Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Γνωρίζοντας το Πιεμόντε

Επόμενο βήμα στον φθινοπωρινό αυτό γύρο των μεσογειακών αμπελώνων η Ιταλία. Μία χώρα που μαζί με την Γαλλία κατέχουν τα πρωτεία στην γαστρονομική κουλτούρα και αυτό το διαπιστώνει κανείς όπου κι αν βρεθεί.

Ακόμη και στο Τορίνο όπου έμενα τις πρώτες μέρες, νιώθει κανείς την επιρροής αυτής της κουλτούρας παρά το μέγεθος της πόλης. Ξεχωρίζει μάλιστα το εμπορικό κατάστημα προϊόντων τοπικής γαστρονομίας "Eataly". Ένας τεράστιος χώρος στον οποίο μπορεί κανείς να βρει τα καλύτερα τρόφιμα και ποτά που παράγονται στην γειτονική μας χώρα με ιδιαίτερη έμφαση όμως στην περιοχή του Πιεμοντέ. Κάθε τομέας (αλλαντικά,τυριά,ποτά κλπ.) έχει την δική του κουζίνα και τα πιάτα που σερβίρονται είναι αντίστοιχα του τομέα στον οποίο βρίσκονται. Τα εστιατόρια αυτά έχουν στρόγγυλο σχήμα και τα προϊόντα εκτίθενται κυκλικά γύρω από αυτά. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι αυτά που αργούν να πωληθούν και πλησιάζουν την ημερομηνία λήξης τους. Έτσι, για παράδειγμα, τρώει κανείς με έξι ευρώ πίτσα στην οποία έχει μπει ζαμπόν που κοστίζει εκατό ευρώ το κιλό! Επίσης, στο Τορίνο δεν είναι λίγα τα μέρη για φαγητό τα οποία δουλεύουν με την μέθοδο της δίαιτας των εκατό χιλιομέτρων όπου τίποτα δεν έχει παραχθεί μακρύτερα από εκατό χιλιόμετρα από την έδρα του εστιατορίου!

Τις ημέρες που έμεινα στο εκεί υπήρχε και το Τορίνο wine show με κρασιά από όλη την Ιταλία. Μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία για μένα να γνωρίσω καλύτερα τα Ιταλικά κρασιά στην πράξη. Γιατί καλή η θεωρία, οι χάρτες με τις αμπελουργικές ζώνες και τα τουριστικά προσπέκτους με τα τυπικά κρασιά της κάθε περιοχής αλλά αν δεν δοκιμάσεις δεν συγκρατείς και πολλά. Από τη άλλη όμως, σε τέτοιου τύπου εκθέσεις - τις πολύ γυαλιστερές- σπάνια βρίσκει κανείς κάτι που ν'αξίζει. Οι περισσότεροι εκθέτες στηρίζονται στο μάρκετινγκ το οποίο χρησιμοποιούν ως μέσο για να κάνουν τον απλό καταναλωτή που δεν έχει πραγματικά δική του κρίση, να εκτιμήσει το προϊόν τους. Δύσκολα συναντάμε εκεί παραγωγούς που μπορούν να κερδίσουν με την οργανοληπτική ποιότητα του προϊόντος τους τον οινόφιλο που ξέρει τι ζητάει. Αυτό συμβαίνει κυρίως στις χώρες που έχουν μεγάλο αριθμό παραγωγών όπως η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία αλλά και η Γερμανία.

Τελικά δεν έπεσα έξω. Δυσκολεύτηκα αρκετά μέχρι να βρω μερικά σταντ που μου κίνησαν το ενδιαφέρον.

Το πρώτο ήταν ένα Τοσκανέζικο κτήμα με φανταστικό Sangiovese και ένα δυναμικό αλλά ισορροπημένο Super-Tuscan. Από το Πιεμόντε -που έπαιζε και έδρα- μου τράβηξε την προσοχή το Dolcetto του "Ca' du rabaja" με τον εύκολο χαρακτήρα του αλλά και η όλη φιλοσοφία του οινοποιείου αυτού γύρω από το κρασί. Το λευκό του βέβαια ήταν ο τύπος λευκού που απεχθάνομαι αλλά απ'ότι μου εξήγησε ο παραγωγός έχει συγκεκριμένο λόγο που το παράγει κατ' αυτόν τον τρόπο.

