Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Back in Burgundy: Η χρυσή πλαγιά (ημέρα πρώτη)

Πέμπτη 2 Δεκέμβρη και το πρόγραμμα για το πρωί έγραφε επίσκεψη στα Grande Crus του Vosne Romanèe με τα πόδια και δοκιμές κρασιών στο οινοποιείο της Anne Gros στην οποία και νοικιάζαμε το σπιτάκι που μέναμε.
Το ιστορικό Cru του Romanèe Conti
Η θερμοκρασία ήταν γύρω στους μείον δύο αλλά ο ήλιος μαλάκωνε κάπως την κατάσταση και έτσι ξεκινήσαμε να διασχίσουμε το γραφικό χωριουδάκι όπου διαμέναμε και να περπατήσουμε στα μεγάλα crus που το περιέβαλαν. Ξεκινήσαμε από την "La Tache" και φτάσαμε μέχρι τα όρια του Romanée Conti με το Richebourg συνοδευόμενοι πάντα από την υπεύθυνη καλλιέργειας του κτήματος της Anne Gros που μας εξηγούσε παράλληλα τις εδαφικές ιδιαιτερότητες και τους τρόπους καλλιέργειας των ξακουστών αυτών αμπελοτεμαχίων.
Δοκιμάζοντας παγωμένα σταφύλια από μεγάλα Crus
Επιστρέψαμε στο Domaine Anne Gros όπου είχαμε μία σύντομη συζήτηση με την υπεύθυνο και μία ακόμη πιο σύντομη επεξήγηση των μεθόδων παραγωγής. Τα κρασιά δοκιμάζονταν αρκετά δύσκολα, ίσως λόγω του υπερβολικού κρύου στον χώρο που τα δοκιμάζαμε και το μόνο που έβγαινε έντονα ήταν το ξύλο του βαρελιού. Παρόλα αυτά καταφέραμε να ξεχωρίσουμε το Chambolle Musigny Villages για το πολύ καλό φρούτο του και την ωραία δομή του ενώ από τα Grand Crus μόνο το Richebourg κατάφερε να μας κερδίσει κάπως και να κρατήσει ψηλά την σημαία των μεγάλων αμπελοτεμαχίων. Και εδώ βέβαια το βαρέλι ήταν παρόν αλλά σίγουρα ήταν πολύ καλύτερα εναρμονισμένο στο σύνολο ενώ το στόμα είχε πολύ καλή δομή, φινέτσα και ευχάριστο τελείωμα με διάρκεια.
Όπως και να χει όμως από ένα Domaine που θεωρείται από τα πολύ καλά της Βουργουνδίας περιμέναμε κάτι πολύ περισσότερο και μάλλον μας άφησε απογοητευμένους.

Το απόγευμα ανεβήκαμε την ζώνη λίγο ψηλότερα προς την Dijon με κατεύθυνση το Gevrey Chambertin όπου και συναντήσαμε τον Pierre Boillot. O Pierre, οινοπαραγωγός παλαιάς οικογένειας, υποστηρίζει πως το Pinot Noir είναι μία πολυ΄ντελικάτη ποικιλία και θέλει κατά την οινοποίησή του όσο το δυνατόν λιγότερες επεμβάσεις γίνεται. Εμείς συμφωνούμε μαζί του -και μέσα μας ψιθυρίζουμε: και το Ξινόμαυρο as well- και επιβεβαιώσαμε την άποψη αυτήν δοκιμάζοντας τα πολύ κομψά και ολοκληρωμένα πινό του. Από το Gevrey Chambertin μέχρι και το Pommard όπου ο Pierre καλλιεργεί αμπέλια, κάθε μία cuvée του ήταν εξαιρετικής ποιότητας και παρόλο το κρύο της κάβας είχαμε μία πολύ ευχάριστη οινογευστική εμπειρία. Για το κλείσιμο δοκιμάσαμε ένα λευκό από Pinot Gris που είχε φυτεύσει ο παππούς του Pierre πριν πολλά χρόνια για να μαλακώνει την σκληράδα των κόκκινων του Volnay. Πλέον εμφιαλώνεται χωριστά μόνο για εσωτερική κατανάλωση και είναι ένα πολύ απλό μαλακό κρασί για καθημερινή χρήση χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο.

Το highlight της ημέρας ακολούθησε αμέσως μετά, στο χωριό Chambolle-Musigny, στο Domaine Georges Roumier που είναι ένα από τα πλεόν ξακουστά ονόματα της Cote d'Or. Ο Christophe Roumier που έχει πάρει σήμερα τα ηνία του κτήματος παράγει κάποια από τα πιο φημισμένα κρασιά της
O C.Roumier συνομιλεί με τον Γ.Ιωαννίδη
περιοχής, τα οποία πωλούνται σε αρκετά υψηλές τιμές και είναι πολύ σπάνια αφού η παραγωγή εξαφανίζεται μόλις κυκλοφορήσει. Λίγοι τουρίστες έχουν την δυνατότητα να επισκεφτούν και να δοκιμάσουν στο οινοποιείο του αλλά ως ομάδα παραγωγών καταφέραμε να γίνουμε δεκτοί χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.

Αφού είχαμε μία ενδιαφέρουσα συζήτηση πάνω στο ιστορικό του κτήματος και τις μεθόδους οινοποίησης περάσαμε στο υπόγειο κελάρι του για να δοκιμάσουμε τα 2009 από το βαρέλι και να βυθιστούμε στον κόσμο των αισθήσεων.

