιαζε την φιάλη. Δεν ξέρω για πιο λόγο η εικόνα αυτή με τραβούσε τόσο πολύ αλλά χάρη σε αυτήν η Ρομπόλα του συνεταιρισμού της Κεφαλονιάς έγινε το αγαπημένου μου κρασί. Εμφανισιακά τουλάχιστον γιατί εκείνη την εποχή δεν είχα ιδέα από δοκιμές κρασιών. Προείχε να μάθω να διαβάζω και να γράφω προτού μάθω να πίνω (αν και σε μερικούς που ξέρουν καλά το πάθος μου για το κρασί δεν θα τους φαινόταν καθόλου παράξενο αν συνέβαινε το αντίθετο..). Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά βρισκόμουν στην γη που παρήγαγε το κρασί αυτό και σίγουρα αυτήν την φορά δε θα κέρδιζαν τις εντυπώσεις μου κανονάκια και τσουβαλάκια...
Είχα ακούσει τόσα πολλά για το νησί αυτό και τους σκαρφαλωμένους σε πλαγιές αμπελώνες του με θέα την θάλασσα και είχα ενθουσιαστεί που θα είχα επιτέλους την ευκαιρία να το επισκεφτώ. Τα τοπία ήταν μαγικά. Ο συνδυασμός βουνού και θάλασσας μαζί με την πλούσια βλάστηση αλλά και οι εναλλαγές του καιρού δημιουργούσαν φανταστικές εικόνες και σχεδόν ξεχνούσα τον αρχικό μου σκοπό που ήταν να δω τα αμπέλια και τα οινοποιεία της περιοχής.
Φυσικά έγινε και αυτό, αρχής γενομένης με το κτήμα Gentillini. Ακριβώς κάτω από το Αργοστόλι σε μία αρκετά βραχώδη περιοχή βρίσκεται το μικρο οινοποιείο του κτήματος. Εκεί μας περίμενε η οινολόγος του Gentillini, Gabrielle Beamish που μας ξενάγησε και μας μίλησε λεπτομερώς για την παραγωγική διαδικασία. Για κακή μας τύχη η Ρομπόλα του 2008 είχε τελειώσει και σε αυτήν του 2009 είχε γίνει πρόσφατα επεξεργασία με μπεντονίτη. Έτσι ξεκινήσαμε την δοκιμή με το λευκό του 2008 και περάσαμε αμέσως μετά στο ροζέ. Χάρηκα όταν έμαθα πως το Chardonnay του κτήματος αντικαταστάθηκε με μαυροδάφνη και η τελευταία έχει όλο και μεγαλύτερο ποσοστό στα κόκκινα χαρμάνια. Το red ήταν μάλλον το κρασί που κέρδισε την προτίμηση μου αφού ήταν ευκολόπιοτο, εκφραστικότατο και άψογα ισορροπημένο. Η Syrah έδειχνε πως έχει μεγάλες δυνατότητες να γίνει ένα εξαιρετικό κρασί αλλά ήταν αρκετά νεαρή και σημαδεμένη ακόμη από το βαρέλι. Πάντως αρωματικά έδειχνε έναν πολύ διαφορετικό χαρακτήρα από τις υπόλοιπες ελληνικές Syrah και θα έχει ενδιαφέρον να ακολουθήσει κανείς την εξέλιξή της.
Ο πολύ άσχημος καιρός χάλασε τα σχέδια μας για επίσκεψη στο οινοποιείο του Σκλάβου. Έτσι βρεθήκαμε σε "ουδέτερο έδαφος" με τον Ευρυβιάδη, σε ένα μικρό καφέ στο Αργοστόλι και για πολύ λίγη ώρα σε σχέση με όλα αυτά που θέλαμε να συζητήσουμε. Είχαμε μία πολύ ουσιώδη ανταλλαγή απόψεων γύρω από το κρασί και τις εναλλακτικές μορφές καλλιέργειας αλλά σε καμία περίπτωση ό χρόνος που είχαμε δεν ήταν αρκετός για να καλύψουμε όλα τα θέματα που είχαμε κατά νου. Δεν μπορέσαμε να δοκιμάσουμε κάτι αλλά εφοδιάστηκα με μερικές φιάλες του κτήματος ώστε να τις δοκιμάσω μόνος μου όταν θα έχω τον χρόνο και την ηρεμία. Όχι πως δεν γνωρίζω την αξία του Οργίων ή τον δροσερό και ευχάριστο Μεταγειτνιών αλλά ποτέ δεν χάνουμε δοκιμάζοντας μία ακόμη φορά!
Από το Αργοστόλι ανηφορίσαμε προς τον βουνό για να κάνουμε μία γύρα σε κάποια αμπέλια που μας υπέδειξε ο Ευρυβιάδης και ανήκουν σε παραγωγούς του συνεταιρισμού. Εκτιμάται πως τα αμπέλια αυτά έχουν φυτευτεί στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και τα περισσότερα από αυτά είναι σε φάση εγκατάλειψης. Για μένα όμως το θέαμα αυτό τον γερασμένων αμπελώνων πάνω στις πλαγιές του συννεφιασμένου Αίνου απέναντι από την φουρτουνιασμένη θάλασσα ήταν κάτι μαγικό. Φαντάστηκα τον εαυτό μου να έχει αναλάβει μερικά από αυτά τα κομμάτια γης και να προσπαθεί χρόνο με τον χρόνο, με προσεκτικές φροντίδες να διασώσει τους παροπλισμένους αυτούς γέροντες με αντάλλαγμα τους πολύτιμους χυμούς τους.
Ξυπνώντας από αυτό το σύντομο όνειρο διαπίστωσα πως είχε έρθει η ώρα να επιστρέψω στην ηπειρωτική Ελλάδα και να ανηφορίσω προς Νάουσα. Τα υπόλοιπα οινοποιεία του νησιού όπως αυτό του πολύ αξιόλογου συνεταιρισμού και αυτό του Γιαννηκώστα Μεταξά θα μπουν στο πρόγραμμα για κάποια άλλη φορά. Εξάλλου η Κεφαλονιά θα με περιμένει να επιστρέψω αρκετά σύντομα για να χαθώ ακόμη πιο βαθιά στα ονειρικά της τοπία και στις γεύσεις και τα αρώματα των κρασιών της...