Tο καλύτερο σταντ της βραδιάς ήταν για μένα αυτό ενός παραγωγού από την Καμπανία (την Ιταλική καμπανία φυσικά). Με αμπελώνες σε εξολοκλήρου ηφαιστειογενή θειούχα εδάφη ξεχώριζε ποιοτικά σαν την μύγα μες το γάλα. Τα λευκά από την ποικιλία Greco di Tufo (μαντέψτε την προέλευσή της) είχαν τρομερά ορυκτά αρώματα με πιο χαρακτηριστικό την σπιρτάδα της θειάφης συνοδευόμενη από μερικές πιο φρουτένιες νότες που την γλύκαιναν κάπως. Στο στόμα μία εκρηκτική μεταλλικότητα σκόρπιζε γεύσεις και αρώματα σε όλη την στοματική κοιλότητα και χάνονταν πολύ πιο μετά από την στιγμή που το κρασί άφηνε το στόμα! Συνεπαρμένος από το μεγαλείο των λευκών δεν μπόρεσα να εκτιμήσω τα εξίσου μεταλλικά κόκκινα από Aglianico όπως θα έπρεπε. Αδιαμφισβήτητα πάντως αποτελούσαν όαση δροσιάς μέσα σε μία έρημο που έκαιγε από το υψηλό αλκοόλ των περισσότερων κόκκινων που είχα δοκιμάσει μέχρι εκείνη την στιγμή. Προς μεγάλη μου απογοήτευση, μέχρι και την στιγμή που έφυγα δεν κατάφερα να βρω κάτι αξιόλογο από τις περιοχές του Friuli, του Veneto και της Σικελίας.

Η πρώτη μου εβδομάδα έκλεισε με μία βόλτα στο βόρειο Πιεμόντε στην περιοχή της Gattinara όπου παράγονται Nebiollo λιγότερα γνωστά από αυτά του Barbaresco ή του Barolo αλλά εξίσου αξιόλογα. Ο καιρός δε μου έκανε το χατήρι και με την ομίχλη να σκεπάζει τα πάντα έχανα το όμορφο θέαμα των αμπελώνων που απλώνονται στους πρόποδες των Άλπεων. Ευτυχώς για μένα, στο μοναδικό domaine που επισκέφτηκα -στην Azienda Antoniolo- μου έκαναν την χάρη να κάνουμε μία γύρα στους αμπελώνες που βρίσκονταν σκαρφαλωμένοι στους γύρω λόφους.

Αφού τελειώσαμε την γύρα μας, κάναμε μία σύντομη ξενάγηση στους χώρους οινοποίησης και παλαίωσης που ήταν πολύ καλόγουστα διαμορφωμένοι και κλείσαμε με μία σύντομη γευσιγνωσία. Με πολύ φινετσάτη μύτη, καλή δομή και έντονες οξύτητες, το Nebbiolo τους μου θύμιζε πολύ έντονα καλό ξινόμαυρο από την Νάουσα.

Καθόλου παράξενο αφού πέρα από τις ομοιότητες των δύο ποικιλιών που είναι γνωστές, το κλίμα παίζει επίσης σημαντικό ρόλο με τα βουνά να δροσίζουν τις καλοκαιρινές νύχτες και να δίνουν αυτήν την χαρακτηριστική φρεσκάδα στα κόκκινα που παράγονται εκεί.

Για την συνέχεια το πρόγραμμα έλεγα ταξιδάκι στις νοτιότερες περιοχές για γνωριμία με το Barolo και την γύρω περιοχή...