Η αρχή έγινε με το Chambolle Musigny Village που ήταν εξαιρετικά δροσερό στο στόμα και είχε νύξεις ορυκτών αρωμάτων που θύμιζαν θειάφι και έφερναν στο νου κρασί από ηφαιστειογενή εδάφη.
Από εκεί και πέρα περάσαμε κατευθείαν στα 1er Crus και στο σημειωματάριο μου έχω γράψει λέξεις και φράσεις όπως: ουάου, πω πω!, κάτσε καλά, αμά νέκταρ και άλλα τέτοια πολύ διαφορετικά από αυτά που γράφω συνήθως. Κάποιοι από την παρέα μάλιστα ήταν έτοιμοι να βάλουν τα κλάματα από την συγκινησιακή φόρτιση!

Γιατί να πρωτογράψω; Για το απίθανο Clos de la Bussiere; το εκπληκτικό Les Combottes; το τόσο φινετσάτο Les Cras; το ορυκτό και συνάμα πιπεράτο Ruchottes Chambertin, το μοναδικής προσωπικότητας Les amoureuses ή το τεράστιο Bonnes Mares Grand Cru με την απίστευτη τανική του δομή που έμενε να τσιμπάει απαλά το στόμα;
Από μπουκάλι δοκιμάσαμε κάποια Crus του 2008 που δοκιμάζονταν λίγο δυσκολότερα απ'ότι τα
Το Musigny του Roumier: Θρύλος!
βαρέλια και απ'όσο μας είπε και ο ίδιος ο Christophe το 2008 είναι μία χρονιά που δεν θα πάει και πολύ μακριά σε παλαίωση. Δοκιμάσαμε επίσης ένα Les Cras 1er Cru του 2007 το οποίο ήταν και αυτό λιγάκι κλειστό αλλά σίγουρα είχε πολύ όμορφο φρούτο στη μύτη και πολύ φίνες τανίνες. Αυτό όμως που ερωτευτήκαμε ήταν οι Amoureuses* του 2000 που είχαν μία μοναδικής πολυπλοκότητας μύτη που άρχιζε από μπαχαρικά και τρούφα και τελείωνε σε δέρμα και ευγενικά αρώματα μανιταριών.
Και εκεί που νομίζαμε πως ότι σοκ ήταν να πάθουμε το είχαμε πάθει ήδη, ο Christophe ήρθε να μας αποτελειώσει με ένα Corton Charlemagne Grand Cru του 2009 και να μας δείξει πως είναι άπαιχτος και στα μεγάλα λευκά. Ένα λαχταριστό Chardonnay με έντονα αρώματα λεμονανθού, τραγανότατο και με μία πολύ μακριά ατελείωτη επίγευση που θύμιζε παστέλι και κυδωνόπαστο. Ένα πραγματικά πολύ μεγάλο λευκό!

Στην συζήτηση που ακολούθησε μετά το τέλος των δοκιμών ο Christophe Roumier υποστήριξε και αυτός την γνώμη του Pierre Boillot περί ντελικάτου Pinot Noir και είπε πως η βασική του αρχή είναι να μην κάνει πολύ τεχνικές οινοποιήσεις ώστε το terroir να βγαίνει πάντα μπροστά από την οινοποίηση και όχι η οινοποίηση μπροστά από το terroir.

Με την επίσκεψη αυτή έκλεισε και η δεύτερη μέρα των επισκέψεων κατά την οποία τα κρασιά του Roumier κέρδισαν τις εντυπώσεις και τις καρδιές μας και η Cote d'Or (χρυσή πλαγιά) απέδειξε πως το όνομά της σίγουρα δεν είναι τυχαίο!



*amoureuses: για τους μη γαλλομαθείς amoureuses σημαίνει "οι ερωτευμένες"

Back in Burgundy : Η μέρα των λευκών vol.2

Φτάνοντας λοιπόν στο χωριό Puligny Montrachet κατευθυνθήκαμε προς το Domaine Leflaive, το πλέον διάσημο βιοδυναμικό οινοποιείο της βουργουνδίας. Εκεί, την ξενάγηση μας και την γευσιγνωσία ανέλαβε ο Antoine Lepetit που είναι άριστος γνώστης του terroir και της βιοδυναμικής φιλοσοφίας. Προτού ξεκινήσουμε τις δοκιμές ρίξαμε μία ματιά στον χάρτη της περιοχής που παρουσιάζει όλα τα αμπελοτεμάχια του κτήματος και την εδαφική τους σύσταση προκειμένου να γνωρίσουμε καλύτερα τα κρασιά που επρόκειτο να δοκιμάσουμε. Αμέσως μετά, περάσαμε στο χώρο όπου βρίσκονται οι ανοξείδωτες δεξαμενές που είναι κατασκευασμένες επιτόπου ώστε να έχουν το σχήμα της θολωτής κάβας.
Δοκιμάσαμε την σοδειά του 2009 που αφού πέρασε ένα χρόνο σε βαρέλι, είναι τώρα στις δεξαμενές και περιμένει την άνοιξη για να εμφιαλωθεί. Για κάθε αμπελοτεμάχιο που δοκιμάσαμε, ο Antoine μας ανέλυε τις ιδιαιτερότητές του, πως αυτές μεταφέρονται στο κρασί, τι αντίκτυπο έχουν στα οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά, πως εξελίχθηκε το κρασί αυτό άλλες χρονιές, πως ενδέχεται να εξελιχθεί ο χαρακτήρας του με την παλαίωση, την προσωπική του γνώμη για το κρασί αυτό και τα σχόλια άλλων δοκιμαστών που επισκέφτηκαν το οινοποιείο. Πλήρης ανάλυση και πληροφόρηση δηλαδή πάνω σε οτιδήποτε περνούσε από το ποτήρι μας!