...

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

Πάτρα - Οινοποιείο Παρπαρούση

Αφήνοντας την Ιταλία πήρα το καράβι για Πάτρα προκειμένου να επιστρέψω σε ελληνικό έδαφος μετά από τρεις μήνες ταξιδιών. Προορισμός μου ήταν η Κεφαλλονιά αλλά αφού βρέθηκα στην Πάτρα δεν έχασα την ευκαιρία να επισκεφτώ το οινοποιείο Παρπαρούση στα προάστια της πόλης. Τα κρασιά του κτήματος τα ήξερα πολύ καλά αφού αρέσουν πολύ στους Γάλλους και κυκλοφορούν πολύ στο Παρίσι. Φυσικά δεν ήταν λίγες οι φορές που έτυχε να τα παρουσιάσω σε διάφορες εκδηλώσεις για το ελληνικό κρασί ή σε συνευρέσεις μεταξύ φίλων όταν και οργανώναμε δοκιμές κρασιών της χώρας μας. Ποτέ όμως μέχρι τώρα δεν είχα την ευκαιρία να δοκιμάσω τα κρασιά αυτά στον χώρο παραγωγής τους και να ξεναγηθώ σε αυτούς.
Έτσι μία πέμπτη πρωί βρέθηκα στο περιτριγυρισμένο από ένα πλούσιο οικοσύστημα οινοποιείο όπου δέντρα κάθε είδους, πάπιες, κότες, γάτες, σκύλοι και καμιά εικοσαριά παγόνια σε κάνουν να ξεχνάς πως είσαι ελάχιστα χιλιόμετρα έξω από την πόλη της Πάτρας και μόλις μερικά μέτρα από τον αυτοκινητόδρομο. Μετά από μία σύντομη γύρα στους χώρους οινοποίησης καθίσαμε με τον κ.Θανάση Παρπαρούση στο εσωτερικό ενός όμορφου πέτρινου κτιρίου και περάσαμε αρκετή ώρα συζητώντας διάφορα θέματα γύρω από το κρασί. Όλα αυτά συνοδεία μίας σοκολατίνας που ταίριαζε μοναδικά με την Μαυροδάφνη Reserve του κτήματος την οποία εδώ και τόσο καιρό αγνοούσα λόγω της μεγάλης μου αγάπης για το μοσχάτο. Ελάχιστα γλυκά κρασιά καταφέρνουν να μου τραβήξουν το ενδιαφέρον αλλά την συγκεκριμένη μαυροδάφνη με την ανάλαφρη μύτη που μου θύμιζε λίγο από γλυκό καρυδάκι και την πολύ μακριά επίγευση, την λιγουρεύομαι ακόμη και την στιγμή που γράφω αυτές τις σειρές!

