Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Τι μάθαμε από τους Γιαπωνέζους

Να λοιπόν που οι αμπελο-οινικές περιπέτειες στην Σλοβενία καλά κρατούν και θα αναγκαστώ να τις διακόψω για μία ακόμη φορά με μία παρέμβαση που γίνεται εξ ανατολής.

Στα τέλη Απρίλη επισκέφτηκαν την χώρα μας δύο Ιάπωνες εισαγωγείς κρασιού οι οποίοι γύρισαν στις κυριότερες αμπελοοινικές περιοχές. Κρήτη, Σαντορίνη, Νάουσα, Κεφαλλονιά και Πελοπόννησο σε οινοποιούς που η κυρια Coda και ο κύριος Tsukahara θεωρούν πως τα κρασιά που παράγουν είναι ότι πιο κοντινό σε αυτό που λέμε "φυσικά κρασιά".

Η προσήλωση αυτή των γιαπωνέζων στα λεγόμενα "φυσικά κρασιά" δεν είναι τυχαία. Παρά τους έντονους ρυθμούς ζωής και την τεράστια τεχνολογική πρόοδο προσπαθούν όσο γίνεται να διατηρούν στενούς δεσμούς με την φύση και να καταναλώνουν όσο το δυνατόν φυσικότερα προϊόντα.
Το σημαντικότερο όλων όμως έχει να κάνει με τον μεταβολισμό του θειώδους ανυδρίτη από τον οργανισμό τους. Οι Ιάπωνες στερούνται ενός ενζύμου που παίζει σπουδαίο ρόλο στον μεταβολισμό του και για τον λόγο αυτό, το συκώτι τους και κατά συνέπεια ο οργανισμός τους κουράζεται πολύ πιο γρήγορα από την κατανάλωση αλκοόλ απ'ότι ο δικός μας.

Όσοι βέβαια έχουν πιει αθείωτα κρασιά γνωρίζουν πόσο πιο ανάλαφρη είναι η αίσθηση που δίνουν και αντιλαμβάνονται εύκολα την κούραση που φέρνει ο θειώδης ανυδρίτης στον οργανισμό οποιουδήποτε ανθρώπου όταν χρησιμοποιείται σε μεγάλες ποσότητες. Απ'ότι φαίνεται, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τους Ιάπωνες αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό.

Έχοντας υποδεχτεί αρκετούς ξένους επαγγελματίες από το χώρο του κρασιού έχω γνωρίσει διάφορους χαρακτήρες, διάφορα γούστα και συνήθειες. Ομολογώ όμως πως οι δύο εκπρόσωποι της εταιρίας Racines CO ήταν κάτι τελείως διαφορετικό απ'ότι έχω γνωρίσει μέχρι τώρα.

Δύο μικροκαμωμένα ανθρωπάκια με τεράστιες γνώσεις και μεγάλη περιέργεια γύρω από το κρασί.
Περπατώντας στα αμπέλια μου προκαλούσαν έκπληξη οι εκ βαθέων ερωτήσεις που μας έκαναν. Ερωτήσεις πολύ πέρα από αυτές που δεχόμαστε συνήθως και ερωτήσεις για κάποια πράγματα που ούτε εμείς οι ίδιοι δεν κάτσαμε ποτέ να αναρωτηθούμε για τα ίδια μας τα αμπέλια. Ο κύριος Τσουκαχάρα μάλιστα δεν άφηνε γωνιά του αμπελιού που να μην μετράει με τον μετρητή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων του.

Δεχθήκαμε φιλικές παρατηρήσεις όχι μόνο για τις κολώνες τις ΔΕΗ που περνούσαν λίγο έξω από κάποια αμπέλια αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο τα σύρματα στο τέλος της σειράς σχημάτιζαν γωνίες! Στην δοκιμή που κάναμε μάλιστα μέσα στους αμπελώνες του κτήματος Θυμιόπουλου, ο κύριος Τσουκαχάρα απαίτησε να ανέβουμε σε ένα χωράφι με στάρι, λίγο πιο πάνω από τον αμπελώνα, για να είμαστε μακριά από τα σύρματα και τους σιδερένιους πασσάλους. Επίσης έπρεπε όλοι να κοιτάζουμε προς την ανατολή.
Σίγουρα από εκεί θα είχαμε καλύτερη θέα...

Όλως παραδόξως όμως τα κρασιά δοκιμάζονταν πολύ καλύτερα! Ως δύσπιστοι προσπαθήσαμε να βρούμε διαφορετικούς τρόπους να δικαιολογήσουμε την αλλαγή αυτήν αλλά το σίγουρο ήταν πως οι αλλαγή θέσης άλλαζε τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά!


Λιγότερο πετυχημένη και λιγότερο βολική η έμπνευση του Ιάπωνα φίλου μας στο οινοποιείο Δαλαμάρα όπου γυρίσαμε όλοι προς τα δυτικά βλέποντας ο ένας την πλάτη του άλλου σαν να καθόμασταν σε λεωφορείο. Εκεί δεν μπόρεσα να αντιληφθώ κάποια διαφορά και ο μαέστρος των δοκιμών μας με ενημέρωσε πως είναι επειδή "δεν το 'χω".

Πέρα όμως από τα προβλήματα προσανατολισμού στις δοκιμές μας, είχαμε και προβλήματα με τις φιάλες μας. Το πλαστικό καψύλλιο αφαιρούνταν προτού αφαιρεθεί ο φελλός ενώ ορισμένες ετικέτες που δεν πληρούσαν τις -άγνωστες σε εμάς- προϋποθέσεις αφαιρούνταν και αυτές από τον ανατολίτη επισκέπτη μας με ειδικό μαχαιράκι. Όταν οι φιάλες "ξεβρακώνονταν" από την συσκευασία τους σερβίρονταν αποκλειστικά και μόνο από τον ίδιο με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο.

Ο κύριος Τσουκαχάρα συγκέντρωνε τα "τσι" του στο εσωτερικό μέρος της παλάμης του και πιάνοντας με το σημείο εκείνο τον πάτο της φιάλης σερβίριζε γέρνοντας πάντα την φιάλη με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζει ορθή γωνία με τον κάθετο άξονα του ποτηριού. Αν εμείς οι ίδιοι σερβίραμε με τον ίδιο τρόπο δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα γιατί ως γνωστών εμείς "δεν το έχουμε"!