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

Στην πατρίδα της Syrah

Καλά τα κρασιά του νότιου Ροδανού, χρήσιμες οι εμπειρίες, όμορφα τα τοπία του αλλά όπως και να 'χει ο Βόρειος είναι κόλλημα και ότι και να γίνει ένα πέρασμα θα το κάνουμε κι από κάποιο οινοποιείο εκεί. Η Syrah εκεί πάνω έχει άλλη διάσταση και όσες χώρες στον κόσμο -παλαιό ή νέο- την καλλιεργούν δεν καταφέρνουν ποτέ να παράγουν οίνους εφάμιλλους της Βόρειας κοιλάδας του Ροδανού. Γι'αυτό και θεωρώ πολύ καλή την επιλογή των Αυστραλών και άλλων νεοκοσμίτικων χωρών να δώσουν το όνομα Shiraz στην ίδια ποικιλία. Διότι στα δικά τους terroir, ακόμη και αν καταφέρνουν να φτάσουν σε υψηλά επίπεδα ποιότητας, ο χαρακτήρας της είναι τελείως διαφορετικός. Αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να είχαν κάνει το ίδιο όλες η περιοχές εκτός βόρειου Ροδανού που καλλιεργούν την ποικιλία αυτήν.
Αφού λοιπόν τελειώσαμε τις επισκέψεις στην περιοχή του Chateauneuf επιστρέψαμε στο σπίτι του Ρεμύ στην Ardeche. Την επόμενη είχαμε ραντεβού σε ένα από τα πιο ξακουστά ονόματα της περιοχής. Αυτό του Jean Louis Chave. Παραγωγοί από το 1481 και από τους τρεις βασικούς ιδιοκτήτες του Hermitage*, ο Gerard Chave και ο γιος του Jean Louis που έχει αναλάβει σήμερα την παραγωγή, θεωρούνται από πολλούς ως ένα από τα καλύτερα οινοποιεία της Γαλλίας. Οι λίγες φιάλες που παράγονται από τα 15 στρέμματα αμπελώνα, γίνονται ανάρπαστες και γι'αυτό δεν είναι λίγες οι φορές που βρίσκει κανείς τα κρασιά του Domaine Chave στην αγορά με τριψήφιες τιμές!
Ξεκινώντας την επίσκεψη, ρίξαμε μία ματιά στους χώρους οινοποίησης και αμέσως μετά περάσαμε στα υπόγεια για να δοκιμάσουμε τα λευκά από τις δεξαμενές που ήταν αρκετά διακριτικά στην μύτη αλλά με εκρηκτική μεταλλικότητα στο στόμα, χαρακτηριστική της Marsanne στους γρανίτες του Hermitage. Καθόλου εύκολο να βγάλει κανείς συμπεράσματα δοκιμάζοντας τέτοια κρασιά τόσο νέα. Σίγουρα όμως όταν τα αρώματα ανοίξουν λίγο παραπάνω και η υφάλμυρη γεύση που δίνει η μεταλλικότητα, εναρμονιστεί κατάλληλα με το σύνολο θα μιλάμε για μεγάλα λευκά αντάξια του ονόματος που φέρουν.
Συνεχίσαμε δοκιμάζοντας τα κόκκινα του 2009 που μόλις είχαν τελειώσει να ζυμώνουν. Πολύ πλούσια σε τανίνες αλλά πάντα με καλές οξύτητες, κατάφερναν να ισορροπήσουν ακόμη και σε δεξαμενές όπου το οινόπνευμα ξεπερνούσε το 14%. Θα θέλαμε πολύ να δοκιμάσουμε κάποιες φιάλες από παλαιότερες σοδειές αλλά κάτι τέτοιο ήταν φυσικά αδύνατο. Πέραν του ότι το domaine κανονικά δεν δέχεται επισκέψεις και συνεπώς δεν κάνει γευσιγνωσίες, όπως μας ενημέρωσαν οι υπάλληλοι που εργάζονται εκεί πέρα, ακόμη και οι ίδιοι σπάνια έχουν την τύχη να δοκιμάσουν κάτι από φιάλη. Τους αμπελώνες τους είχαμε επισκεφτεί σε παλαιότερες επισκέψεις στην περιοχή γυρνώντας μαζί με ένα φίλο που δούλευε εκεί πέρα και γνώριζε καλά τα κατατόπια.