Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Ένα αστέρι γεννιέται στον Βόρειο Ροδανό!

Αφού ολοκληρώσαμε τις βόλτες μας γύρω από την λίμνη LeMan και κάναμε ένα πέρασμα από την Λυόν κατηφορίσαμε νότια στα παλιά γνώριμα λημέρια του νότιου Ροδανού. Εκεί, θα μέναμε για μερικές μέρες μέχρι την ημέρα του γάμου του φίλου οινοποιού Remy Nodin και στην συνέχεια θα συνεχίζαμε το ταξίδι μας. Ήταν η πρώτη φορά που κατεβαίνοντας στην περιοχή αυτήν το τρένο πέρασε δυτικά του Ροδανού και όχι ανατολικά από την μεριά του Hermitage όπως συνηθίζει. Έτσι είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε την θέα του ξακουστού αυτού λόφου από την απέναντι πλευρά και ταυτόχρονα να περάσουμε ακριβώς κάτω από το Cornas και τους σπουδαίους του αμπελώνες.

O Remy στο οινοποιείο του
Φτάνοντας στο σπίτι του οικοδεσπότη μας, αφήσαμε τα πράγματά μας και χωρίς να χάνουμε χρόνο περάσαμε στο οινοποιείο για να δούμε την εξέλιξη του Domaine Remy Nodin τα τρία τελευταία χρόνια. Να θυμίσω πως ο Remy είναι παλιός μου συμμαθητής από την σχολή της Beaune και ένας από αυτούς που μου έμαθαν πάρα πολλά για τον Ροδανό και με έκαναν να τον λατρέψω ως αμπελουργική περιοχή. Επίσης ήταν στην παρέα με την οποία κάναμε δοκιμές κρασιών όταν ξεκίνησα να γράφω το παράλληλο μπλογκ "Το τερπνόν μετά του ωφελίμου".

Η οικογένεια Nodin καλλιεργεί αμπέλια στο Saint Peray από το 1903. Για πάνω από εκατό χρόνια όλη η παραγωγή δίνονταν στον συνεταιρισμό Caves de Tain στο γειτονικό ομώνυμο χωριό. Το 2006, ο Remy, o μικρότερος από τα έξι αδέλφια της οικογένειας Nodin, άρχισε να οινοποιεί πειραματικά τα σταφύλια από δύο αμπελοτεμάχια Marsanne που ανήκαν στην οικογένεια. Το 2008, όταν είχαμε πλέον αποφοιτήσει, ο Ρεμύ ήταν ήδη έτοιμος να στήσει το δικό του οινοποιείο. Αποχώρησε εν μέρη από τον συνεταιρισμό*, αγόρασε ή δανείστηκε μεταχειρισμένο εξοπλισμό από γνωστούς του οινοποιούς, δημιούργησε το σήμα του οινοποιείου, τις ονομασίες και τις ετικέτες, προμηθεύτηκε μερικά βαρελια και το Domaine Remy Nodin ήταν γεγονός!

Κάπως έτσι, αργά και μεθοδικά, ξεκίνησε και ο Cyril Fhal στον οποίο είχα εργαστεί πριν μερικά χρόνια στο Roussillon. Κάπως έτσι ξεκινάει και ο Nicolas Faure, ένας φίλος από την Λωρραίνη που τον κέρδισε η βουργουνδία. Κάπως έτσι ξεκινάει ένας ακόμη φίλος στο Chassagne-Montrachet και πολλοί ακόμη νέοι οινοπαραγωγοί στην Γαλλία. Βλέποντας όλους αυτούς τους νέους ανθρώπους να δουλέυουν σε οινοποιεία όλου του κόσμου προκειμένου να κερδίσουν εμπειρίες, να δοκιμάζουν αμέτρητα κρασιά, να κάνουν σκληρές οικονομίες προκειμένου να μαζέψουν χρήματα να νοικιάσουν ένα μικρό αμπελάκι, να κάνουν οινοποιήσεις με ότι εργαλεία μπορέσουν να βρουν και να εργάζονται με τόσο πάθος για να στήσουν μία μικρή οινοποιητική επιχείρηση αναρωτιέμαι. Αναρωτιέμαι μήπως τελικά το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι πως στην συντριπτική πλειοψηφία οινοποιοί γίνανε όσοι είχανε λεφτά και όχι όσοι είχανε μεράκι.