Κατά την διάρκεια των δοκιμών, οι Ιάπωνες ήταν τελείως ανέκφραστοι και πέρα από της παρατηρήσεις τους στο σερβίρισμα δεν έκαναν κανένα άλλο σχόλιο.
Αντιθέτως έκαναν σχόλια για όλα τα ζώα του οινοποιείου αφού ο κύριος Τσουκαχάρα μελέτησε προσεκτικά όλες τις γάτες, το σκυλί και τα άλογα κάνοντας ένα σχόλιο για το καθένα!
Και αν όλα αυτά μας φαίνονται περίεργα, οι δύο επισκέπτες μας όχι απλά είναι φοβεροί γευσιγνώστες αλλά η εταιρία την οποία διευθύνουν είναι στις τρεις σημαντικότερες εταιρίες εισαγωγής κρασιών της χώρας τους.
Σίγουρα λοιπόν δεν είναι τσαρλατάνοι αλλά απλά έχουν τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο να προσεγγίζουν τα πράγματα.

Μην ξεχνάμε πως για εμάς δεν είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί εμείς απλά "δεν το έχουμε"...




Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

Damijan. Συνάντηση με ένα οινικό αντι-σταρ

Αφού καταφέραμε να 'ξεφύγουμε' από την ιδιαίτερα θερμή φιλοξενία της οικογένειας Kristancic επιστρέψαμε στην Gorizia για να επισκεφτούμε τον Damijan Podversic, έναν πολύ ιδιόρρυθμο Σλοβένο που αν και εγκατεστημένος σε Ιταλικό έδαφος αρνούνταν πεισματικά να μιλήσει Ιταλικά.
Πέραν τούτου ήταν απόλυτος και απότομος σε όλα του τα πιστεύω. Όπως για παράδειγμα στο ότι ο Θειώδης ανυδρίτης είναι ένα αχρείαστο χημικό παρασκεύασμα, ότι όποιος ποτίζει τον αμπελώνα του είναι ανήθικος γιατί άλλοι πεθαίνουν της δίψας και αυτός ξοδεύει νερό για να παράγει ένα είδος πολυτελείας και άλλα τέτοια γραφικά. Το γεγονός μάλιστα πως φώναζε βροντερά την ώρα που τα έλεγε τον έκανε ακόμη γραφικότερο ενώ η επιμονή του σε κάποια θέματα τον έκανε κουραστικό.

Τα παραπάνω όμως δεν εμποδίζουν σε καμία περίπτωση να πω πως στο ακατάστατο υπόγειο-εμφιαλωτήριο-αποθήκη-οινοποιείο του δοκίμασα μερικά πολύ μεγάλα λευκά κρασιά.
Ξεκινήσαμε με τo Kaplja από 40% Chardonnay, 30%Ribolla και 30%Malvasia Istriana που ήταν πολύ καθαρό και έντονο αρωματικά με το κερί μέλισσας να κυριαρχεί και θαυμάσιο μεταλλικό στόμα με μία ελαφριά πίκρα που του έδινε διάρκεια.

Στην συνέχεια δοκιμάσαμε δύο λευκά που δεν γνωρίζαμε τι είναι.
Το πρώτο ήταν πιο χυμώδες, ζωντανό, γενναιόδωρο και γευστικά απελευθερωμένο με πολύ καλή διάρκεια.
Το δεύτερο έμοιαζε πολύ στο γευστικό και αρωματικό προφίλ του πρώτου αλλά ήταν πιο κλειστό, διστακτικό και σφιγμένο.
Ήταν μία Ribolla του '08, η πρώτη εντελώς αθείωτη η δεύτερη θειωμένη .
Με αυτόν τον τρόπο ο Damijan θέλησε να υποστηρίξει την επιλογή του να παράγει την πλειοψηφία των κρασιών του χωρίς προσθήκη θειώδη ανυδρίτη και νομίζω πως μας έπεισε.

Το ίδιο ακριβώς είχα παρατηρήσει και σε διάφορους άλλους παραγωγούς αθείωτων κρασιών στην Ισπανία, την Γαλλία και την Ιταλία.
Θαυμάζω όλους αυτούς που καταφέρνουν να παράγουν τόσο αξιόλογα προϊόντα χωρίς να χρησιμοποιούν το πολυεργαλέιο που λέγεται θείο. Πολλοί προσπαθούν αλλά μετρημένοι είναι αυτοί που καταφέρνουν να παράγουν κάτι τόσο αγνό και ταυτόχρονα άψογο από οινολογικής πλευράς.
Οι περισσότεροι προσπαθούν να μας πείσουν πως οι μεγάλες πτητικές οξύτητες, η σταβλίλα που δίνουν οι Βρεττανομύκητες και τα ξίδια που εν τέλει σερβίρουν είναι στυλ και άποψη.

Κρασί και Φεγγάρι
Στα σύνορα Σλοβενίας-Ιταλίας ο Damijan ήταν ήδη ο έκτος παραγωγός που επισκεπτόμουν και παρήγαγε με ελάχιστη ή μηδαμινή προσθήκη θειώδους ανυδρίτη και αυτό ωφείλεται κυρίως στις μεγάλες φυσικές οξύτητες που προστατεύουν το προϊόν.

Κορυφαίο κρασί που ήπιαμε, η Malvasia του '07. Με αρώματα πράσινου τσαγιού, μελιού και βερύκοκου θύμιζε έντονα Chenin του Λίγηρα. Συνοδεία μάλιστα και του εξαιρετικού βιολογικού τυριού που είχαμε για μεζέ ήταν το κάτι άλλο. Το wine spectator μάλιστα του έχει δώσει 95 και 94 σε δύο διαφορετικές χρονιές και πιστεύω πως είναι από τις μεγαλύτερες βαθμολογίες που έχουν δοθεί ποτέ σε βιοδυναμικό, αθείωτο κρασί. Να λοιπόν που και οι δαιμονιοποιημένοι από τους terroiristas οδηγοί κρασιών ξέρουν να εκτιμούν και αυτοί τα μεγάλα κρασιά τερουάρ.

Στην συνέχεια και για λόγους που αγνοώ, η συζήτηση άναψε και οι τρεις Σλοβένοι που βρίσκονταν μαζί μου άρχισαν να μιλούν σε έντονο ύφος με τον οικοδεσπότη. Η διαφωνία ήταν στο αν ο Kristancic είναι μεγάλος οινοπαραγωγός ή χαρισματικός απατεώνας.
Ο Damijan, με λίγα λόγια,υποστήριζε πως ο παραπάνω δεν έχει καμία επαφή με την φύση και αν καλλιεργεί βιολογικά το κάνει μόνο και μόνο για λόγους μάρκετινγκ.