Πριν κλείσω τα του Ροδανού δεν πρέπει να παραλείψω να γράψω κάτι για την παραγωγή του οικοδεσπότη μου. Ο Ρεμύ ξεκίνησε οινοποιώντας πειραματικά λίγη Marsanne το 2007 από ένα μικρό κομμάτι αμπελώνα του πατέρα του που είναι συνεταιριστής στην Cave de Tain. Ένα χρόνο μετά απέκτησε επτά στρέμματα Marsanne την οποία οινοποίησε στο οινοποιείο του Alain Voge στο Cornas και στην συνέχεια μετέφερε σε ξύλινα βουργουνδέζικου τύπου βαρέλια. Φέτος βοηθούμενος από τα Ευρωπαϊκά προγράμματα απέκτησε τον απαραίτητο εξοπλισμό και οινοποίησε σε ένα χώρο που χρησιμοποιεί προσορινά ως οινοποιείο. Ταυτόχρονα κυκλοφόρησε την παραγωγή του 2008 με δύο διαφορετικές ετικέτες: ένα κοινό Saint Peray και το Saint Peray La Beylesse που έιναι η ονομασία του αμπελοτεμαχίου που απέκτησε και είναι μία επιλογή από τα καλύτερα βαρέλια του.
Η παραγωγή του 2007 ήταν αρκετά καλή και την δοκιμάσαμε αρκετές φορές όταν φοιτούσαμε ακόμη στην Beaune αλλά και αργότερα. Πέρα από ένα μικρό προβληματάκι διάυγειας, στέκεται πάρα πολύ καλά και δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από άλλα Saint Peray της αγοράς. Αντιθέτως είναι αρκετά εκφραστικό στην μύτη, με τραγανή οξύτητα που το σκληραίνει λίγο αλλά με την κατάλληλη συνοδεία καταναλώνεται πολύ ευχάριστα.
Το 2008 από την φιάλη ήταν λίγο δύσκολο στην δοκιμή αλλά θα ήταν λάθος να το κρίνουμε αφού έχει μόλις δύο μήνες που εμφιαλώθηκε. Όταν το είχα δοκιμάσει στο βαρέλι πάντως πριν λίγους μήνες είχε κερδίσει την λιπαρότητα που έλειπε από το 2007 και ήταν πολύ πιο ισορροπημένο.
Το 2009 έχει δουλευτεί υπό πολύ καλύτερες συνθήκες και αυτό φαίνεται και στο αποτέλεσμα. Κάθε βαρέλι που δοκιμάσαμε ήταν οινολογικά άψογο ενώ επίσης το κάθε ένα από αυτά ήταν διαφορετικό κρατώντας ταυτόχρονα την ίδια γραμμή με τα υπόλοιπα. Αυτό νομίζω πως είναι και η μεγαλύτερη επιτυχία του Remy μέχρι σήμερα. Σε μόλις τρία χρόνια παραγωγής -με το πρώτο να είναι εντελώς πειραματικό - έχει καταφέρει να δώσει το δικό του στυλ στα κρασιά που παράγει. Πολύ σημαντικό επίτευγμα για κάποιον που μπαίνει σήμερα στην αγορά. Και επειδή ο Ρεμύ έχει ξεκινήσει δυναμικά και έχει ήδη καταφέρει να τραβήξει το ενδιαφέρον διάφορων επαγγελματιών του χώρου, το χαρακτηριστικό αυτό στυλ των κρασιών του θα τον βοηθήσει να κρατήσει πιο εύκολα τις αγορές που κερδίζει. Άντε και με ένα καλό Cornas τώρα!
Αυτές ήταν και οι τελευταίες αμπελο-οινικές περιπέτειες στην Γαλλία για φέτος. Πήρα το λεωφορείο από την Valence και διασχίζοντας τα πανέμορφα φθινοπωρινά τοπία των πασπαλισμένων με φρέσκο χιόνι Άλπεων, έφτασα στο Τορίνο για να συνεχίσω τις περιπέτειές μου αυτήν την φορά στο Πιεμόντε!