Γιατί όταν είσαι είκοσι χρονών και πας να ζήσεις σε ένα χωριό στην μέση του πουθενά για να δουλεύεις σαν σκυλί κάτω από καυτό ήλιο ή παγωμένους ανέμους τότε είσαι πραγματικά παθιασμένος με αυτό που καταπιάνεσαι. Όταν ξοδεύεις ένα κάρο λεφτά για γυαλιστερά μηχανήματα και ανούσιους μοντερνισμούς, χτίζοντας σε ένα χώρο άσχετο με αμπελοκαλλιέργεια -αλλά ανακαλύπτεις πάντα μία πανάρχαια αμπελουργική παράδοση που αναβιώνεις- και φυτέυεις Merlot και Chardonnay που στο κάνει ο εκάστοτε οινολόγος, τότε είσαι αρπακολλατζής και τυχαίος στο επάγγελμα και μάλλον κάνεις ζημιά παρά καλό στην αμπελο-οινική κουλτούρα της χώρας σου.

Οι ετικέτες του κτήματος
Όσο ακόμη εργαζόμουν στην Γαλλία είχα επισκεφτεί τον Ρεμύ αρκετές φορές και είχα παρακολουθήσει την προσπάθεια του έως και το 2009. Τρία χρόνια μετά, ο εξοπλισμός έχει βελτιωθεί αρκετά, τα κρασιά έχουν αρχίσει να βρίσκουν την ταυτότητά τους και η γκάμα έχει μεγαλώσει. Φέτος ήταν η πρώτη χρονιά που παράχθηκε και αφρώδης οίνος στον οποίο το Saint-Peray έχει μακρά παράδοση. Επίσης, πρόσφατα ενοικιάστηκε ένα κομμάτι αμπελώνα στο Croze-Hermitage και φυτεύτηκε ένα αμπελάκι Syrah στο Cornas που σημαίνει πως ο Remy κάνει δυναμικό μπάσιμο και στα κόκκινα.

Τις πρώτες δύο χρονιές παραγωγής τα λευκά του οινοποιείου -πάντα απο 100% Marsanne- χαρακτηρίζονταν από διακριτικά αρώματα στη μύτη, δυναμικές οξύτητες και μέτρια διάρκεια. To 2011 που θα δοκιμάζαμε τώρα, ήταν μία πολύ καλή χρονιά για τα λευκά στον Ροδανό αλλά όχι τόσο για τα κόκκινα. Δοκιμάζοντας από το βαρέλι διαπιστώσαμε την ποιοτική άνοδο που έχει σημειωθεί. Πιο εκφραστικά με καλύτερα τονισμένο το φρούτο στη μύτη και με καλύτερη διάρκεια της έντασης στο στόμα, ήταν τουλάχιστον ένα σκαλί πάνω από τις πρώτες χρονιές.

Στην κάβα με τα αφρώδη
Τα κόκκινα είχαν τελείως διαφορετική συμπεριφορά από βαρέλι σε βαρέλι αλλά έδειχναν πως γενικά έχει γίνει πολύ καλή δουλειά. Κάτι το οποίο επιβεβαιώσαμε δοκιμάζοντας και ένα Crozes-Hermitage της ίδιας χρονιάς που για πρακτικούς λόγους είχε εμφιαλωθεί λίγο νωρίτερα από τα προηγούμενα. Γνωρίζοντας πως ο Remy έχει ταλέντο στα λευκά και έχει ασχοληθεί πολύ περισσότερο με την Marsanne απ'ότι με την Syrah μπορώ να πω πως στην πρώτη του απόπειρα για ερυθρό κρασί τα κατάφερε εξαιρετικά. Τέλος, ήταν η πρώτη χρονιά παραγωγής για το αφρώδες και δεν είχαμε ακόμη την δυνατότητα να το δοκιμάσουμε. Κρίνοντας όμως από όλα τα υπόλοιπα που παράγει ο Ρεμί μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως και αυτό θα είναι επιτυχημένο.