Λίγη ώρα μετά είχε έρθει η στιγμή για την δοκιμή των κρασιών. Με μερικά τυράκια και λίγο ψωμί για συνοδεία ξεκινήσαμε με μία φιάλη σιδερίτη. Ο Σιδερίτης κυκλοφορούσε τα πρώτα δέκα χρόνια λειτουργίας του οινοποιείου, μέχρι το 1984 αλλά στην συνέχεια κρίθηκε πως ήταν ένα κρασί πολύ δύσκολο για την αγορά και η παραγωγή του σταμάτησε. Η μύτη με τα πολύ λεπτά αλλά πεντακάθαρα αρώματα σίγουρα θα κέρδιζε εύκολα φίλους αλλά η κοφτερή οξύτητα στο στόμα δύσκολα θα αγαπηθεί από άτομα που στερούνται ευελιξίας στις προτιμήσεις τους. Σήμερα, η οικογένεια Παρπαρούση έκρινε πως οι καταναλωτές έχουν βαθύτερες γαστρονομικές γνώσεις και ξέρουν πως να τοποθετήσουν ένα τέτοιο κρασί στο τραπέζι τους. Για τον λόγο αυτό από το 2008 και μετά ο Σιδερίτης επανέρχεται στην αγορά και απευθύνεται σε αυτούς που ξέρουν να τον εκτιμήσουν.
Συνεχίσαμε με
τα "δώρα του Διονύσου" που αν και πιο γεμάτα στο στόμα και με καλύτερη ισορροπία δεν κατάφεραν να με συγκινήσουν τόσο όσο ο Σιδερίτης αφού τα "Δώρα" τα γνώριζα ήδη πολύ καλά και οι ποιότητά τους δεν αποτέλεσε έκπληξη για εμένα.
Περνώντας στα κόκκινα, αδικήσαμε λίγο την Νεμέα γιατί κατά την διάρκεια της δοκιμής της δεν συγκεντρωθήκαμε πάνω σε αυτήν αλλά πάνω στην ετικέτα που θα ακολουθούσε και δεν ήταν άλλη από την ξηρή μαυροδάφνη του κτήματος.
Ο ΤΑΩΣ λοιπόν τιμήθηκε και με το παραπάνω αφού όχι μόνο τράβηξε την προσοχή μας από την Νεμέα αλλά μονοπώλησε την συζήτηση μας μέχρι το τέλος. Δοκιμάζοντας ταυτόχρονα την σοδειά του 2004 που είχε ήδη εμφιαλωθεί και αυτήν του 2005 που ήταν ακόμη στο βαρέλι συγκρίναμε τις δύο χρονιές. Η δεύτερη έχει μείνει για περισσότερο χρονικό διάστημα σε βαρέλι απ'όσο η πρώτη και αυτό ήταν μία ακόμη παράμετρος που έπρεπε να ληφθεί υπόψιν. Όσο και αν προσπάθησα πάντως δεν μπόρεσα να καταλήξω ποια είναι η καλύτερη. Το μόνο σίγουρο είναι πως η ξηρή μαυροδάφνη είναι ένα φοβερό ερυθρό που προσθέτει μία ακόμη επιλογή ποιοτικού κρασιού από αυτόχθονη ελληνική ποικιλία και ενθαρρύνει όλους όσους προσπαθούν να αναδείξουν το δυναμικό των ελληνικών ποικιλιών.
Έχοντας περάσει ένα καταπληκτικό πρωινό και εμπλουτίζοντας τις οινικές μου γνώσεις άφησα το οινοποιείο Παρπαρούση για να επιστρέψω στην Πάτρα και να πάρω το πλοίο για Κεφαλλονιά..

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Οινικοί θησαυροί από την Σικελία μέχρι το Φρίουλι