Ξεκινήσαμε με μία κλασσική Βουργουνδία και συνεχίσαμε με ένα Puligny village. Οι μεγάλες συγκινήσεις άρχισαν να έρχονται με τα πρώτα 1er Cru. To Clavoillon για παράδειγμα μας έδινε γενναιόδωρα το φρούτο του, προϊόν του πορτοκαλί σχιστόλιθου και ήταν το πρώτο στο οποίο νιώσαμε τι θα πει μεταλλικότητα σε ένα κρασί. Ακόμη πιο μεταλλικό όμως ήταν το ασβεστολιθικό Follatières που στέγνωνε λίγο το στόμα αλλά ήταν σίγουρα ένα κρασί μοναδικής κομψότητας. Σύμφωνα με τον Αντουάν, η αίσθηση αυτή του στεγνώματος οφείλεται στα ασβεστούχα εδάφη που έχουν την τάση να απορροφoύν την υγρασία από άλλα σώματα και στο κρασί χρειάζεται τρία με τέσσερα χρόνια για να χαθεί η επίδρασή του.

Κάνοντας μία παρένθεση είχαμε μία συζήτηση για το τερουάρ και τον διαχωρισμό που έκαναν οι μοναχοί πριν 900 χρόνια κατατάσσοντας και διαχωρίζοντας τα εδάφη της Βουργουνδίας όπως ακριβώς είναι και στις μέρες μας. Εκτεταμένες έρευνες που έχει κάνει και συνεχίζει να κάνει το Domaine σήμερα, δείχνουν πως οι μοναχοί ήταν αλάνθαστοι και έκαναν τεράστιο έργο βάζοντας τα θεμέλια για την ανάπτυξη μιας οινικής κουλτούρας που έφερε την Βουργουνδία εδώ που είναι σήμερα.

Επιστρέφοντας στις δοκιμές, το 1er Cru Les Combettes ήταν το πιο στρόγγυλο και βουτυράτο κρασί της γκάμας ενώ το διάσημο Les Pucelles ήταν το πλέον γενναιόδωρο αρωματικά. Απίστευτη αίσθηση όμως μας έδωσε η τρομερή του επίγευση αφού όταν το κρασί άφηνε το στόμα μας, τα ούλα μας έμεναν γευστικά σαν καραμέλες!

Περνώντας στα Grand Cru κάναμε μία μικρή κουβεντούλα πάνω στο όνομα του Bienvenue Batard που στα γαλλικά σημαίνει "καλωσόρισες μπάσταρδο"! Εικάζεται πως ο άρχοντας της περιοχής κατά την διάρκεια των σταυροφοριών έκανε συχνές επισκέψεις στις "Pucelles", δηλαδή στις "παρθένες" που ήταν μαζεμένες στην έκταση που σήμερα είναι το ομώνυμο διπλανό cru. Από τις πολλές "επισκέψεις" κάποια στιγμή βγήκε ένα "μπάσταρδο" το οποίο θα κληρονομούσε τον άρχοντα. Το μωρό αυτό παρουσιάστηκε στον κόσμο που είχε μαζευτεί για να υποδεχτεί τον μελλοντικό άρχοντα, στο μέρος που σήμερα ονομάζεται Bienvenue Batard και είναι ένα από τα σημαντικοτερα Grand Cru της Βουργουνδίας. To κρασί ήταν εξαιρετικό αρωματικά και πολύ προσιτό για ένα τόσο νεαρό Grand Cru.

Το Grand Cru Batard Montrachet ήταν και αυτό πολύ εκφραστικό, με έντονη ανθώδης μύτη, νύξεις εσπεριδοειδών και πολύ ισορροπημένο γευστικά ακόμη και τώρα.
Τέλος, το Grand Cru Chevalier Montrachet ήταν λίγο πιο κλειστό σε σχέση με τα άλλα δύο αλλά έδειχνε τις πολύ μεγάλες δυνατότητές του. Έμοιαζε αρκετά με το 1er Cru Les Folliatières και αυτό οφείλεται στην μεγάλη κλίση των αμπελώνων που του δίνουν μία αίσθηση στεγνότητας όσο αυτό είναι νεαρό. Αυτό γίνεται γιατί η κλίση διώχνει τα νερά και το αμπέλι παθαίνει υδρικό στρες. Αυτό, στο συγκεκριμένο κρασί, μεταφράζεται σε αυτήν την αίσθηση που στεγνώνει το στόμα και χάνεται με τα χρόνια παλαίωσης.

Από μπουκάλι δοκιμάσαμε το 1er Cru Les Combettes 2008 με εξαιρετική μύτη και κοφτερή οξύτητα που έδενε όμως πολύ καλά με το σύνολο.  
Το 1er Cru Les Pucelles του 2001 ήταν δύσκολο στην νεότητά του όπως μας ενημέρωσε ο Antoine και γι'αυτό και το Domaine είχε προτείνει σε όσους το είχαν αγοράσει να αρχίσουν να το δοκιμάζουν μετά το 2010. Το 2001 ήταν μία δύσκολη χρονιά όσον αφορά την ωριμότητα αλλά σίγουρα ένα κρασί με τόσο μελένια μύτη, κρυστάλλινο στόμα και πολύ πολύ βάθος όπως οι Pucelles αποδεικνύει πως για ένα τόσο σπουδαίο Domaine, όπως το Domaine Leflaive, σε οποιαδήποτε χρονιά μπορεί να γίνουν θαύματα.

Τελειώσαμε με ένα Batard Montrachet του 1999. Το 1999 ήταν μία εκ διαμέτρου αντίθετη χρονιά με το 2001 αφού είχε εξαιρετικές ωριμότητες και τα αποτελέσματα ήταν τελείως διαφορετικά! Το χρώμα του ήταν λαμπερό γκριζοκίτρινο που θύμιζε περισσότερο κρασί του 2009 και όχι του 1999, δείγμα της αντοχής του στο χρόνο. Η αίσθηση στην μύτη ήταν λίγο πιο θερμή και είχε το χαρακτηριστικό boisé του Pierre Morey που ήταν ο μέχρι πριν λίγα χρόνια υπεύθυνος των οινοποιήσεων. Το boisé αυτό δεν είναι το καμένο ξύλο στο οποίο αναφερόμαστε συνήθως όταν μιλάμε για boisé αλλά μία αίσθηση ψημένου ψωμιού και τσακμακόπετρας που δίνει στο κρασί μία υπέροχη ορυκτή φρεσκάδα. Στο στόμα η σπιρτόζικια οξύτητά του το κρατούσε ακόμη νέο και οι γεύσεις εκρηγνύονταν η μία μετά την άλλη στον ουρανίσκο.