Αυτό που πιστεύω εγώ για τον Alec είναι πως όσο και αν είναι πετυχημένος και φαίνεται σίγουρος για τον εαυτό του έχει χάσει κατά κάποιον τρόπο τον προσανατολισμό του.
Ο Damijan είναι απόλυτος και εκνευριστικά πεισματάρης αλλά τουλάχιστον ξέρει ποιον δρόμο έχει επιλέξει να πάρει, τον ακολουθεί και στηρίζει δυναμικά την επιλογή του αυτήν. Το ίδιο ισχύει και για τον Klinec, τον Παράσχο, τον Radikon και άλλους.
O Mr Movia δείχνει να μην ξέρει που ακριβώς πατάει. Θέλει να είναι οικολόγος, μοντέρνος, ευαίσθητος καλλιτέχνης, ντόμπρος, εμπορικός... Δεν μπορεί να δώσει μία ξεκάθαρη εικόνα του εαυτού του. Το ίδιο συμβαίνει και με τα κρασιά του που αν και καλοφτιαγμένα μοιάζουν να έχουν έλλειψη προσανατολισμού.

Έτσι, τα δύο κύρια πρόσωπα αυτής της αντιπαράθεσης διαφέρουν εντελώς. Ο ένας αφήνει στην άκρη τα πραγματικά του πιστεύω, προσαρμόζεται σε κάθε κατάσταση και δρα κάθε φορά όπως χρειάζεται ώστε να είναι αρεστός και να ευχαριστεί όσους έρχονται σε επαφή μαζί του. Δίνει έτσι τις καλύτερες εντυπώσεις και δημιουργεί έναν μύθο γύρω από τον εαυτό του.
Ο άλλος στηρίζει τα πιστεύω του με έντονο και εμφατικό τρόπο αδιαφορώντας για τις επικοινωνιακές απώλειες και δημιουργώντας ανάμικτα συναισθήματα σε όσους έρχονται σε επαφή μαζί του.

Το αποτέλεσμα; Ο πρώτος είναι ένας παγκόσμιος σταρ και οι 130.000 φιάλες του εξαφανίζονται κάθε χρόνο σε ελάχιστο διάστημα ακόμη και αν το κόστος μερικών φτάνει σε τριψήφιες τιμές.
Ο δεύτερος πνίγεται στο στοκ του και παρά τα εξαιρετικά κρασιά που παράγει και τις εξαιρετικές βαθμολογίες σε έναν από τους υψηλής επιρροής οινικούς οδηγούς δεν έχει καταφέρει να γίνει γνωστός πολύ πέρα από την Βόρεια Ιταλία.

Οι σκέψεις αυτές βέβαια ήταν από μένα για μένα αφού οι Σλοβένοι είχαν πάρει φόρα και δεν υπήρχε τρόπος να διεισδύσω στην συζήτηση. Αντ'αυτού ο ένας εξ'αυτών θυμήθηκε πως είχαμε ένα ακόμη ραντεβού για απόψε το βράδυ και φύγαμε για να δούμε και πάλι τον υπεύθυνο της συνεταιριστικής οινοποιίας που αυτήν την φορά θα μας ξεναγούσε στο δικό του μικρο κελάρι.

Εκεί δοκιμάσαμε μία καλή Ribolla με πολύ δροσερή αίσθηση, ζωικό αλλά ευχάριστο Ρεφόσκο, δύο αποτυχημένες απόπειρες για καλό Καρμενέρε, ένα όχι και άσχημο Μερλό και ένα πολύ ζωντανό και διαρκές Pinot Noir του 2001. Κρασιά φτιαγμένα με μεράκι που φανέρωναν την επιθυμία του δημιουργού τους να ξεφύγει από της ατέλειωτες μάζες που παράγει ο συνεταιρισμός και να φτιάξει κάτι με την δική του προσωπική πινελιά.

Κάπως εκεί έκλεισε και μία από τις πλέον γεμάτες μέρες στο ταξίδι αυτό. Είχε απ'όλα. Έναν συνεταιρισμό, μία ολοκληρωμένη οινοτουριστική οικογενειακή επιχείρηση, έναν σταρ, έναν αντιστάρ και έναν μικρό παραγωγό που χωρίς να έχει κατασταλάξει πειραματίζεται αδιάκοπα στο μικρό του κελάρι...

Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Movia - Alec Kristancic συνάντηση με έναν οινικό σταρ

Είχε μεσημεριάσει όταν κατηφόριζα από τον Klinec στο Movia, το οινοποιείο του χαρισματικού Alec Kristancic. Αρχικά τον γνώριζα μόνο σαν όνομα από την κοινή συμμετοχή μας στους "Vignerons d'Europe". Όσο πλησίαζε ο καιρός να φύγω για το ταξίδι μου στην Σλοβενία τόσο ανακάλυπτα πόσο διάσημος είναι. Σε όσους έλεγα πως θα επισκεφτώ οινοποιεία στην χώρα αυτήν με ρωτούσαν αν έχω κανονίσει να πάω στον Kristancic. Επίσης, ιδιαίτερη αναφορά γι'αυτόν βρήκα όταν έψαχνα στοιχεία για το ταξίδι μου στο σάιτ της Jancis Robinson, ενώ ο Decanter των συμπεριελάμβανε στο top12 του οινικού κόσμου για το 2008, μαζί με τον Michel Rolland, τον Olivier Humbrecht, τον Stephan Dorenoncourt και άλλους.
Όλα αυτά μου δημιούργησαν μεγάλες προσδοκίες ενώ άλλοι οινοποιοί της περιοχής μου λέγαν πως ο Alec είναι απλά πολύ δυνατός στο μάρκετινγκ και ξέρει να παίζει πολύ καλά το επικοινωνιακό κομμάτι.