Τα εδάφη των κρασιών του κτήματος
Το Domaine Remy Nodin παράγει σήμερα τρεις ετικέτες Λευκών κρασιών και μία ερυθρή ενώ έχει μπει αρκετά καλά στην αγορά της Γαλλίας. O Remy Λατρεύει τον τόπο του και κάνει μεγάλο αγώνα να αναδείξει τις λιγότερες γνωστές ονομασίες προέλευσης της περιοχής όπως τα αφρώδη αλλά και τα λευκά του Saint-Peray που είναι ένα από τα παλαιότερα AOC της χώρας. Στο γαλλόφωνο μπλογκ του: Syrah, Marsanne, Rousanne: trois femmes d'exception** μπορείτε να διαβάσετε τα νέα του και να μάθετε μερικά ακόμη πράγματα σχετικά με τον ανερχόμενο αυτόν οινοποιό του Βόρειου Ροδανού.



*Τα συμβόλαια έχουν διάρκεια 5ετίας και αφορούν το κάθε αμπελοτεμάχιο χωριστά
**μτφ από Γαλλικά:Τρεις ξεχωριστές γυναίκες (κυρίες)

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Κοιλάδα του Vaud ημέρα 3η

Αφού τελειώσαμε το γεύμα στο σπίτι του Raoul Cruchon, ο ίδιος μας οδήγησε με το αυτοκίνητο του στο επόμενο οινοποιείο της ημέρας. Παρεμπιπτόντως, το γεύμα μας περιλάμβανε ουρά πεσκανδρίτσας στο φούρνο, ψημένη απλά όσο χρειάζονταν για να μην χάνει τα ζουμιά της. Κάτι σαν ζεστό σούσι δηλαδή που όμως κρατούσε όλη του την νοστιμιά και έδενε καταπληκτικά με τα λευκά του κτήματος.

Σε απόσταση όχι πάνω από ένα εικοσάλεπτο δρόμου με το αυτοκίνητο, φτάσαμε στον τρίτο οινικό μας σταθμό στην κοιλάδα του Vaud. Ενδιάμεσα, δεξιά και αριστερά στο τοπίο κυριαρχούσαν είτε τα αμπέλια είτε οι αγελάδες οι οποίες περίμεναν υπομονετικά να έρθουν οι μέρες που λουλουδοστολισμένες και κουδουνοφορεμένες όπως προστάζει το έθιμο, θα ανηφορίσουν και πάλι προς τα βουνά των Άλπεων ή του Jura.

Στο χωριό Fichy μας περίμενε ο Raymond Paccot, ο έτερος σπουδαίος βιοδυναμιστής της La Côte και ιδιοκτήτης του "Domaine La Colombe". Καθώς συζητούσαμε μαζί του και ενώ ετοιμαζόμασταν να κάνουμε μία γύρα στους αμπελώνες του είδαμε απέναντί μας ένα τεράστιο φορτηγό με ένα σκεπασμένο φορτίο πολύ μεγάλου μεγέθους. Το φορτίο αυτό ήταν ένα δέντρο με ύψος πάνω από δέκα μέτρα, πακεταρισμένο μαζί με τις ρίζες του από κάποιο σημείο της Βόρειας Ιταλίας προορισμένο να φυτευτεί στον κήπο της πλούσιας κυρίας απέναντι από το οινοποιείο. Η συγκεκριμένη κυρία αγόρασε την βίλα η οποία όμως δεν είχε δέντρα στον κήπο της. Για να μην χρειαστεί να φυτέψει δέντρα και να περιμένει αρκετά χρόνια ώσπου να μεγαλώσουν αποφάσισε να δημιουργήσει έναν κήπο με έτοιμα δέντρα που αγόρασε από διάφορα μέρη. Το κόστος για ένα δέντρο είναι γύρω στα 35.000€ με τα μεταφορικά να αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους αυτού. Μου θύμισε την περίπτωση κάποιων μεγάλων Chateau στο Μπορντό που μετέτρεψαν τα επίπεδα αμπελοτεμάχιά τους σε λόφους τοποθετώντας μάλιστα και έδαφος της επιλογής τους!