Η αλήθεια όμως είναι πως τα κρασιά αυτά δεν άρεσαν το ίδιο σε όλους μας και είχαμε κάποιες διαφωνίες σε σχέση με τις προτιμήσεις μας. Έτσι, ο Αντουάν μας έδωσε τις δύο τελευταίες φιάλες να τις ξαναδοκιμάσουμε με ηρεμία στο εστιατόριο και αφού θα έχουν περάσει λίγες ώρες από το άνοιγμά τους. Πήραμε τα δύο αυτά πολύ μεγάλα κρασιά μαζί μας λοιπόν και από τότε -αστειευόμενοι πάντα- αποφασίσαμε να διαφωνούμε πιο συχνά όταν επισκεπτόμαστε τόσο σπουδαίους παραγωγούς!

Η εκδρομή συνεχίστηκε την πέμπτη με επίσκεψη στα μεγάλα Cru της Cote d'Or και επισκέψεις σε κάποια από τα πιο φημισμένα οινοποιεία της...

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Back in Burgundy : Η μέρα των λευκών vol.1

Μετά το πέρας τον εκδηλώσεων για το ελληνικό κρασί είχε έρθει η σειρά της Βουργουνδίας. Φορτώσαμε το αυτοκίνητο με τις βαλίτσες μας και τον ενθουσιασμό μας και φύγαμε νότια με την διάθεση στα ύψη. Η θερμοκρασία ήταν συνεχώς κάτω από το μηδέν αλλά αυτό δεν μας πτοούσε καθόλου. Είχαμε μπροστά μας ένα πολύ γεμάτο πρόγραμμα και το κρύο απλά μας άνοιγε την όρεξη για κόκκινο κρασί μπροστά σε κάποιο τζάκι και λιχουδιές τις τοπικής κουζίνας σε ζεστά μπιστρό.
Τόπος κατοικίας μας θα ήταν η ενοικιαζόμενη αγροικία της φημισμένης οινοποιού Anne Gros στο χωριό Vosne-Romanée. Το χωριό αυτό παίρνει το όνομά του από το ομώνυμο ξακουστό Grande Cru και είναι περιτριγυρισμένο από κάποια από τα σημαντικότερα Cru της Cote d'Or όπως τα Romanée Conti, La Tache, και Echezeaux.

Υπενθυμίζω το σύστημα ιεράρχησης των κρασιών της Βουργουνδίας από το καλύτερο στο φθηνότερο:
- Grand Cru (π.χ. La Romanée Grend Cru)
- Premier (1er) Cru (π.χ. Clos Prieure 1er Cru)
- Appellation village (παίρνει την ονομασία του χωριού όπου παράγεται) (π.χ. Vosne-Romanée Village)
- A.O.C. Bourgogne και Bourgogne Hautes Côtes
- Bourgogne Passe tout grain
- Τοπικοί και επιτραπέζιοι οίνοι

Οι Γάλλοι φυσικά δεν θα πουν ποτέ για ένα κρασί πως είναι το φθηνότερό τους. Χρησιμοποιούν πάντα τον όρο entrée de gamme. Είναι η "εισαγωγή στην γκάμα" δηλαδή και όχι το φθηνό τους κρασί!

Πίσω στα του ταξιδιού μας τώρα, θα φτάναμε αργά το απόγευμα και είχαμε κλείσει τραπέζι για φαγητό στο χωριό Levernois με το διάσημο μονοάστερο εστιατόριό του. Η μέρα φυσικά δεν χώραγε επίσκεψη σε οινοποιείο αλλά αυτό μπορούσε να περιμένει μέχρι το πρωί! Τα μεγαλειώδη γεύματα στα χλιδάτα εστιατόρια και στα παρεΐστικα μπιστρό θα τα περιγράψω όλα μαζί σε κάποιο άλλο ποστ για να αφήσουμε εδώ καθαρά το οινολογικό κομμάτι.

Το πρωί της τετάρτης λοιπόν, είχε έρθει η ώρα για την πρώτη επίσκεψη. Στο χωριό Meursault μας περίμενε ο Antoine Jobard του κτήματος François Jobard που μας κατέβασε κατευθείαν στο υπόγειο κελάρι για δοκιμές από τα βαρέλια. Χωρίς να χάσουμε χρόνο δοκιμάσαμε την σοδειά του 2009 και μεταξύ όλων ξεχωρίσαμε τα χωριά Puligny και Meursault για τον στρωμένο χαρακτήρα τους.

Κοινό συμπέρασμα όμως ήταν πως ίσως η στιγμή που τα δοκιμάσαμε να μην ήταν η καλύτερη για τα κρασιά αυτά. Το βαρέλι ήταν λίγο πιο έντονο απ' ότι περιμέναμε αλλά σίγουρα τα αρώματα καμένου ξύλου και βανίλιας δεν είναι στην φιλοσοφία του κτήματος. Μετά από συζήτηση που είχαμε με τον παραγωγό φάνηκε πως απλά τύχαμε σε μία κακή περίοδο όπου το ξύλο σκέπαζε το φρούτο αφού λόγω της απότομης μείωσης της θερμοκρασίας τα κρασιά είχαν σοκαριστεί και το φρούτο είχε κλείσει. Λογική εξήγηση και κάτι αναμενόμενο όταν δοκιμάζει κανείς κρασιά από βαρέλι μέσα στο καταχείμωνο.