Κατεβαίνοντας από Τορίνο για Parma τα πυκνά σύννεφα και η ασταμάτητη βροχή έδειχναν πως είχαμε μπει για τα καλά στο φθινόπωρο. Ήταν μία καλή ευκαιρία για αυτοσυγκέντρωση και για να βάλω σε μία σειρά όλες τις πληροφορίες για αυτά που είδα και έμαθα στο Πιεμόντε. Φτάνοντας, ο καιρός είχε καλμάρει κάπως αλλά δεν υπήρχε χρόνος παρά μόνο για να πάω στο ξενοδοχείο για λίγη ξεκούραση.
Την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε να στήνουμε το σταντ των κρασιών μας για την εκδήλωση vini di vignaioli (βλ. I vini di vignaioli Greci in Parma) και μόλις ήμασταν έτοιμοι δεν έχασα χρόνο και άρχισα να επισκέπτομαι τους διπλανούς παραγωγούς. Σε σχέση με το προηγούμενο σαλόνι κρασιού που είχα δει στην Τορίνο και ψιλοαπογοητεύτικα, εδώ ήμουν σίγουρος πως θα καταφέρω να βρω κρασιά αρκετά αντιπροσωπευτικά του τόπου προέλευσης τους και να γνωρίσω έτσι καλύτερα τις Ιταλικές περιοχές.
Θα ξεκινήσω από αυτό που θεώρησα πως ήταν το καλύτ
ερο από όλα όσα είδα το διήμερο της εκδήλωσης. Την azienda La Stoppa της Elena Pantaleoni στην Emilia Romagna. Από την πρώτη μέχρι την τελευταία ετικέτα τα πάντα ήταν καταπληκτικά. Εξαιρετικά αγνή έκφραση του φρούτου, γενναιόδωρα αρωματικά και πλούσια στο στόμα με κάθε ένα να έχει τον δικό του ξεχωριστό χαρακτήρα. Μέσα σε όλα αυτά τα τόσο ποιοτικά κρασιά ξεχώριζε η Barbera τους που πέρα από το πολύ καθαρό φρούτο στην μύτη είχε τρομερά δροσερές οξύτητες και πολύ ποιοτικές φίνες τανίνες! Ενώ η τιμή ήταν τόσο χαμηλή που χτυπούσα το κεφάλι μου που δεν είχα την δυνατότητα -λόγω βάρους- να πάρω ούτε καν μία φιάλη. Επίσης το λευκό από malvasia μου έκανε πολύ καλή εντύπωση γιατί μέχρι τώρα δεν είχα σε μεγάλη εκτίμηση την ποικιλία αυτήν. Τα πολύ έντονα αρώματά της με κούραζαν και στο στόμα την έβρισκα πάντα πολύ επίπεδη, χωρίς καθόλου νεύρο. Η malvasia όμως της La Stoppa είχε πολύ πιο λεπτά αρώματα και στο στόμα δονούνταν από μία πολύ όμορφη οξύτητα που την έκανε να παίζει ένα επίπεδο παραπάνω από οποιαδήποτε άλλη Malvasia είχα δοκιμάσει μέχρι τώρα! Τέλος η γλυκιά τους Malvasia οινοποιημένη με λίγο Μοσχάτο ήταν ίσως το μόνο κρασί αυτής της κατηγορίας που συναγωνίζονταν το Μοσχάτο Ρίου Πατρών του Παρπαρούση. Με αξιοθάυμαστη φινέτσα στην μύτη και φρεσκάδα που έκανε να φαίνονται πιο διακριτικά τα υψηλά ποσοστά σακχάρων αλλά και φρουτώδη επίγευση που έμοιαζε να μην τελείωνε ποτέ ήταν απλά ένα αριστούργημα!
Ακριβώς δίπλα η Arianna Occhipinti από την Σικελία έδειχνε πως οι γυναίκες παραγωγοί στην Ιταλία κάνουν σπουδαία πράγματα! Το πρώτο που δοκίμασα ήταν το SP68 του 2008 από τις ποικιλίες Nero D'Avola και Frappato και το οποίο απλά δεν παίζονταν! Μεστό αλλά ταυτόχρονα πολύ καθαρό φρούτο στην μύτη και στόμα άπταιστα ισορροπημένο με πολύ ζουμερές τανίνες! Δοκιμάζοντας τις δύο ποικιλίες χωριστά κατάλαβα πως στο χαρμάνι το ένα συμπληρώνει το άλλο αφού το Frappato είχε αρκετά έντονες οξύτητες και αντιθέτως το Nero D'Avola μόνο του του έλειπε λίγη οξύτητα ενώ ήταν έντονη η παρουσία τανινών. Απ'όσο έμαθα όμως από συζητήσεις με άτομα που γνωρίζουν καλά τα κρασιά αυτά, την συγκεκριμένη μέρα δοκιμάζονταν λίγο παράξενα και αδικούνταν.