*Οι Chapoutier, Jaboulet, και Chave κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του μυθικού αυτού λόφου και το υπόλοιπο ανήκει ως επί το πλείστον σε συνεταιριστές της Cave de Tain.


>Παλαιότερες αναρτήσεις για τον Βόρειο Ροδανό:
- Αμπελο-οινικές περιπέτειες στις πλαγιές του Ροδανού Μέρος 1ο
- Αμπελο-οινικές περιπέτειες στις πλαγιές του Ροδανού Μέρος 2ο
- Cornas - Thierry Allemand

- Crozes Hermitage Les Croix 2006

σημ.: Οι φωτογραφίες από τους αμπελώνες είναι από τον μήνα Απρίλιο

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

Αμπελο-οινικές περιπέτειες στον Νότιο Ροδανό!

Όλο αυτό το διάστημα που βρισκόμουν στην Γαλλία έκανα πολλά ταξίδια αμπελο-οινικού ενδιαφέροντος και ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να περάσω από το Chateauneuf du Pâpe αλλά ούτε και από την ευρύτερη περιοχή του νότιου Ροδανού. Όσες φορές είχα κατέβει στην κοιλάδα του Ροδανού σταματούσα πάντα στο Βόρειο μέρος της και ποτέ δεν συνέχιζα παρακάτω. Με παγίδευαν βλέπετε τα μυθικά Hermitage, τα καταπληκτικά Cornas και τα σαγηνευτικά λευκά της Marsanne και της Rousanne και δεν μπορούσα να ξεφύγω και να πάω παραπέρα.
Αυτήν την φορά ήμουν αποφασισμένος. Έκλεισα τα ραντεβού στα οινοποιεία πολύ πριν φτάσω στο Ροδανό για να είμαι σίγουρος πως δεν θα μείνω και πάλι στα βόρεια, έπεισα τον Ρεμύ να με ακολουθήσει και όλα πήγαν βάση προγράμματος. Έτσι, την πιο παγωμένη πέμπτη του φετινού φθινοπώρου -μέχρι την επόμενη- και με τον μιστράλ να “θερίζει”, ξεκινήσαμε να κατηφορίζουμε από την Ardeche προς τον ιδιόμορφο αυτό αμπελώνα με τις μεγάλες άσπρες οβάλ πέτρες. Το θερμόμετρο του αυτοκινήτου έγραφε 3°C και για μένα που δεν υπολόγισα την αλλαγή του καιρού και έφτασα εκεί από το Ρουσιγιόν με σορτσάκι και κοντομάνικο οι βόλτες στα αμπέλια ήταν απαγορευτικές. Όχι πως οι υπόλοιποι άντεχαν τον Μιστράλ αλλά ήταν ταυτόχρονα και μία δικαιολογία για να αφήσουμε τις φωτογραφίες για αργότερα και να περάσουμε στο ψητό.
Όπου ψητό βλέπε γευσιγνωσία και να 'μαστε λοιπόν στο Domaine Charvin με ένα ποτήρι στο χέρι και μέσα του το γνώριμο κόκκινο υγρό να στριφογυρίζει κομψά μέχρι να περάσει από τα χείλη μας στην γευστική μας κοιλότητα και να μας αποκαλύψει τα μυστικά του! Από το 1990 που ανέλαβε μέχρι και σήμερα, ο Laurent Charvin οινοποιεί τα Cotes du Rhône και Chateauneuf του που παίρνει από τα βιολογικά καλλιεργημένα αμπέλια του, χωρίς προσθήκες οινοποιητικών προϊόντων και με προσθήκη θείου μόνο πριν την εμφιάλωση. Η σοδειές κυκλοφορούν δύο χρόνια μετά και όλη η παραγωγή γίνεται ανάρπαστη.Δοκιμάσαμε μόνο από μπουκάλι ξεκινώντας από τις πλαγιές του Ροδανού 2007 και συνεχίζοντας με Chateauneuf που έφταναν μέχρι το 2004. Δυστυχώς εγώ δεν ήμουν σε μεγάλη φόρμα εκείνη την μέρα -μάλλον λόγω απότομης αλλαγής κλίματος- και δεν νομίζω πως κατάφερα να εκτιμήσω όπως έπρεπε τα όσα δοκιμάσαμε. Είναι όμως γεγονός πως οι μέρες με πολύ δυνατό αέρα δεν ενδεικνύονται για γευσιγνωσίες αλλά δεν είχαμε πολλές μέρες μπροστά μας ώστε να έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε να αλλάξει ο καιρός. Η γενική εικόνα πάντως έδειχνε πως το συγκεκριμένο οινοποιείο δεν είναι τυχαία διάσημο αφού από το πρώτο μέχρι το τελευταίο κρασί που δοκιμάσαμε κανένα δεν μας κούρασε με υπερβολικό αλκοόλ ή βαριές και δύσκολες τανίνες.