Περνώντας στις φιάλες του '08 αυτό που μας έμεινε είναι η οξύτητα που ήταν λίγο αιχμηρή και αυτό είναι χαρακτηριστικό μίας δύσκολης,βροχερής χρονιάς. Εξαίρεση αποτελούσε το Meurseault Genevrieurs στο οποίο η οξύτητα ήταν πολύ πιο δεμένη και έδινε ένα πιο αρμονικό σύνολο και ήταν μάλλον το μόνο το οποίο θα πίνονταν ευχάριστα άμεσα.
Το ίδιο κρασί είδαμε και στην σοδειά 2001 και εντυπωσιαστήκαμε από την πολυπλοκότητα της μύτης του που έβγαζε από ευγενή αρώματα μανιταριών μέχρι και πιο θαλασσινά, ιωδιούχα αρώματα φυκιών. Ότι καλύτερο για να συνοδέψει κανείς όστρακα που όλως παραδόξως μπορεί πολύ εύκολα να βρει φρέσκα στην Βουργουνδία!

Σε γενικές γραμμές πάντως, το οινοποιείο Jobard δεν είχε κάτι ώστε να μείνει χαραγμένο στην μνήμη μας ως κάτι το ξεχωριστό. Σίγουρα όμως γίνεται μία πάρα πολύ καλή δουλειά και η επίσκεψη μας εκεί άξιζε τον κόπο.

Για το μεσημέρι κάναμε ένα διάλειμμα για φαγητό στο Comptoir des Tontons με φρέσκια κουζίνα από την αγορά της πόλης. Μόλις ζεσταθήκαμε και πήραμε τις απαραίτητες δυνάμεις φύγαμε για την συνέχεια.

Αφού κάναμε ένα γύρω στην αμπελόεσσα Beaune και ξεπεράσαμε το καταναλωτικό αμόκ που μας κυρίευσε χαζεύοντας στο Atheneaum* και στο τυροκομείο-μπακάλικο του Alain Hess, φύγαμε με προορισμό το Domaine Leflaive στο Puligny-Montrachet. Η τετάρτη ήταν η μέρα των λευκών και θα την κλείναμε με τα πολύ μεγάλα Chardonnay του βιοδυναμικού κτήματος ορόσημου της Βουργουνδίας...


*Atheneaum: πολυκατάστημα στο κέντρο της πόλης με εξειδίκευση στο κρασί. Πουλάει ότι οινικό αξεσουάρ μπορεί να φανταστεί κανείς, διαθέτει κάβα κρασιών, οινική-αμπελουργική βιβλιοθήκη, τοπικά γαστρονομικά προϊόντα, οινικούς χάρτες της περιοχής, σουβενίρ με θέμα το κρασί και χίλια δυό άλλα!

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Ημερίδα/γευσιγνωσία ελληνικών κρασιών στο Παρίσι

Μετά το στρατό και την γαστρονομικά όχι και τόσο σπουδαία Ρωσία, ένα ταξιδάκι στην Γαλλία ήταν ότι έπρεπε για να επανέρθουμε στους φυσιολόγικους μας ρυθμούς. Όπου φυσιολογικοί ρυθμοί βάλτε καθημερινές γευσιγνωσίες και οινοποσίες, πολλά χιλιόμετρα με προορισμό αμπελώνες και οινοποιεία, ατέλειωτες συζητήσεις περί αμπελουργικών ζωνών, τερουάρ και άλλων οινογαστρονομικών θεμάτων.
Αφορμή για το ταξίδι, μία ημερίδα/γευσιγνωσία ελληνικών οίνων η οποία οργανώθηκε με πρωτοβουλία της ελληνικής πρεσβείας σε συνεργασία με τον Παγκόσμιο οργανισμό οίνου, με την στήριξη της Aegean και ελληνικών εταιριών που εδρεύουν στην Γαλλία.
Στην εκδήλωση παρουσιάστηκαν μόνο κρασιά από ελληνικές ποικιλίες με κύριο άξονα τις ζώνες Ονομασίας Προέλευσης. Συνολικά συμμετείχαν δεκαεννέα οινοποιεία από κάθε γωνιά της χώρας μας με δύο-τρεις ετικέτες περίπου το κάθε ένα. Η εκδήλωση ήταν μόνο για επαγγελματίες και μεταξύ αυτών μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του οινικού χώρου. Από τον καλύτερο σομελιέ του κόσμου Ολιβιέ Πουσιέ και τον διάσημο οινοκριτικό Μισέλ Μπετάν μέχρι τους υπεύθυνους των καβών των πολυτελέστερων ξενοδοχείων του Παρισίου όπως τα Crillon και Fouquet, άπαντες ήρθαν σε επαφή με τον ελληνικό αμπελώνα και έμειναν ενθουσιασμένοι.

H εκδήλωση πήγε αρκετά καλά και περιμένουμε τώρα να δούμε την ανταπόκριση που θα έχει στις κατανάλωση ελληνικού κρασιού στην Γαλλία. Προσωπικά έχω συμμετάσχει σε αρκετές παρουσιάσεις κρασιών της χώρας μας στο Παρίσι αλλά πρώτη φορά είδα τόσο πολλούς και σημαντικούς επαγγελματίες μαζεμένους και άκουσα τόσα πολλά θετικά σχόλια. Ας ελπίσουμε πως η πρωτοβουλία αυτή της πρεσβείας θα είναι το ξεκίνημα μιας καλοστημένης δράσης που θα καταφέρει να εδραιώσει το ποιοτικό ελληνικό κρασί στην συνείδηση των Γάλλων καταναλωτών και θα είναι ένα ακόμη βήμα στην προσπάθεια που γίνεται για την ανάδειξη της δυναμικής των γηγενών ποικιλιών.