Ηλιακή ενέργεια στο Movia
Φτάνοντας εκεί, με υποδέχθηκαν δύο μικροί σκύλοι και ένας μεγαλύτερος με ένα γκρι παράξενο χρώμα. Το οίκημα είναι χτισμένο με τέτοιο τρόπο ώστε ο αμπελώνας να απλώνεται κάτω από αυτό και να προσφέρει υπέροχη θέα σε όσους το επισκέπτονται. Η διακόσμηση των εσωτερικών χώρων είναι στην ουσία μία έκθεση καλλιτεχνών-φίλων των ιδιοκτητών και αλλάζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Στο χώρο υποδοχής-γευσιγνωσίας δεν υπήρχε κανένας και μου πήρε αρκετή ώρα ώσπου να βρω την κυρία Kristancic που με ενημέρωσε πως ο σύζυγός της θα αργήσει και θα ξεκινήσουμε μαζί τις δοκιμές. Ήταν ιδιαίτερα φιλική μαζί μου και μου δημιούργησε την αίσθηση πως ήμουν ένας φίλος που πέρασε από κει και του έβγαλε κάτι να πιουν παρέα και να τα πούνε.

Ξεκινήσαμε με το Puro, ένα αφρώδες αθείωτο ξηρό κρασί το οποίο γίνεται με την μέθοδο της σαμπάνιας αλλά δεν γίνεται αναπωματισμός*. Η φιάλη σερβίρεται ανάποδα και ανοίγεται μέσα σε μία λεκάνη με νερό με την βοήθεια ενός μπαστουνιού-ανοιχτηριού που έχει κατασκευαστεί ειδικά για τον σκοπό αυτό! Το άνοιγμα μέσα στο νερό δημιουργεί μία εντυπωσιακή έξοδο αφρού, φυσαλίδων και ζυμών. Εκεί κατάλαβα και αυτά που μου έλεγαν σε σχέση με το πόσο επικοινωνιακός είναι ο Kristancic. Το όλο τελετουργικό αφενός γλιτώνει τον παραγωγό από τα έξοδα αναπωματισμού, αφετέρου δημιουργεί μία μαγεία που μένει στην μνήμη όποιου παρακολουθεί την όλη διαδικασία και το κάνει να συζητιέται.

Γευστικά δεν έλεγε και πάρα πολλά, ίσως γιατί ήταν πολύ παγωμένο. Ούτως ή άλλως όμως σπάνια θα συγκινηθώ από ένα αφρώδες και γι'αυτό περάσαμε γρήγορα στο επόμενο κρασί. Φυσικά, όση ώρα δοκιμάζαμε, στο τραπέζι υπήρχαν ξηροί καρποί εξαιρετικής ποιότητας και ντόπια αλλαντικά και τυριά για να συνοδεύουμε αυτά που πίναμε. Και πίναμε είναι η αλήθεια!
Δεν δοκιμάζαμε μόνο. Και αυτό είναι μία γενική παρατήρηση που έκανα στην Σλοβενία. Τα πτυελοδοχεία είναι είδος προς εξαφάνιση και οι παραγωγοί όχι απλά απολαμβάνουν να μοιράζονται τα κρασιά τους και τις απόψεις τους αλλά συνοδεύουν πάντα τους επισκέπτες τους πίνοντας και οι ίδιοι χωρίς αναστολές!

Στα ήρεμα κρασιά, το ξεκίνημα ήταν απογοητευικό. Η Rebulla του 2008 δεν μπορούσε να σηκώσει σε καμία περίπτωση το βαρύ όνομα του οινοποιείου που την παρήγαγε όντας άδεια και κλειστή. Υποθέτω όμως πως έπαιξε ρόλο και η μετάβαση από ξηρό αφρώδες κρασί σε ήρεμο. Κάτι τέτοιο κάνει πάντα το δεύτερο να φαίνεται άνευρο και κλειστό.

Συνεχίσαμε με το Lunar που είναι ένα λευκό που ζυμώνει σε βαρέλια ειδικά κατασκευασμένα για το οινοποιείο. Τα βαρέλια αυτά έχουν μία οπή στο πάνω μέρος έτσι ώστε να μπαίνουν άσπαστα τα σταφύλια και να αδειάζονται εύκολα μετά το τέλος της ζύμωσης. Η μέθοδος αυτή είναι αρκετά δαπανηρή γιατί κάθε περιέκτης παίρνει μικρή ποσότητα που χρειάζεται ξεχωριστή μεταχείριση αλλά και γιατί η απόδοση που έχει ένα κιλό σταφύλια οινοποιημένο με την μέθοδο αυτήν είναι το ένα τρίτο από ότι θα έδινε μία κανονική συμβατική οινοποίηση. Το στυλ του κρασιού αυτού θύμιζε τα λευκά μεγάλων εκχυλίσεων που ήδη είχα δοκιμάσει σε άλλους παραγωγούς της περιοχής. Πολύ καλύτερο σε φρεσκάδα, ένταση και διάρκεια από το πρώτο αλλά χωρίς να φτάνει τις υψηλές προσδοκίες που είχα από ένα τόσο μεγάλο όνομα.

Όταν έφτασε και o ίδιος ο Kristancic στο σπίτι περάσαμε στο Veliko του 2006 από 60% Rebulla και 20% Pinot Gris και Sauvignon Blanc. Μαζί με το κρασί αυτό ο Alec έριξε στο τραπέζι και ένα ελαφρά καπνισμένο αγελαδινό τυρί που του έφερε φίλος του που διατηρεί τυροκομείο στις γειτονικές Άλπεις. Το Sauvignon δυστυχώς επικρατούσε στο χαρμάνι και μη όντας οπαδός της λεγόμενης "Σοβινιονίλας" δυσαρεστήθηκα με διακριτικό τρόπο. Ο Alec μου εξήγησε τότε πως το Sauvignon επικρατεί τον πρώτο καιρό μετά την εμφιάλωση αλλά στην συνέχεια το κρασί ισορροπεί. Το συγκεκριμένο πέρασε τρία χρόνια βαρέλι και ήταν μόλις ο ένατος μήνας του στην φιάλη.

Τα λεγόμενά του επαληθεύτηκαν όταν μας άνοιξε μία φιάλη Magnum του 2003. Το Sauvignon είχε όντως υποχωρήσει και παρά τους καύσωνες του 2003 πίναμε ένα δροσερό κρασί με βάθος που όσο περνούσε η ώρα άλλαζε προς το καλύτερο. Ο Alec μάλιστα μου πρότεινε να το δοκιμάσω, αν μου δοθεί η ευκαιρία, με τσουρέκι αλειμμένο με νεαρή Ricotta**.
Για το Magnum που πίναμε, ανέφερε πως ήταν η προτελευταία του φιάλη αλλά την άνοιξε επειδή γούσταρε την στιγμή και αυτές οι απλές όμορφες στιγμές είναι που χρειάζονται να συμπληρωθούν με μεγάλα κρασιά. Αν περιμένουμε την μεγάλη στιγμή για να ανοίξουμε μία φιάλη είναι πολύ πιθανό να μείνουμε με την ..φιάλη στο χέρι!