Αφήνοντας τις εκκεντρικότητες των πλουσίων πίσω μας, ο Raymond μας οδήγησε στους αμπελώνες του γύρω από το χωριό. Συνολικά στην ευρύτερη περιοχή του Morges, εκεί δηλαδή όπου βρίσκεται και το Fichy, καλλιεργούνται 6000 στρέμματα. Η συνολική έκταση των αμπελώνων του Vaud είναι 40.000 στρέμματα ενώ όλη η Ελβετία καλλιεργεί 150.000 στρέμματα. Το Domaine La Colombe κατέχει εκατόν πενήντα στρέμματα σε βιοδυναμική καλλιέργεια εδώ και δώδεκα χρόνια. Tο έδαφος δουλεύεται εντατικά προκειμένου να εξοντωθούν τα ζιζάνια που δημιουργούν ανταγωνισμό στα πυκνά φυτεμένα κλήματα του αμπελώνα και να τονωθεί η ζωή των υπόγειων μικροοργανισμών. Για τον ίδιο λόγο καλλιεργείται και κριθάρι το οποίο αφού κοπεί τονώνει την περιεκτικότητα του εδάφους σε άζωτο.

Οι αμπελώνες είναι σχετικά πυκνά φυτεμένοι αλλά παρατηρείται η τάση ανά πέντε σειρές να ξηλώνουν την μεσαία για να διευκολύνεται η μηχανοποίηση. Εντύπωση μου προκάλεσαν τα μικρά Ιταλικά τρακτέρ που μπορούν να δουλεύουν αμφίπλευρα έχοντας ένα περιστρεφόμενο κάθισμα σε ίση απόσταση από το μπροστινό και το πίσω μέρος.

Αφού τελειώσαμε την βόλτα μας, επιστρέψαμε στο οινοποιείο όπου περάσαμε στις δοκιμές των κρασιών. Στην αίθουσα γευσιγνωσίας αυτό που τραβούσε την προσοχή ήταν οι τομές των τεσσάρων εδαφικών τύπων του αμπελώνα οι οποίες εκθέτονταν σε ειδικά διαμορφωμένο πλαίσιο. Στο σημείο εκείνο ο Raymond Paccot, αφού μας εξήγησε τις ιδιαιτερότητες του κάθε εδάφους, μας αποχαιρέτισε αφήνοντας μας στα χέρια του βοηθού του.

 Για μία ακόμη φορά δοκιμάσαμε πάνω από δέκα διαφορετικές ετικέτες, με το Chasselas να κυριαρχεί σε διάφορες εκδοχές ανάλογα με το αμπελοτόπι. Πολύ καλό ήταν το "Le Brez" με ιδιαίτερη ένταση και νεύρο σε αντίθεση με το "Mont sur Rolle" που έρχονταν κάπως πιο παχύ. Πέρα από τα Chasselas πολύ καλή εντύπωση μας έκανε και το Chardonnay 2009 που θύμιζε Macon ενώ ενδιαφέρον παρουσίαζε και το χαρμάνι Savagnin, Chardonnay και Dorale. Η τελευταία είναι και αυτή μία ποικιλία που έχει δημιουργηθεί από τους Ελβετούς διασταυρώνοντας Chasselas με Chardonnay.
Από τα κόκκινα ξεχωρίσαμε το Pinot Noir του 2010 που διατηρούσε όλη την ευγένεια της ποικιλίας και το "La Colombe Rouge" που αποτελείται από Syrah, Gamaret και Gamanoir -μία ακόμη διασταύρωση Chasselas με Reichensteiner-.

Με το Domaine La Colombe έκλεισε ο πρώτος κύκλος οινικού ενδιαφέροντος στο ταξίδι μας και πήραμε το δρόμο για Γενεύη. Από εκεί περάσαμε στην Γαλλική πλευρά της λίμνης για μερικούς ορειβατικούς περιπάτους στα προ-αλπικά βουνά. Μπορούσαμε πια να διακρίνουμε όλη την λίμνη από ψηλά και να αγναντέψουμε τους αμπελώνες του Vaud στο βάθος απέναντί μας...