Σερβίροντας ξινόμαυρο τον καλύτερο σομελιέ του κόσμου για το 2000.



Το σταντ της Νάουσας




Το Μοσχάτο του Σκλάβου ικανοποίησε ακόμη και τα πιο απαιτητικά λαρρύγγια!




Η παρουσίαση του τερουάρ της Νάουσας




Ο Απόστολος Θυμιόπουλος εξηγεί τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού αμπελώνα σε έναν υφυπουργό της γαλλικής κυβέρνησης.




Σερβίροντας Ξινόμαυρο στην ομάδα των σομελιέ του Crillon




Η βιβλιοθήκη του Παγκόσμιου οργανισμού οίνου όπου έλαμπαν δια της απουσίας τους τα βιβλία με αναφορές στον ελληνικό αμπελώνα.



Οι οινοποιοί: Σκλάβος, Παρπαρούσης, Χατζηδάκης, Δαλαμάρας, Θυμιόπουλος, ο εισαγωγέας Γιώργος Ιωαννίδης της OENOS FPL και οι άνθρωποι της ελληνικής πρεσβείας που έστησαν την οργάνωση.

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Το Ξινόμαυρο στην Μόσχα

Στα μέσα Νοέμβρη, πάνω δηλαδή που άρχισε να σφίγγει το κρύο στην Μόσχα, πέντε ναουσαίοι οινοπαραγωγοί βρέθηκαν στην Ρωσική πρωτεύουσα με σκοπό να προωθήσουν το Ξινόμαυρο και να έρθουν σε επαφή με το καταναλωτικό κοινό της χώρας. Η ομάδα των οινοπαραγωγών συμμετείχε σε μία από τις μεγαλύτερες οινικές εκθέσεις της Μόσχας υπό το όνομα naoussawines στα πλαίσια του προγράμματος προώθησης προϊόντων σε τρίτες χώρες. Στην εκδήλωση συμμετείχαν τα οινοποιεία Δαλαμάρα, Κελεσίδη, Φουντή, Χρυσοχόου και ο συνεταιρισμός Βαενι ο οποίος είναι και ο μόνος ο οποίος εξάγει ήδη τα προϊόντα του στην αχανή αυτή χώρα. Στο σταντ όμως υπήρχαν πληροφορίες και φιάλες προς δοκιμή και από άλλα οινοποιεία της Νάουσας που συμμετέχουν στο πρόγραμμα αλλά δεν είχαν την δυνατότητα να πάρουν μέρος στην εκδήλωση.

Η αγορά της Ρωσίας είναι μία τεράστια ανερχόμενη αγορά που απορροφάει ήδη μεγάλες ποσότητες κρασιού από όλο τον κόσμο αφού η εγχώρια παραγωγή είναι ελάχιστη. Οι ποσότητες αυτές μάλιστα αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο τα τελευταία χρόνια λόγω της στροφής του κόσμου προς τα λιγότερο σκληρά αλκοολούχα απ'ότι η βότκα και το εμπάργκο της Ρωσίας στις εισαγωγές από Γεωργία και Μολδαβία που ήταν έως τότε οι μεγαλύτεροι προμηθευτές της χώρας. Το εμπάργκο έγινε γιατί τα κρασιά των χωρών αυτών κρίθηκαν ακατάλληλα αλλά είναι κοινό μυστικό πως έγινε ως πολιτικό αντίποινο για την φιλοαμερικάνικη στάση τους.

Απ'όσο μπόρεσα να καταλάβω το καταναλωτικό κοινό της χώρας χωρίζεται σε δύο κύριες κατηγορίες; αυτούς που αγοράζουν επώνυμα κρασιά προς επίδειξη της οικονομικής τους ισχύος και αυτούς που προσπαθούν να μπουν στον κόσμο του κρασιού μέσω τον εύκολων γεύσεων όπως τα μαλακά άνευρα και νερουλά ημίγλυκα. Κάπου εκεί ενδιάμεσα υπάρχει και μία μειοψηφία συνειδητοποιημένων καταναλωτών που ξέρουν να πίνουν και είναι αυτοί οι οποίοι ενδεχομένως θα ενδιαφερθούν για το ελληνικό κρασί. Είναι ένα μικρό ποσοστό με αυξητική όμως τάση που αριθμητικά δίνει ένα σεβαστό νούμερο καταναλωτών αφού αποτελεί ποσοστό μίας τεράστιας αγοράς.

Γυρίζοντας στα υπόλοιπα σταντ της έκθεσης επιβεβαίωσα την άποψη αυτή. Ημίξηρα, ημίγλυκα, γλυκά, ανάλαφρα ξηρά με ανύπαρκτες τανίνες κυριαρχούσαν σε όλα τα σταντ ενώ το μερλό, το καμπερνέ και το σαρντονέ είχαν παντού πρωταγωνιστικό ρόλο. Παρόλα αυτά τα περίπτερα των παραγωγών αυτών κατακλύζονταν από κόσμο. Ίσως βέβαια να έφταιγαν και οι καλλίγραμμες κοπέλες που τα παρουσίαζαν και φυσικά δεν έπαιζε κανένα ρόλο αν νόμιζαν πως Καμπερνέ είναι το όνομα του χωριού που παράγεται το κρασί. Μπρος στα κάλλη τι είναι γνώσεις;! Λεπτομέρεια..