Τον πίστεψα εν μέρη μόνο επειδή ήξερα πόσο έξυπνα παίζει το επικοινωνιακό κομμάτι. Από την άλλη όμως εγώ απολάμβανα την παρέα, τους μεζέδες και το κρασί σε πολύ μεγάλο
Ο χορτοφάγος σκύλος!
βαθμό και δεν είχα κανένα λόγω να αμφιβάλλω και να μην ζω το παραμύθι του.
Το ίδιο σκέφτηκα και όταν μου είπε για το τυρί από τις Άλπεις, όταν κυνηγούσε τον γιο του γύρω γύρω, όταν τάιζε τον χορτοφάγο(!) σκύλο του σαλάμι κρυφά από την γυναίκα του και σε πολλές ακόμη στιγμές. Ακόμη και αν όλα αυτά ήταν θέατρο, ήταν τόσο καλοπαιγμένο που ο άνθρωπος αυτός δεν φέρει τυχαία τον τίτλο του πλέον επικοινωνιακόυ οινοπαραγωγού.
Οι φοβεροί μεζέδες πάντως και οι κρασάρες που εν τέλει ήπια ήταν πέρα για πέρα αληθινοί.

Την παρέα μας τώρα συμπλήρωνε και ένα ζευγάρι Ιταλών οινόφιλων ενώ είχαμε ανοίξει και συζήτηση για τις φιάλες μεγάλης περιεκτικότητας. Ο Kristancic υποστηρίζει πως μία φιάλη Jeroboam (3L) για παράδειγμα, έχει να προσφέρει πάρα πολλά σε ένα ζωντανό κρασί γιατί ζωή θα αναπτυχθεί διαφορετικά εκεί από ότι σε μία φιάλη 750ml. Ένα τεχνολογικό κρασί που είναι φτιαγμένο στο οινοποιείο με χίλια δυο τεχνολογικά σκευάσματα δεν θα έχει διαφορά όπου και αν μπει.
Μία άποψη που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο.
Έτσι και αλλιώς η μεγαλύτερη μάζα των κρασιών αυτών δεν μεταβάλλεται και πολύ περισσότερο από εκρηκτικά αρωματικά, γλυκιδερά και παχιά στα πρώτα χρόνια της ζωής τους και ισοπεδωμένα, βαριά και κουραστικά λίγα χρόνια μετά.

Το οινοφυλάκιο
Στην συνέχεια κάναμε μία βόλτα στους χώρους οινοποίησης όπου δεσπόζουν εκθέματα διαφόρων καλλιτεχνών. Κάθε μέρος του οινοποιείου έχει φιλοτεχνηθεί διαφορετικά, ανάλογα με το κρασί που οινοποιείται εκεί πέρα. Στο Lunar για παράδειγμα που είναι κάτι σαν το δικό μας νυχτέρι, υπάρχει χαμηλός φωτισμός και ένας τοίχος που θυμίζει έναστρο ουρανό.
Αξιοσημείωτα επίσης τα κοντόχοντρα Σλοβένικα βαρέλια 180λίτρων όπου οινοποιείται η ενδογενής ερυθρή ποικιλία Veliko. Μία ποικιλία που δίνει ιδιαίτερα κρασιά, αρκετά ρουστίκ με ζωικό χαρακτήρα.

Επιστρέφοντας στο χώρο δοκιμών, ανοίξαμε ένα Pinot Noir του 2004 το οποίο ήταν εξαιρετικό. Θύμιζε πάρα πολύ Βουργουνδία και ήταν μάλλον ένα από τα καλύτερα Πινό που παράχθηκαν το 2004 παγκοσμίως αφού η πολύ κακή χρονιά στην Βουργουνδία έδωσε μέτρια αποτελέσματα και οι μεγάλοι παίκτες του Πινό κινήθηκε σε πολύ ρηχά επίπεδα ποιότητας.

Συνοπτικά, ο Kristancic είναι μία μεγάλη προσωπικότητα στον χώρο του κρασιού. Ξέρει να δίνει αξία σε αυτό που παράγει, αντιμετωπίζει με την ίδια ζεστασιά έναν μεγάλο αγοραστή και έναν περαστικό ταξιδιώτη μπλόγκερ όπως εγώ, πιστεύει σε αυτό που κάνει και σε αυτό που μπορεί να πάρει από την φύση και απολαμβάνει με ενθουσιασμό τους καρπούς της δουλειάς του.

Η οινοποσία βέβαια δεν σταμάτησε εκεί αλλά είχαν ήδη περάσει τέσσερις ώρες χωρίς να το καταλάβω ώσπου έφτασε ο Marinko. Διερωτώμενος για τον λόγο που αγνόησα το ραντεβού με το επόμενο οινοποιείο, βρέθηκε και ο ίδιος με ένα ποτήρι στο χέρι και ώσπου να καταφέρουμε να "ξεφύγουμε" από την ζεστή φιλοξενία της οικογένειας Kristancic λίγο έλειψε να χάναμε και δεύτερο ραντεβού στη σειρά...


*Στην κλασσική οινοποίηση των αφρωδών οίνων οι φιάλες παραμένουν ανάποδα έτσι ώστε οι ζύμες που συνεχίζουν να ζυμώνουν το κρασί μες την φιάλη να  είναι συγκεντρωμένες κοντά στο πώμα. Με την αφαίρεση του πώματος με ταχύτητα εκτοξεύεται μέρος του περιεχομένου μαζί με τις ζύμες αυτές. Η φιάλη συμπληρώνεται, σφραγίζεται και παραμένει μερικούς μήνες στο υπόγειο έως ότου βγει στο εμπόριο.

**Ricotta: λευκό μαλακό ιταλικό τυρί αντίστοιχο με το δικό μας Κατίκι. Ο Kristancic αναφέρονταν στην Σλοβένικη εκδοχή του της οποίας το όνομα δεν κατέγραψα.

Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Οινικές διαδρομές στο Dobrovo Brda

Αμπέλια στο βροχερό Dobrovo Brda
Πέμπτη πρωί στην Σλοβενία και η βροχή είχε αρχίσει να κόβει αλλά ο ήλιος δεν έλεγε να βγει. Η ημέρα περιελάμβανε μόνο οινοποιεία του Dobrovo Brda ξεκινώντας από τον αμπελουργικό συνεταιρισμό, συνεχίζοντας με ένα μικρό οικογενειακό οινοποιείο και τελειώνοντας με τον μεγάλο σταρ της Σλοβενίας.

Κάποια στιγμή, συζητώντας με τον Marinko, αναρωτήθηκα πως γίνεται σε μία πρώην κομμουνιστική χώρα να υπάρχουν οινοποιεία με παράδοση πολλών γενεών και όχι αποκλειστικά συνεταιρισμοί και οινοποιεία με ηλικία το πολύ όσο και τα χρόνια από την πτώση του κομμουνισμού. Η απάντηση που μου δόθηκε ήταν η εξής:
Πριν τον κομμουνισμό όλα τα αμπέλια της περιοχής άνηκαν σε μεγαλοκτηματίες οι οποίοι παραχωρούσαν μικρές εκτάσεις στους εργάτες που τα δούλευαν και μοιράζονταν το 50% του εισοδήματος που μπορούσε να τους αποφέρει το κάθε κομμάτι. Κατά την διάρκεια του κομμουνισμού όλα αυτά πέρασαν σε αυτούς που τα δούλευαν και δημιουργήθηκαν πολλές μικρές ιδιοκτησίες που ως επί το πλείστον πουλούσαν στους κρατικούς συνεταιρισμούς.
Κατά τον ίδιο τρόπο δημιουργήθηκαν ή παρέμειναν ενεργά και κάποια οικογενειακά οινοποιεία. Το μέγεθός τους βέβαια ήταν πολύ περιορισμένο και η παρασκευή κρασιού αποτελούσε την κύρια ασχολία σε ελάχιστες περιπτώσεις.
Μην ξεχνάμε επίσης πως αν ο κομμουνισμός εφαρμόζονταν χαλαρά στην Γιουγκοσλαβία, στην Σλοβενία εφαρμόζονταν ακόμη χαλαρότερα.

Το παλαιό κτίριο του Συνεταιρισμού
Ο συνεταιρισμός του Dobrovo Brda ιδρύθηκε το 1957 και σήμερα είναι ο μεγαλύτερος της χώρας κατέχοντας τα δώδεκα από τα δεκαοχτώ χιλιάδες στρέμματα της περιοχής.
Η παραγωγή του συνεταιρισμού χωρίζεται σε τρεις γκάμες ποιότητας και οι εξαγωγές φτάνουν το 30% που είναι μάλλον ένα μικρό ποσοστό για μία χώρα με περιορισμένη εγχώρια κατανάλωση.

Κάνοντας μία γύρα στις εγκαταστάσεις, καταλαβαίνει κανείς αμέσως πως η δουλειά που γίνεται εκεί πέρα είναι πολύ σοβαρή και ξεπερνάει τις προσδοκίες που έχει κάποιος από ένα συνεταιρισμό.
Οι τεράστιες εξωτερικές δεξαμενές έχουν σταματήσει να χρησιμοποιούνται εδώ και χρόνια και όλες οι διαδικασίες γίνονται σε δεξαμενές μικρότερου μεγέθους για καλύτερο έλεγχο.
Οι οινοποιητικές δεξαμενές του συνεταιρισμού
Εντύπωση μου έκανε η πολιτική τους στην ωρίμανση. Τα κόκκινα αλλά και τα λευκά ωριμάζουν έως και πέντε χρόνια ανάλογα με την χρονιά και τις δοκιμές που γίνονται από τους οινολόγους. Φαινόμενο σπάνιο αφού ακόμη και μικρά οινοποιεία ακολουθούν σταθερές τακτικές και σπάνια βασίζουν τις ενέργειες τους στις γευστικές δοκιμές. Είναι κάτι που ακούγεται παράξενο αλλά είναι μία πραγματικότητα.
Πολύ αυστηρός επίσης και ο έλεγχος στις στρεμματικές αποδόσεις αλλά και στον τρόπο φύτευσης των αμπελώνων.

Το οινοφυλάκιο με τις παλιές εσοδείες
Μαζί με τον οινολόγο του κτήματος δοκιμάσαμε γύρω στα δεκαπέντε κρασιά. Ξεκινήσαμε από το αφρώδες τους και περνώντας από όλα τα είδη λευκών που παράγουν τελειώσαμε με τα κόκκινα.
Από αυτά, ξεχώρισα την Ribolla "Baqueri" του 2008 για την αρωματική και γευστική της διάρκεια, το "Belo" του 2006 γιατί με έφερε σε επαφή με την ποικιλία Pikolita που δυστυχώς όμως ήταν χαρμανιασμένη με Chardonnay και το "Quercus" Syrah γιατί ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό που περίμενα και τελείως διαφορετικό από ότι είχα συναντήσει μέχρι τώρα στην περιοχή.

Λαμβάνοντας υπόψιν τις πολύ ανταγωνιστικές τιμές που ήταν τρία έως δέκα ευρώ για την πλειοψηφία των κρασιών, την όμορφη εμφάνιση των περισσότερων ετικετών και τις αντιξοότητες που παρουσιάζονται στην διαχείριση μίας τόσο μεγάλης παραγωγής, η δουλειά που γίνεται είναι εξαιρετική και το αποτέλεσμα για τον συνεταιρισμό του Dobrovo Brda είναι το καλύτερο δυνατό.

Αφήνοντας τον συνεταιρισμό ανηφορίσαμε για τo χωριό Medana όπου είχα ραντεβού με το μεγάλο αστέρι του Σλοβενικού κρασιού, τον Alec Kristancic. Πριν από αυτόν όμως έκανα μία στάση στον πολύ ζεστό και φιλόξενο χώρο του οινοποιείου Klinec για να δοκιμάσω και εκεί μερικά κρασιά.
Οι οικογένεια Klinec βρίσκεται στον χώρο εδώ και τέσσερις γενεές και πέρα από την παραγωγή κρασιού, έχει την δυνατότητα να προσφέρει διαμονή σε υπέροχα δωμάτια με θέα την πεδιάδα κάτω από τον λόφο και εστίαση με ντόπια προϊόντα ενώ το εκθετήριο-δοκιμαστήριο τους χρησιμοποιείται και ως wine bar.

Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από την Βιοδυναμική φιλοσοφία κατά την οποία δουλεύονται και οι αμπελώνες τα τελευταία οκτώ χρόνια. Μαζί με άλλους τρεις οινοπαραγωγούς  παρόμοιας φιλοσοφίας έχουν ιδρύσει μία ένωση με το όνομα "Sympiose" και προωθούν ομαδικά τα "φυσικά" κρασιά τους σε εκθέσεις -προς το παρόν- στην Ιταλία.

Πρώτο απ'όλα δοκίμασα το Τοκάι τους που όπως και ο Radikon το αποκαλούν Jakot. Δροσερό, καθαρό αρωματικά και με μεγάλη διάρκεια με έκανε να ξεχάσω όλα όσα είχα δοκιμάσει στο συνεταιρισμό. Εκεί μάλιστα αποκαλούν το Tokaj τους Sauvignonasse και υποστηρίζουν πως είναι συγγενικές ποικιλίες. Δεν έχουν και άδικο αφού καθώς το δοκίμαζα μου έφερνε λίγο αυτήν την ελαφρά λιγούρα που μου φέρνουν τα περισσότερα Sauvignon. Το Jakot αντίθετα, δικαιούται να έχει διαφορετικό όνομα αφού οι παραγωγοί που χρησιμοποιούν την ονομασία αυτήν παράγουν κάτι που έχει πολύ δικό του χαρακτήρα και δεν θυμίζει καμία άλλη ποικιλία. Πολύ ενδιαφέρον θέμα για συζήτηση...

Εξίσου καλό και πολύ ορυκτώδες το Pinot Grigio του 2007.

Σχετικά με την οινοποίηση τώρα, μετά την ζύμωση σε βαρέλι μουριάς ή ακακίας, τα λευκά του Klinec μένουν με τις οινολάσπες για περίπου δύο χρόνια. Αυτό προστατεύει το κρασί από την οξείδωση και έτσι η προσθήκη θειώδους ανυδρίτη γίνεται μόνο λίγο πριν την εμφιάλωση. Τότε το κρασί χαρμανιάζεται σε μία ανοξείδωτη δεξαμενή και μένει εκεί για όσο διάστημα χρειαστεί μέχρι να "ηρεμήσει" και να καθαρίσει με την βοήθεια της βαρύτητας από διάφορα αιωρούμενα σωματίδια. Έτσι αποφεύγεται και το φιλτράρισμα ή κάποια ενδεχόμενη διαδικασία κολλαρίσματος.

Τα κόκκινα τους προέρχονταν από τα κλασσικά Μπορντολέζικα χαρμάνια αλλά τα βαρέλια από ξύλο κερασιάς που χρησιμοποιούν τους δίνουν μία άλλη νότα και τα κάνουν να ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα. Δοκίμασα αυτό του 2006 και έμεινα κατενθουσιασμένος από την ζωντάνια και την δυναμικότητα που έδειχνε.

Η όλη ατμόσφαιρα στον Klinec, τα υπέροχα κρασιά, το ζεστό περιβάλλον και η χαλαρή συζήτηση ήταν ικανά να με κρατήσουν εκεί για ώρες αλλά δυστυχώς με περίμεναν για το επόμενο ραντεβού και έπρεπε να φύγω. Αδιαμφισβήτητα πάντως, ο Klinec ήταν ένα από τα highlights του ταξιδιού μου στην Σλοβενία για την απλότητά του και τις ολοκληρωμένες οινικές και οινοτουριστικές προτάσεις που προσφέρει.

Γυρνούσα πλέον την περιοχή με ποδήλατο και λόγω κατηφόρας χρειάστηκε μόνο μία πηδαλιά για να βρεθώ στο παγκοσμίου φήμης οινοποιείο Movia του χαρισματικού Alec Kristancic...

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Μάρτιος 1988 : Ένας αμπελουργός μιλάει με την πείρα του

Οι περιπέτειες στην Σλοβενία και το Φριούλι καλά κρατούν και θα κρατούν για πολύ καιρό ακόμη μέχρι να εξαντληθεί η ύλη που κατακλύζει το μπλοκάκι μου.

Οι μέρες αυτές όμως παρουσιάζουν μεγάλη κινητικότητα για το Ξινόμαυρο της Νάουσας που ενώ πλησιάζουμε τους θερμούς καλοκαιρινούς μήνες και η κατανάλωσή του μειώνεται, τα άρθρα και οι αναφορές σε αυτό πολλαπλασιάζονται.

Πίστεψα λοιπόν πως είναι η κατάλληλη στιγμή να επαναδημοσιεύσω ένα κείμενο τοπικής εφημερίδας του 1988 όπου ο παππούς μου, Κώστας Δαλαμάρας, μιλάει για το αν θα πρέπει το αμπέλι να ποτίζεται ή όχι. Ταυτόχρονα στην ίδια συνέντευξη παρουσιάζονται πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για το κρασί της Νάουσας.

Να υπενθυμίσω πως το 1987 η Νάουσα ανακηρύχθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Οίνου "Πόλη του οίνου και της αμπέλου" και τον καιρό εκείνο πραγματοποιήθηκαν πολλές εκδηλώσεις με επίκεντρο το Ξινόμαυρο.


Ένας αμπελουργός μιλάει με την πείρα του.

Κωνσταντίνος Ιωάννου Δαλαμάρας:


Η χρονιά που πέρασε ήταν για την Νάουσα χρονιά του κρασιού και της αμπέλου και έγιναν πολλές συζητήσεις γύρω από το αμπέλι και το κρασί. Παρακολούθησα με προσοχή όλες τις διαλέξεις και όσα γράφτηκαν γύρω από το θέμα αυτό. Αναμφισβήτητα όλα ήταν πολύ ενδιαφέροντα και θα ωφελήσουν την αμπελουργία μας και το κρασί μας.

Θα ήθελα όμως και εγώ μετά από πολλά χρόνια πρακτικής πάνω στην αμπελουργία, να αναφέρω μερικά πράγματα αρχίζοντας από την χρονολογία 1925-26. Τότε εντεκάχρονο παιδί ακόμη με έπαιρνε ο πατέρας μου και πηγαίναμε στο αμπέλι για βλαστολόγι και κορφολόγι. Τα τότε αμπέλια ήταν φυτεμένα σε υποκείμενο ντόπιο ποικιλίας Ξινόμαυρο και το λέγαμε Μαύρο Ναούσης. Το πρέμνο, δηλαδή το κούτσουρο, ήταν με τρεις βραχίονες και σπανιότερα με τέσσερις. Στον κάθε ένα αφήναμε δύο νέα βλαστάρια τα οποία έδιναν από δύο τσαμπιά σταφύλια το καθένα. Συνολικά δηλαδή δώδεκα τσαμπιά ανά κούτσουρο.