Και πάνω που αναρωτιόμουν τι γίνεται στην Σικελία με τα λευκά έπεσα πάνω στο σταντ του Nino Barraco που παρουσίαζε λευκά από αυτόχθονες Σικελικές ποικιλίες. Το Catarrato με την φοβερή μεταλλική του μύτη και το Grillo που ήταν εξίσου ορυκτό με το πρώτο αλλά κάπως πιο πολύπλοκο με νότες καρυδιού να συμπληρώνουν το αρωματικό μπουκέτο. Το εκπληκτικό Zibibbo πάλι, είχε μία μοναδική μύτη εσπερειδοειδών όπως λεμόνι και περγαμόντο και πολύ δροσερό στόμα που θύμιζε πολύ πιο νότιες περιοχές αλλά ταυτόχρονα είχε την δύναμη τον ηλιόλουστων αμπελώνων της Σικελίας! Πολύ καλό επίσης και το κόκκινο Pignatello που αν και ήταν πολύ πλούσιο γευστικά και αρκετά πυκνό στο στόμα ήταν ταυτόχρονα όσο κομψό χρειαζόταν ώστε να μην κουράζει.
Πίσω στην ηπειρωτική Ιταλία, στην περιοχή της Καμπανίας, δοκίμασα την λευκή ποικιλία Coda di Volpe (αλεπο-ουρά) η οποία είχε παλαιώσει για έξι μήνες θαμένη στην γη μέσα σε πύλινους αμφορείς! Με ορυκτή μύτη που πλαισιώνονταν από βοτανικά και μελένια αρώματα και δροσερό μεταλλικό στόμα ήταν ένα εκπληκτικό κρασί, δυναμικό αλλά ταυτόχρονα εύκολο να καταναλωθεί οποιαδήποτε στιγμή. Η εκδοχή του βαρελιού μου άρεσε πολύ λιγότερο αφού έχανε την σπιρτάδα του πρώτου και ήταν λίγο πιο βαρύ στο στόμα. Εντύπωση μου έκανε και το αθείωτο ροζέ τους που θύμιζε πολύ καλό ελαφρόπιοτο κόκκινο και χαρακτηρίζονταν από την εξαιρετική φινέτσα των αρωμάτων του και την φρεσκάδα στο στόμα. Αξιοσημείωτο το γεγονός πως η ποικιλία Coda di Volpe Rossa που χρησιμοποιείται εδώ τρυγάται πάντα στις αρχές Νοεμβρίου. Μου άρεσαν πολύ η ετικέτες τους και η ζωγραφιές που φέρει επάνω η κάθε μία από αυτές!
Ξεχωριστή και η αφρώδης Μαλβαζία του Donati Camillo με πολύ χαρακτηριστική μύτη μανταρινιού και πολύ καλή ποιότητα φυσαλίδων.
Άλλη μοναδική περίπτωση ο νεαρός παραγωγός Alberto Tedeschi από την περιοχή του Pignoletto στην Emilia Romagna. Ο συγκεκριμένος προσπαθεί να δημιουργήσει μία δική του σχολή οινοποίησης παράγοντας μισή ποσότητα του κρασιού με αναγωγικό χαρακτήρα, την άλλη μισή με οξειδωτικό και κάνοντας ένα χαρμάνι λίγο πριν την εμφιάλωση. Ακούγεται ενδιαφέρον αλλά το τελικό αποτέλεσμα δεν μπορώ να πω πως με ενθουσίασε ιδιαιτέρως.
Αυτά ήταν μάλλον τα πιο αξιόλογα από όσα δοκίμασα αλλά υπήρχαν και αρκετά ακόμη που στέκονταν αρκετά καλά. Επίσης, δοκίμασα πολλές ακόμη αυτόχθονες Ιταλικές ποικιλίες των οποίων την ύπαρξη μέχρι τώρα αγνοούσα. Μερικές από αυτές είναι η φραουλένια Freisa από το Πιεμόντε, το Clivi από το Friuli που σίγουρα είναι συγγενής του Sauvignon Blanc, η δύσκολη αλλά ενδιαφέρουσα Cortese, το Canaiolo ή Merla και το Ciliegiolo που φέρνουν πολύ σε Merlot, το Verdichio, το Sangio, το Ortrugo, ή Croatina και πολλές ακόμη που φανερώνουν την πλούσια αμπελουργική κληρονομιά της Ιταλίας!
Με το τέλος του σαλονιού αυτού τελείωσαν προσωρινά οι Αμπελοοινικές περιπέτειες στην Ιταλία. Είχε έρθει η ώρα για επιστροφή στην Ελλάδα για μία βολτίτσα στην Πάτρα και στην συνέχεια στους αμπελώνες και τα πανέμορφα τοπία της Κεφαλλονιάς.