Το πρόβλημα του Chateauneuf είναι πάντα τα υψηλά ποσοστά αλκοόλ και η υψηλή συγκέντρωση τανινών που κάνει δύσκολη την δοκιμή τους όταν αυτά είναι ακόμη νέα. Στο Domaine Charvin όμως έχουν πετύχει το στοίχημα. Έχουν καταφέρει να “δαμάσουν” τον ατίθασο χαρακτήρα του με τις κατάλληλες οινοποιητικές μεθόδους και το κατάλληλο χαρμάνι. Έτσι τα κρασιά τους χαρακτηρίζονται από πολύ καλή ισορροπία της δύναμης των τανινών με την οξύτητα και το αλκοόλ, μπορούν να καταναλωθούν ευχάριστα και σε σχετικά νεαρές ηλικίες ενώ δεν χάνουν το μεγάλο δυναμικό παλαίωσης για το οποίο φημίζονται τα Chateauneuf du Pâpe. Κλείσαμε την επίσκεψη κουβεντιάζοντας θέματα γύρω από την αγορά και το μέλλον του κρασιού αν και θα προτιμούσαμε να είχαμε συζητήσει λίγο παραπάνω για τις επιλογές του παραγωγού και τον τρόπο που οινοποιεί.
Στην συνέχεια κατευθυνθήκαμε βόρεια στο χωριό Cairanne για να φτάσουμε στο Domaine Richaud. Η υποδοχή ήταν πολύ θερμή και από την πρώτη κιόλας στιγμή νιώσαμε πάρα πολύ άνετα. Ξεκινήσαμε δοκιμάζοντας τα φετινά κρασιά από τις δεξαμενές ενώ ταυτόχρονα συζητούσαμε για τον τρόπο οινοποίησης και τις διάφορες μεθόδους που χρησιμοποιούνται ώστε να αποφεύγεται η χρήση θείου τουλάχιστον μέχρι και το τέλος της μηλογαλακτικής ζύμωσης. Αμέσως μετά κατεβήκαμε στο κελάρι όπου συνεχίσαμε με δοκιμές από τις ξύλινες δεξαμενές παλαίωσης χωρητικότητας τριών τόννων και τέλος από τα βαρέλια. Μας ενθουσίασε επίσης και η ποικιλία Counnoise η οποία παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον αφού σε αντίθεση με τις πιο διαδεδομένες ποικιλίες της περιοχής, δεν ανεβάζει υψηλό αλκοόλ και δίνει καλές οξύτητες και αρώματα. Έτσι είναι χρήσιμη στα χαρμάνια για να δαμάζει λίγο τα δυνατά Grenache και Syrah αλλά ακόμη και μόνη της θα στέκονταν άνετα αφού σήμερα το κλίμα είναι όλο και πιο ζεστό και τα προβλήματα ωρίμανσης σε τέτοιες περιοχές είναι ανύπαρκτα. Ας μην ξεχνάμε επίσης πως όπως και πολλές άλλες ποικιλίες που έχουν χαθεί ή χάνονται, έχουν πέσει θύματα μιας εποχής όπου όλοι ψάχνανε τις υψηλές αποδόσεις και λίγες ποικιλίες διατηρούν τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά ακόμη και όταν παράγουν μεγάλες ποσότητες σταφυλιού. Αποτέλεσμα, αξιόλογες ποικιλίες να εξαφανίζονται και η Ευρωπαϊκή κληρονομιά να “μερλοποιείται”.
Από μπουκάλι δοκιμάσαμε ελάχιστα πράγματα γιατί από το πρωί δοκιμάζαμε μόνο κόκκινα και όλες αυτές οι τανίνες μας κουράσαν αρκετά. Λίγες μέρες μετά όμως δοκιμάσαμε σε ένα γεύμα μία από τις ετικέτες του κτήματος και εκπλαγήκαμε από την ζωντάνια και την καθαρότητα του φρούτου! Η συγκεκριμένη ετικέτα φέρει το όνομα του χωριού όπου βρίσκεται το οινοποιείο (Cairanne), είναι η ακριβότερη από την κλασσική γκάμα και κοστίζει μόλις 10€. Οι υπόλοιπες κυμαίνονται μεταξύ τριών και επτά ευρώ, τιμές εξαιρετικές για γαλλικά κρασιά από αμπελώνες βιολογικής και βιοδυναμικής καλλιέργειας.Κάτσαμε γύρω στις δύο ώρες και ήταν μάλλον η πιο ενδιαφέρουσα από όλες τις επισκέψεις που κάναμε στον νότιο ροδανό!Την επόμενη το πρωί ακυρώσαμε την επίσκεψη μας λόγω ενός στραμπουλήγματος που μας έβγαλε για λίγο εκτός προγράμματος αλλά το μεσημεράκι ήμασταν και πάλι στο δρόμο για μία ακόμη επίσκεψη.Αφήνοντας την σχετικά επίπεδη περιοχή γύρω από το Chateauneuf du Pâpe ανηφορίσαμε προς την περιοχή του Beaumes de Venises δίπλα ακριβώς από το Gigondas και πριν το επιβλητικό mont Ventoux. Το τοπίο είχε αλλάξει πολύ γρήγορα με το πράσινο να πρωταγωνιστεί και σε συνδυασμό με τις υψομετρικές διαφορές η θέα ήταν εκπληκτική. Ο αμπελώνας δεν ήταν ενιαίος αλλά μοιράζονταν την γη με το δάσος κάτι που αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα για τους παραγωγούς που αποκλείουν την χρήση χημικών προϊόντων από τα εδάφη τους αφού το δάσος λειτουργεί σαν ζώνη ασφαλείας από τα γειτονικά αμπέλια. Ο Μιστράλ μας είχε κάνει την χάρη να ηρεμήσει για λίγο και έτσι δεχτήκαμε με μεγάλη χαρά την πρόταση του παραγωγού Guy Jullien να κάνουμε μία μεγάλη γύρα στον αμπελώνα προτού περάσουμε στις δοκιμές.