Το αμπέλι δηλαδή, φυτεύονταν σε ντόπιο υποκείμενο ήμερο και είχε μεγάλη αντοχή στην ξηρασία σε αντίθεση με τα σημερινά Αμερικάνικα, Γαλλικά κ.α. υποκείμενα. Και εδώ πρέπει να μιλήσουμε για το αν το Ναουσαίικο αμπέλι χρειάζεται πότισμα ή όχι.
Θα αναφερθώ σε μία παρατήρηση που έχω κάνει επί 28 χρόνια.


Έχω ένα αμπέλι πέντε στρεμμάτων (σ.σ. εννοεί το παλαιό κομμάτι του Παλιοκαλιά) ελαφρά επικλινές και δεν το ποτίζω καθόλου. Τις ξηρές όμως χρονιές όταν η ξηρασία είναι έντονη, το ένα από τα πέντε στρέμματα ζητά νερό και δεν κάνει ποιοτικό σταφύλι. Αυτό συμβαίνει γιατί τα συστατικά του εδάφους του είναι διαφορετικά από των άλλων τεσσάρων στρεμμάτων.
Βλέπουμε λοιπόν ότι μεγάλο ρόλο παίζουν η σύσταση και η κλίση του εδάφους. Ορισμένα χώματα θέλουν και ορισμένα, όπως τα βαριά χώματα, δεν θέλουν.

Άρα δεν γίνεται να πούμε με μία λέξη ότι τα Ναουσαίικα αμπέλια θέλουν ή δεν θέλουν νερό. Και όταν λέω θέλουν νερό δεν εννοώ να ποτίζεται το αμπέλι σε μόνιμη βάση αλλά να ποτιστεί σε μία μεγάλη ανάγκη δηλαδή όταν η χρονιά είναι ξερή.
Σ'αυτήν την περίπτωση το αμπέλι ζητά ένα πότισμα πριν από "το γυάλισμα της αγουρίδας" δηλαδή γύρω στο δεύτερο δεκαήμερο του Ιουλίου και σπάνια δεύτερο αν θέλουμε να κάνουμε ποιοτικό καλό σταφύλι.
Επίσης δεν πρέπει να παραφορτώνουμε τα νεαρά αμπέλια αλλά να φροντίζουμε να υπάρχει πλούσιο φύλλωμα στις κορυφές του αμπελιού κατά την διάρκεια της ωρίμανσης. Συντελούν τα φύλλα στην θρέψη και την ωρίμανση.

Στη Νάουσα θεωρούνταν ότι το αμπέλι έπρεπε να είναι επικλινές και να βλέπει προς την ανατολή έτσι ώστε η πρωινή δροσιά να φεύγει με τις πρώτες ακτίνες του ηλίου. Και αυτό γιατί όταν την δροσιά την προλαβαίνει ο δυνατός ήλιος, το αμπέλι προσβάλλεται από μπάστρα (σ.σ. ωίδιο) και από άλλες ασθένειες.

Επανέρχομαι τώρα στο παλιό υποκείμενο, το ντόπιο, το ήμερο, το οποίο είπαμε ήταν ανθεκτικό στην ξηρασία. Όταν το κούτσουρο πάλιωνε πολύ, δεν το αντικαθιστούσαν με νέο, αλλά το έκοβαν από την ρίζα και αυτό ξαναφύτρωνε δημιουργώντας πάλι ένα νέο κούτσουρο. Αυτό λεγόταν "γεροντοφυτιά".

Στη δεκαετία όμως του 1930 όλα σχεδόν τα αμπέλια καταστράφηκαν από την φυλλοξήρα. Τότε έγινε η αντικατάσταση του ήμερου αντικειμένου από το άγριο αμερικάνικο ή γαλλικό που δεν προσβάλλονταν από την φυλλοξήρα. Τα αμπέλια όμως δεν κράτησαν για πολύ, γιατί στην δεκαετία του 1940 άρχισε να αναπτύσσεται η δενδροκαλλιέργεια της ροδακινιάς, της μηλιάς, και της αχλαδιάς. Λίγα αμπέλια έμειναν τότε και μέσα σε αυτά και τα δικά μας.

Από τότε άρχισαν να έρχονται στην Νάουσα σταφύλια από άλλες περιοχές και περισσότερο από τον Άγιο Παντελεήμωνα, γνωστό σαν Πάτελι. Τα σταφύλια από το Πάτελι ήταν της ίδιας ποικιλίας αλλά όπως και να το κάνουμε όχι και της ίδιας ποιότητας. Γιατί τελικά η ιδιομορφία του εδάφους και του κλίματος της Νάουσας είναι που δίνει αυτό το ξεχωριστό, αυτό το κάτι άλλο στο κρασί προέλευσης Νάουσα.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να πω στους σημερινούς και μελλοντικούς αμπελουργούς ότι δουλεύοντας με συνείδηση, με μεράκι και στηριζόμενοι στις υποδείξεις των ειδικών, να προσπαθήσουμε, κάνοντας πάντα κρασί ποιότητας να ανεβάσουμε την Νάουσα σαν πόλη του κρασιού και της αμπέλου, εκεί που της αξίζει!


Φωνή της Ναούσης Σάββατο 5 Μαρτίου 1988


Κώστας (πάνω δεξιά) και Ελένη Δαλαμάρα 1949

Ο Κωνσταντίνος Δαλαμάρας, 73 χρονών το έτος της συνέντευξης, είναι σήμερα 96 χρονών και συνεχίζει να απολαμβάνει τις βόλτες στα αμπέλια και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί κάθε μεσημέρι.

Η οικογένεια Δαλαμάρα διατηρεί ακόμη και σήμερα αυτοφυή κλίματα από το παλιό μάυρο Ναούσης τα οποία συντηρεί και ανανεώνει με την μέθοδο της "γεροντοφυτιάς". Από το αμπέλι αυτό παράγεται και η ετικέτα "Vignes Franches" που κυκλοφορεί σε πολύ περιορισμένο αριθμό φιαλών στην αγορά της Γαλλίας και της Ιαπωνίας.