Λίγο ενδιαφέρον είχαν οι γηγενείς ποικιλίες αφού δεν είχαν κάτι ξεχωριστό από τα υπόλοιπα κρασιά, καμπερνο-έφερναν στις περισσότερες περιπτώσεις και κανένας δεν ήξερε να μου δώσει περισσότερες πληροφορίες πάνω σε αυτές. Ενδεικτικά να αναφέρω τη λευκή Ρκατσιτέλι από την Γεωργία, τις κόκκινες Μπαγιάν Σιρά από το Αζερμπαιτζάν, το αρκετά διαδεδομένο Σαπεράβι από την Γεωργία και την Φετεάσκα Νέγκρα από την Ρουμανία. Η μόνη που κάπως ξεχώριζε ήταν το Τσιμνιάσκι Τσιόρνι από το οινοποιείο Βιντέρνικοφ που οινοποιημένη σε ανοξείδωτη δεξαμενή έβγαζε ωράιο φρούτο στη μύτη και καλά δεμένη οξύτητα. Τέλος, από το ίδιο οινοποιείο ξεχώρισα και το Γκόλουμποκ(;) που ήταν η μόνη ποικιλία που ήταν καλά στημένη τανικά αλλά το κρασί ήταν πολύ κλειστό αρωματικά και η οξύτητά του ήταν κάπως άγρια.

Κανένα από τα οινοποιεία αυτά όμως δεν πρόκειται να "σοβαρευτεί" άμεσα αφού αυτό που πουλάει είναι οι φανταχτερές ετικέτες και οι εκθαμβωτικές παρουσίες στα περίπτερά τους. Πέραν τούτου, κάθε ένα από αυτά τα οινοποιεία αποτελεί σχεδόν μονοπώλιο στη χώρα του (Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν κλπ.) και εφόσον η εγχώρια αγορά απορροφά το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους δεν έχουν πρόβλημα διάθεσης των προϊόντων τους.

Αυτά λοιπόν από την Ρωσική αγορά, η οποία μπορώ να πω με σιγουριά πως έχει σπουδαίο μέλλον αλλά εμένα προσωπικά δεν με συγκίνησε και ανυπομονούσα να επιστρέψω στην Γαλλία και τους ιδιότροπους αλλά με άποψη Γάλλους καταναλωτές.

Η Νάουσα, το Ξινόμαυρο και η συρρίκνωση της ζώνης

Πριν περίπου δυόμισι χρόνια είχα γράψει ένα άρθρο σχετικά με τον αμπελώνα της Νάουσας και τα συμπεράσματα που βγάλαμε κάνοντας μία τριήμερη βόλτα σε όλη την ζώνη και τα οινοποιεία της. Σήμερα, τα οινοποιεία και η ζώνη παραμένουν ίδια αλλά ο αμπελώνας μειώνεται μέρα με την μέρα. Η τάση για το ξήλωμα μεγάλου μέρους του ευρωπαϊκού αμπελώνα με τις ευλογίες της Κοινής Οργάνωσης Αγοράς κρασιού δεν άφησε ανεπηρέαστη την πατρίδα του Ξινόμαυρου. Όπως σε όλη την Ευρώπη έτσι και εδώ οι αμπελουργοί αποφάσισαν πως έχει έρθει η ώρα να επενδύσουν σε άλλου τύπου καλλιέργειες
Η διαφορά όμως με τους αμπελώνες άλλων κρατών είναι πως εκεί ξηλώθηκαν κυρίως ή και αποκλειστικά τεμάχια που δεν αφορούσαν ζώνες ΟΠΑΠ. Πόσο μάλλον μία τόσο σπουδαία ζώνη όπως αυτή της Νάουσας.

Το παράδοξο είναι πως το Ξινόμαυρο βρίσκεται σε μεγάλη άνοδο και είναι αυτήν την στιγμή η πιο περιζήτητη ερυθρή αυτόχθονη ποικιλία στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Θα περίμενε λοιπόν κανείς η αδιαμφισβήτητη πρωτεύουσά του να βρίσκεται και αυτή σε ανοδική πορεία και όχι σε φθίνουσα όπως συμβαίνει τώρα.

Τι φταίει; Αν ρωτήσετε τους ντόπιους αμπελουργούς θα σας πουν πως φταίει το κράτος και οι αρμόδιοι που έγραψαν τον κλάδο στα παλιά τους τα παπούτσια. Σωστό αλλά το κράτος έχει γράψει στα παλιά του τα παπούτσια τους περισσότερους αγροτικούς κλάδους εδώ και καιρό. Εμείς τι κάναμε για να αναδείξουμε αυτό που παράγουμε; Όχι και πολλά.

Η Νάουσα φέρει εδώ και 23 χρόνια τον τίτλο "Πόλη του οίνου και της αμπέλου". Οι κάτι παραπάνω από είκοσι οινοπαραγωγοί της αντί να συνεργαστούν με τους τοπικούς φορείς για να διαδώσουν στους κατοίκους της την οινική κουλτούρα, επιδόθηκαν σε μία ανόητη κούρσα να κατακτήσουν την τοπική αγορά με τα άθλια μπουκαλάκια τον 187ml που σε συνδυασμό με τις απαράδεκτες συνθήκες συντήρησης τους, μεταμορφώνουν οποιοδήποτε κρασί σε ξύδι! Ένα ξεχασμένο μουσείο οίνου και αμπέλου, μερικά κομμένα βαρέλια-γλάστρες στα κεντρικά σημεία της πόλης και μερικά γλυπτά σε πωρόλιθο είναι τα μόνα που θυμίζουν κάτι από οινικό πολιτισμό.
Μου ήρθε να γελάσω όταν κάποιος επισκέπτης μου ζήτησε να του υποδείξω ένα καλό wine-bar όπου μπορεί να πιει 4-5 Νάουσες σε ποτήρι για να δει την διαφορά από αμπελοτόπι σε αμπελοτόπι!