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Cycling around Piemonte Vol.2!

Ξεκινώντας την δεύτερη μέρα μου, κατευθύνθηκα με το ποδήλατο προς την Alba σημαντικότερη πόλη της περιοχής αλλά και γαστρονομική πρωτεύουσα. Εκεί, πέρα από τις κάβες και τα μπακάλικα με τα διάφορα εδέσματα, βρίσκει κανείς και πολλά καταστήματα που εξειδικεύονται στην τρούφα. Έκανα μία σύντομη γύρα στην πόλη για να χαζέψω τις βιτρίνες με όλες αυτές τις λιχουδιές και αφού τσίμπησα κάτι πρόχειρο έφυγα για το Castigliano Falleto.

Ο δρόμος ήταν σχετικά εύκολος αλλά τα τέσσερα τελευταία χιλιόμετρα πριν το χωριό ήταν πολύ ανηφορικά. Με γεμάτο το στομάχι τα τέσσερα αυτά χιλιόμετρα μου φάνηκαν σαράντα αλλά η θέα άξιζε τον κόπο
Μόλις ανέβηκα, ζήτησα πληροφορίες από μία κυρία που μιλούσε μόνο ιταλικά και αυτά με πολύ έντονη προφορά. Όταν μου απάντησε ήλπιζα πως είχα καταλάβει λάθος αλλά μετά την επιβεβαίωση με χειρονομίες και νοήματα, όπως επίσης και από το συμπονετικό της χαμόγελο, κατάλαβα πως για να βρω το κτήμα Brovia έπρεπε να ξανακατέβω την μεγάλη ευθεία την οποία είχα μόλις ανέβει. Κατέβηκα χωρίς κόπο και έφτασα χωρίς καθυστέρηση στο ραντεβού μου.
Περιμένοντας, συνομίλησα με έναν παππού που μάλλον ήταν η προηγούμενη γενιά του οινοποιείου και απ'ό,τι κατάλαβα(;) δεν είχε αφήσει ποτέ του το Πιεμόντε. Αντιθέτως, ο γαμπρός του που έχει αναλάβει σήμερα την επιχείρηση, είναι Καταλανός και χειρίζεται άψογα τέσσερις γλώσσες. Έτσι δεν δυσκολευτήκαμε στην ξενάγηση και μπορέσαμε να συζητήσουμε τις επιλογές τους στην οινοποίηση αναλύοντας λεπτομερώς. Η ζύμωση γίνεται σε τσιμεντένιες δεξαμενές στρόγγυλου σχήματος για ομοιογένεια της θερμοκρασίας και καλύτερη μόνωση και κρατάει συνολικά τρεις βδομάδες. Ο μούστος που παίρνεται από πίεση πωλείται σε άλλα οινοποιεία γιατί η οικογένεια Brovia θεωρεί πως η πρέσα εκχυλίζει ανεπιθύμητες για το κρασί ουσίες. Η παλαίωση γίνεται με την παραδοσιακή μπαρολέζικη μέθοδος, σε μεγάλες δηλαδή ξύλινες δεξαμενές όπου και μένει για τουλάχιστον δύο χρόνια. Μικρότερου μεγέθους βαρέλια χρησιμοποιούνται μόνο για την παλαίωση ενός μέρους από την Barbera. Δοκιμάζοντας όμως το κρασί αυτό στην χρονιά 2007 από μπουκάλι, το ξύλο έκανε αισθητή την παρουσία του. Ευτυχώς όμως το στόμα ήταν τόσο πλούσιο που το βαρέλι πνίγονταν στο φρούτο. Δοκιμάσαμε επίσης και ένα Barolo με τρομερή, καθαρή και κομψή μύτη, εξαιρετικές οξύτητες και το χαρακτηριστικό πλούσιο σε φίνες τανίνες τελείωμα του Nebbiolo.
Αμέσως μετά άρχισα να ανηφορίζω προς την La Morra ώσπου σε κάποια στιγμή έπεσα πάνω στο οινοποιείο κάποιων παλιών γνωστών. Ήταν πριν δυόμιση χρόνια στο Λουξεμβούργο όπου παρουσιάζαμε τα κρασιά δίπλα δίπλα και οι τρεις Ιταλοί του Trimilli* ήταν η καλύτερη παρέα όταν βγαίναμε τα βράδια για να τσιμπήσουμε. Ένας από τους τρεις του Trimilli ήταν ο Severino από την Azienda Erbaluna ο οποίος έτυχε να μην είναι εκεί όταν επισκέφτηκα τον χώρο τους αλλά ο αδερφός του και η κοπέλα της υποδοχής ήταν υποδειγματικά φιλόξενοι. Μετά τις απαραίτητες τεχνικές συζητήσεις ρίξαμε και μία ματιά στην ιδιωτική συλλογή κρασιών τους όπου δέσποζαν μία Νάουσα και μία Σαντορίνη! Προτού περάσω στα τις δοκιμής πρέπει να αναφέρω πως ήταν ένα από τα λίγα οινοποιεία που χρησιμοποιεί ανοξείδωτες δεξαμενές για την αλκοολική ζύμωση. Αργότερα όμως κατάλαβα πως η εξαίρεση στον κανόνα ήταν όλα τα προηγούμενα οινοποιεία που είχα δει. Είχα επιλέξει όμως να επισκεφτώ κτήματα που δούλευαν με την παραδοσιακή μέθοδο και γι'αυτό δεν είχα ακόμη δει οινοποίηση σε ανοξείδωτα δοχεία. Η παλαίωση βέβαια γίνεται στα παραδοσιακά βαρέλια των τριών τόννων αφού πρώτα το κρασί σταθεροποιηθεί με φυσικό κρύο το χειμώνα.
Ξεκινήσαμε με μία πειραματική εμφιάλωση επιτραπέζιου οίνου Barbera - Dolcetto χωρίς καθόλου προσθήκη So2. Ήταν κάτι τελείως διαφορετικό απ'όσα είχα μέχρι τώρα δοκιμάσει στο Πιεμόντε με μία μύτη αρκετά βοτανική αλλά και με νότες κόκκινων φρούτων. Στο στόμα ήταν ελαφρύ και πολύ χυμώδες με μόνο μειονέκτημα μία πολύ ελαφρά άσχημη γεύση στο τελείωμα που αδυνατώ να περιγράψω. Το Dolcetto τους ήταν πολύ καλοφτιαγμένο, φίνο και ευκολόπιοτο. Δοκίμασα επίσης και δύο διαφορετικές Barbera με την πρώτη από ανοξείδωτη δεξαμενή να γρατσουνάει λίγο με την έντονη οξύτητά και την δεύτερη από βαρέλι να είναι σαφώς πιο στρογγυλεμένη και εκφραστική. To Barolo του 2005 ήταν πολύ δειλό στην μύτη και παρά την καλή του δομή υστερούσε σε γευστικό πλούτο και διάρκεια σε σχέση με άλλα Barolo. Το Βarolo του 1999 ήταν σαφώς πιο εκφραστικό στην μύτη αλλά αρκετά κουρασμένο στο στόμα. Αυτό που διαπίστωσα κοιτώντας και παλαιότερες σημειώσεις μου από το ίδιο οινοποιείο, είναι πως γίνεται πολύ καλή δουλειά στα απλά τους κρασιά αλλά τα Barolo τους για κάποιο λόγο είναι δύσκολα στις δοκιμές, συνήθως κλειστά και ανέκφραστα. Εκεί πάντως που είναι μάστορες στην Erbaluna είναι στα αποστάγματά τους και στο Barolo Chinato, ένα είδος βερμούτ πολύ πλούσιο σε γεύση και πολυδιάστατο αρωματικά.
Την τελευταία μέρα μου στο Barolo επισκέφτηκα το οινοποιείο Elio Altare. Έχοντας μάθει πολλά από την Βουργουνδία, ο Elio Altare δημιούργησε την δεκαετία του '70 μία τελείως διαφορετική σχολή οινοποίησης. Ζυμώσεις σε ανοξείδωτες δεξαμενές, μηλογαλακτική στον ίδιο χώρο και στην συνέχεια παλαίωση σε βουργουνδέζικου τύπου βαρέλια 225λίτρων. Αποτέλεσμα, πιο στρογγυλεμένα Nebbiolo ευκολότερα να καταναλωθούν σε σχετικά νεαρή ηλικία αλλά με μικρότερο δυναμικό παλαίωσης. Ως "ξινομαυρίτης" προτιμούσα τις πιο ρουστίκ παραδοσιακές εκδοχές που είχα δοκιμάσει μέχρι τώρα και δεν πολυενθουσιάστηκα με την μοντέρνα εκδοχή. Να σημειωθεί πως η συγκεκριμένη Azienda ήταν από αυτές που εισήγαγαν την μέθοδο αυτήν στο piemonte αλλά σήμερα οι περισσότεροι παραγωγοί Nebbiolo ακολουθούν αυτήν την σχολή.