Παραγωγοί επί πολλές γενεές, οι οικογένεια Jullien (Ferme Saint Martin) κατέχει 250 στρέμματα γης σε βιολογική καλλιέργεια ενώ γίνονται και βήματα προς το πέρασμα ολόκληρου του αμπελώνα σε βιοδυναμική. Οι βασική ποικιλία τους είναι το Grenache και ακολουθούν μικρές εκτάσεις Mourvedre και Cinsault. Τα τελευταία χρόνια έχει φυτευτεί και αρκετή Syrah αφού για την χρήση του Ο.Π.Α.Π είναι υποχρεωτικό να υπάρχει τουλάχιστον 25% στο τελικό χαρμάνι. Λέγαμε πριν για “μερλοποίηση” της παραγωγής αλλά δυστυχώς και η όλη ιστορία με την Syrah δεν πάει πίσω. Και το κακό είναι διπλό. Από την μία, όπως ανέφερα προηγουμένως, χάνονται ποικιλίες που αν καλλιεργηθούν σωστά, στον τόπο τους δίνουν καλύτερα αποτελέσματα από την Syrah και από την άλλη έχουμε γεμίσει πια με μέτριες Syrah από κάθε γωνιά του κόσμου υποβαθμίζοντας έτσι την πολύ μεγάλη αυτή ποικιλία. Δοκιμάστε καλή Syrah από τον Βόρειο Ροδανό -την καθεαυτού πατρίδα της- και μετά βάλτε δίπλα όποια άλλη Γαλλική, Ιταλική, Ελληνική, νεοκοσμίτικη Syrah θέλετε για να καταλάβετε την τεράστια διαφορά που υπάρχει.
Στην φάρμα του Άγιου Μαρτίνου -για να επανέρθουμε- το μεγαλύτερο μέρος του αμπελώνα είναι φυτεμένο σε ένα χαρακτηριστικό κίτρινόχρωμο αργιλώδες χώμα απ'όπου και παράγεται μία εκ των τριών ετικετών της επιχείρησης και φέρει το όνομα Terre Jaune (κίτρινη γη). Τα αμπέλια ξεκινάνε από τα 200μέτρα υψόμετρο και συνεχίζουν μέχρι τα 600 για τα ονομασίας προέλευσης (AOC Beaumes de Venise) από κει και πάνω, μέχρι τα 650 δηλαδή, παράγονται οίνοι με την ονομασία προέλευσης “πλαγιές ροδανού” πιο χαμηλά δηλαδή στο γαλλικό σύστημα αξιολόγησης οίνων. Λίγο παράδοξο αφού στα υψόμετρα αυτά πετυχαίνουμε πιο ισορροπημένη ωρίμανση, διατηρώντας πάντα πολύ καλές οξύτητες. Ίσως όταν οργανώθηκε η ιεράρχηση της παραγωγής να υπήρχαν άλλα δεδομένα και δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι σημερινές κλιματικές συνθήκες της περιοχής.
Μετά από αρκετή ώρα στα αμπέλια, επιστρέψαμε στο οινοποιείο για να περάσουμε στις δοκιμές αρχικά από δεξαμενές και μετά από την φιάλη. Μάλλον είναι περιττό να αναφέρω πως οι οινοποίηση γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχει ελάχιστη προσθήκη θειώδη ανυδρίτη και μόνο στο τέλος αυτής ή ακριβώς πριν την εμφιάλωση. Η αλήθεια είναι πως στις δοκιμές ψιλο-απογοητεύτηκα αφού τα υψηλά επίπεδα αλκοόλ (14 έως 17%) σε όλα όσα δοκιμάσαμε ήταν πολύ κουραστικά και τα κρασιά δυσκολεύονταν να εκφραστούν. Οι τανίνες πάλι ήταν πολύ έντονες και φαινόταν καθαρά πως έλειπε μία δόση φρεσκάδας ώστε να ισορροπήσει λίγο την κατάσταση.Στις δοκιμές από μπουκάλι δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα γιατί οι γευστικοί μου αισθητήρες είχαν χάσει την μάχη με το αλκοόλ και τις ορδές τανινών που τους στέγνωναν επί ώρες. Τα 'χει αυτά ο Νότιος Ροδανός. Αρκεί να ρίξει κανείς μία ματιά στις ετικέτες για να καταλάβει πως ένα κρασί με λιγότερο από 13,5% αλκοόλ από την περιοχή αυτήν αποτελεί εύρημα! Θα πρέπει να είναι κανείς συνηθισμένος να δοκιμάζει τέτοιου τύπου κρασιά σε νεαρές ηλικίες για να βγάλει καλύτερα συμπεράσματα. Εμείς μέχρι τότε θα ψάχνουμε παλιότερες εσοδείες και θα τις συνοδεύουμε με πιάτα που μπορούν να τιθασεύσουν την δύναμη των κρασιών αυτών ώστε να μπορούμε να τα απολαύσουμε καλύτερα.
Δυστυχώς περάσαμε όλο μας το απόγευμα στην Ferme Saint Martin και αναγκαστήκαμε να ακυρώσουμε το τελευταίο μας ραντεβού γιατί δεν υπήρχε χρόνος.
Όπως και να 'χει πάντως ήταν μία πολύ καλή εμπειρία και σίγουρα ένα ακόμη πέρασμα κάποια στιγμή στο μέλλον θα βοηθήσει να έχουμε μία ακόμη καλύτερη εικόνα για την περιοχή αυτήν.