Πέραν τούτου οι ίδιοι οι Ναουσαίοι υποβάθμισαν το Ξινόμαυρο συμμετέχοντας στις συζητήσεις περί "βελτιωτικών ποικιλιών". Αντί να είναι αυτοί που θα βγουν μπροστά και θα κλείσουν στόματα, συζητούν το ενδεχόμενο χρήσης Merlot ή Syrah στο ΟΠΑΠ Νάουσα! Την στιγμή δηλαδή που όλοι άρχισαν να ψάχνουν Ξινόμαυρα εμείς τους λέγαμε "καλό μωρέ το Ξινόμαυρο αλλά χωρίς ξένες ποικιλίες δε φτουράει!" Φανταστείτε τους Βουργούνδιους ή τους Πιεμοντέζους να προωθούν Pinot-Merlot ή Nebbiolo-Syrah για να "βελτιώσουν" την ποιότητά τους! Λες και εξαντλήσαμε όλο το δυναμικό της ποικιλίας και το μόνο που μας μένει είναι να το "βελτιώσουμε" με διεθνοποιημένες ποικιλίες!
Είναι κρίμα γιατί η ζώνη χάνει και αρκετά σπουδαία αμπέλια που ακόμη και αν κάποτε τα πράγματα πάρουν άλλη τροπή θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να ξαναδημιουργήσουμε όλα όσα ξηλώνουμε τώρα.

Από την άλλη πλευρά θετικό είναι το γεγονός πως οι ναουσάιοι οινοπαραγωγοί ενώθηκαν επιτέλους κάτω από το κοινό όνομα naoussa wines και πραγματοποιούν συλλογικές δράσεις προώθησης. Αν σε αυτό συνυπολογίσουμε το γεγονός πως στο δυναμικό αρκετών επιχειρήσεων έχουν πλέον μπει αρκετοί νέοι άνθρωποι με σπουδές πάνω στο αντικείμενο και εμπειρίες από τον παγκόσμιο οινικό χώρο τότε ίσως σύντομα να δούμε σημαντικές βελτιώσεις.

Η Νάουσα με το Ξινόμαυρο είναι μία από τις τέσσερις τοπο-ποικιλίες πρεσβευτές του ελληνικού αμπελώνα. Έχει απεριόριστες δυνατότητες παραγωγής κρασιών χάρη στο πολύμορφο μωσαϊκό του υπεδάφους της που μπορεί να οδηγήσει στην παραγωγή πολύ ξεχωριστών οίνων ανάλογα με την υποπεριοχή. Είναι ειρωνικό να μειώνεται η έκταση των αμπελώνων της την στιγμή που η ζήτηση για Ξινόμαυρα από την Νάουσα ανεβαίνει.
Ας ελπίσουμε πως όλοι όσοι αγαπούν το ξινόμαυρο και δουλεύουν γι'αυτό θα κάνουν τις κινήσεις που χρειάζονται για να αντιστρέψουν την κατάσταση και αντί να μιλάμε για υποβάθμιση να αρχίσουμε να μιλάμε για Cru και κρασιά που θα δικαιώνουν όλους όσους έχουν ποντάρει στη ζώνη αυτή.

φώτο αρχείου από τον Παλιοκαλιά την άνοιξη με φόντο το Βέρμιο

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Αμπελοοινικές περιπέτειες προσεχώς!

Μετά από μερικούς μήνες απουσίας από τα αμπελοοινικά δρώμενα ήρθε η ώρα να σκίσουμε τα χακί και να οργανωθούμε για εξορμήσεις σε μέρη με άλλες αποχρώσεις του πράσινου λίγο πριν αυτές αρχίσουν να κιτρινίζουν και να πέφτουν. Η αρχή έγινε με μερικές τσάρκες στους αμπελώνες της Νάουσας και μερικές κάθετες, οριζόντιες ακόμη και διαγώνιες δοκιμές κρασιών από κάθε μήκος και πλάτος του αμπελοοινικού κόσμου.

Ακολούθησε μία αναγνωριστική βόλτα, παρέα με μερικούς άλλους Ναουσαίους οινοπαραγωγούς,
στην παγωμένη Ρωσία και στην τεράστια οινο-καταναλωτική αγορά που έρχεται προσεχώς.

Στο ενδιάμεσο,
τα καζάνια και τα τσίπουρα μας τράβηξαν το ενδιαφέρον για αρκετό καιρό με τον γλυκάνισο να χάνει συνεχώς έδαφος από την γράπα και ταυτόχρονα για πρώτη φορά στα χρονικά να χάνει και την κυριαρχία της βορείου Ελλάδος! Κάτι σαν τον εκθρονισμό της ΝΔ από την δημαρχία της Θεσσαλονίκης!

Έδαφος όμως χάνει και ο ελληνικός αμπελώνας
με την ζώνη της Νάουσας να χάνει και η ίδια αρκετά αξιόλογα αμπέλια και να μειώνεται συνεχώς η συνολική έκταση των αμπελώνων της.

Για να συνέλθουμε πήγαμε μία βόλτα στη Γαλλία όπου αφού κεράσαμε τους
Παριζιάνους μία γεύση από Ελλάδα, φάγαμε ένα καρο λεφτά και το καταφχαριστηθήκαμε γιατί τα φάγαμε τρώγοντας και πίνοντας σε μερικά από τα πιο αξιόλογα Γαλλικά μπιστρό!
Ζαλιστήκαμε περιφερόμενοι σε μία
τεράστια έκθεση κρασιού με χίλιους παραγωγούς και εκατονταπλάσιους επισκέπτες.

Συνεχίσαμε στην πολυαγαπημένη μας Βουργουνδία με
επισκέψεις σε κάποια από τα πιο σπουδαία ονόματα της περιοχής και φάγαμε ότι φράγκο είχε περισσέψει στα εστιατόρια της Beaune και των γύρω περιοχών!

Αυτά και άλλα πολλά που πρόκειται να σηματοδοτήσουν την επιστροφή των αμπελοοινικών περιπετειών στην ενεργό δράση σύντομα καταγεγραμμένα στις οθόνες σας!

Καλό μας ταξίδι!