Πριν αφήσω τελείως την περιοχή γύρω από το Barolo έκανα ένα πέρασμα από το Pollenzo όπου βρίσκεται το πανεπιστήμιο της Slow Food. Ένα επιβλητικό, όμορφο κτίριο, πρώην κατοικία του βασιλιά της Σαβοΐας, περιτρυγυρισμένη από πράσινο και άψογα διατηρημένη. Όπως είχα αναφέρει και στο προηγούμενο ποστ, μαθητές από όλο τον κόσμο σπουδάζουν εκεί γαστρονομικές επιστήμες και συμβάλουν με τις πολλές δραστηριότητες και τις εργασίες τους στην διατήρηση και την ανάδειξη της τεράστιας Ιταλικής γαστρονομικής κληρονομιάς. Στον ίδιο χώρο βρίσκεται και η Ιταλική οινοτράπεζα. Ένας χώρος όπου διατηρούνται υπό τις καλύτερες συνθήκες κρασιά από κάθε γωνιά της γειτονικής μας χώρας. Η τράπεζα-κάβα είναι επισκέψιμη και αν κάποιος ενδιαφέρεται έχει στην διάθεσή του λεπτομέρειες για την περιοχή και τον παραγωγό κάθε κρασιού ξεχωριστά ενώ γίνονται και δοκιμές σε καθημερινή βάση. Για κακή μου τύχη όταν έφτασα εκεί πέρα η οινοτράπεζα ήταν κλειστή και δεν είχα τον χρόνο να περιμένω μέχρι την ώρα που θα άνοιγε. Την επόμενη φορά λοιπόν!

Επόμενος και τελευταίος σταθμός στην Ιταλία η Emiglia Romana και μία μικρή πόλη έξω από την Πάρμα με το όνομα Fornovo di Taro...

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

Cycling around Piemonte vol.1!

Ο καιρός στο Piemonte δεν άργησε να αλλάξει και κατεβαίνοντας με το τραίνο από το Τορίνο στην Bra είχα τον ήλιο με το μέρος μου. Η Bra είναι μία μικρή πόλη στην καρδιά του Piemonte και αυτό που την κάνει να έχει ιδιαίτερη σημασία είναι πως είναι ή έδρα της slow food. Της οργάνωσης για το καλό και ποιοτικό φαγητό και συνώνυμο της γαστρονομικής κουλτούρας. Λίγο πιο πέρα, στο μικρό χωριουδάκι Pollenzo βρίσκεται και το πανεπιστήμιο της οργάνωσης αυτής που αποτελεί πόλο έλξης φοιτητών από όλο τον κόσμο αλλά και από κάθε ηλικία. Εγώ είχα την τύχη να φιλοξενηθώ σε κάποιους από αυτούς και έμενα έκπληκτος με το πόσο αγαπούν αυτό που σπουδάζουν και το πόσο καλά γνωρίζουν τα περί καλού φαγητού και κρασιού!

Από την Bra πήρα το λεωφορείο για τον οικισμό Rinalda όπου και θα έμενα. Μόλις έφτασα δεν έχασα χρόνο και ξεκίνησα με τα πόδια για το Verduno. Εκεί είχα ραντεβού στο Castello di verduno. Οικογενειακή επιχείρηση επί πολλές γενεές και κάτοχος ενός επιβλητικού πύργου (castello) που άνηκε κάποτε στον βασιλιά της Σαβοΐας, είναι σήμερα παραγωγοί έξι διαφορετικών ΟΠΑΠ. Μετά από μία σύντομη ξενάγηση στα κελάρια παλαίωσης ξεκινήσαμε τις δοκιμές.

Αρχίσαμε με την αποκλειστικότητα του οινοποιείου που είναι το Verduno D.O.C.* και προέρχεται από την αυτόχθονη ερυθρή ποικιλία Pelaverga Piccolo που καλλιεργείται μόνο στο χωριό αυτό. Αρκετά ιδιαίτερη ποικιλία με πιπεράτη μύτη που θύμιζε Syrah, ανοιχτό χρώμα που θύμιζε Nebbiolo και ισορροπημένη γεύση που δεν θύμιζε καμία άλλη ποικιλία.

Το Langhe Nebbiolo τους, δηλαδή το απλό Nebbiolo που προέρχεται από χαρμάνι όλων των αμπελοτεμαχίων ανεξαρτήτου τοποθεσίας είχε έντονο και χορταστικό φρούτο στην μύτη αλλά υστερούσε σε σώμα και έσβηνε αρκετά σύντομα. Το Barbaresco ήταν σίγουρα το καλύτερο της δοκιμής με μύτη που θύμιζε έντονα λευκή τρούφα, πολύ καλές οξύτητες και φοβερή φινέτσα. Αν είχε και λίγο μακρύτερη επίγευση θα μιλούσαμε για ένα τέλειο κρασί. Τέλος, το Barolo από το αμπελοτεμάχιο Massara ήταν πιο δυναμικό, πιο πλούσιο στο στόμα και πιο έντονο τανικά αλλά υστερούσε τις φινέτσας του Barbaresco.

Την επόμενη μέρα, έχοντας στην διάθεσή μου ένα πολύ καλό ποδήλατο, ξεκίνησα να ανεβαίνω προς το το χωριό La Morra με τελικό προορισμό το Barolo. Η La Morra βρίσκεται σε υψόμετρο 580 μέτρων και είναι κάτι σαν φυσικό μπαλκόνι με θέα όλων των αμπελώνα του Barolo. Έτσι, μετά την απαραίτητη στάση για να θαυμάσω αυτό το υπέροχο θέαμα, ξεκίνησα να κατηφορίζω μέχρι να φτάσω στο οινοποιείο Rinaldi. Οικογενειακή επιχείρηση με μόλις 65 στρέμματα είναι μία πολύ κλασσική περίπτωση παραδοσιακού πιεμοντέζικου οινοποιείου. Ξύλο για την ζύμωση και την παλαίωση σε πολύ μεγάλης χωρητικότητας δεξαμενές, ενδογενείς ζύμες και κανένα φιλτράρισμα ή διαύγαση/σταθεροποίηση στο τελικό προϊόν, είναι μία σύντομη περιγραφή των επιλογών τους στην παραγωγή.

Στις δοκιμές μου άρεσαν πολύ όλα τους τα κρασιά εκτός από το λίγο ασυνήθιστο-ζωικό Langhe Nebbiolo. Αυτό όμως που ξεχώρισε ήταν η Barbera d'Alba. Έντονη φρουτένια μύτη και πολύ δροσερό στόμα με πολύ καλή επίγευση που έκλεινε θετικά την εικόνα ενός εξαιρετικού κρασιού.

Δεύτερος και τελευταίος παραγωγός στο χωριό Barolo ο Giovani Canonica ένας μικρός παραγωγός που κάνει κρασί τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η συνολική του παραγωγή δεν ξεπερνά τις 5.000 φιάλες και αποτελείται από ένα αμπελοτεμάχιο Nebbiolo και ενα πολύ μικρό Barbera. Η φιλοσοφία του Giovani είναι πως όσο παραμένει μικρός σε μέγεθος έχει την δυνατότητα να κάνει το κρασί του όπως το θέλει αυτός. Έτσι δεν χρειάζεται να τρέχει πίσω από την αγορά και τις κατά καιρούς μεταβολές της.

Η γευστική δοκιμή πάντως δεν με πολύ-ενθουσίασε αλλά η αλήθεια είναι πως δεν δοκίμασα τα κρασιά στις καλύτερες στιγμές τους. Το Barolo είχε μόλις μπει σε καινούριο βαρέλι και ήταν έντονα σημαδεμένο από τα αρώματα του ξύλου. Η δε Barbera δεν είχε ακόμη περάσει σε ξύλο και μένοντας ένα χρόνο σε ανοξείδωτη δεξαμενή είχε μία κάπως αναγωγική τάση ενώ στο στόμα υστερούσε αρμονίας και στρογγυλάδας.

Επόμενος σταθμός ήταν το Monferato d'Alba αλλά δυστυχώς στο -κάθε άλλο παρά τουριστικό-οινοποιείο που σκόπευα να επισκεφτώ δεν μιλούσαν παρά πιεμοντέζικα και ...λίγα Ιταλικά και δεν είχε νόημα να πάω. Παρόλα αυτά πήγα μέχρι το Monforte d'Alba γιατί γνωρίζοντας πως βρίσκεται σε υψόμετρο περίμενα πως θα άξιζε τον κόπο να πάει κανείς μόνο και μόνο για την θέα και δεν έπεσα έξω.

Οι πολύχρωμοι φθινοπωρινοί αμπελώνες που απλώνονταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι και οι υψομετρικές διαφορές δημιουργούσαν ένα ανεπανάληπτο τοπίο που αντάμειψε την προσπάθειά μου να φτάσω μέχρι εκεί.

Ταυτόχρονα στο χωριό υπήρχε και μία έκθεση φωτογραφίας με θέμα το παραδοσιακό πιεμοντέζικο άθλημα pallone (ή fistball). Ένα σπορ του οποίου μέχρι τώρα αγνοούσα την ύπαρξη και είχε ενδιαφέρον να μάθω μερικά πραγματάκια πάνω σε αυτό και να ξεφύγω και λίγο από τα του κρασιού.
Επέστρεψα στην Rinalda αργά το απόγευμα για να κοιμηθώ και να πάρω δυνάμεις για τις δύο μέρες που μου έμεναν...


*DOC: Denominazione di origine controllata, Έλεγχόμενη ονομασία προέλευσης