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

Αμπελο-οινικές περιπέτειες στην Ισπανία vol.3!

Τρίτη εβδομάδα στην Ισπανική Καταλονία και προορισμός μου το χωριό Montblanc (καμία σχέση με την ομώνυμη κορυφή των Άλπεων). Εκεί, είχα ραντεβού με τον Juan Ramon Escoda. Διάσημος σύμβουλος-οινολόγος πολλών Ισπανικών Bodegas πριν δεκαπέντε
περίπου χρόνια έκανε γνωριμία με την βιοδυναμική καλλιέργεια και λίγο αργότερα με τα λεγόμενα "φυσικά" κρασιά. Πάντα ανοιχτός σε καινούργιες ιδέες ο Juan Ramon δεν άργησε να γίνει οπαδός της εναλλακτικής παραγωγής και όταν εγκαταστάθηκε, το 2003, ξεκίνησε κατευθείαν καλλιεργώντας βιοδυναμικά και οινοποιώντας χωρίς επεμβάσεις. Αντίθετα δηλαδή απ'ότι είχε διδαχτεί και συμβούλευε επί χρόνια.
Προσωπικοί λόγοι όμως τον ανάγκασαν να ακυρώσει το ραντεβού μας αλλά μου έδωσε οδηγίες για το πως να φτάσω μέχρι το οινοποιείο και για την διαμονή μου εκεί. Λίγο περπάτημα λοιπόν, λίγο ότο στοπ, κατάφερα να φτάσω στον προορισμό μου απολαμβάνοντας την πολύ όμορφη διαδρομή μέχρι την περικυκλωμένη από τα βουνά Prenafeta. Έμεινα εκεί τέσσερα βράδια και είχα αρκετό χρόνο να εκτιμήσω την πολύ καλή δουλειά που γίνεται στο cellier Escoda-Sanahuja.
Από την επιλογή του εδάφους, τον υποκειμένων και το κλάδεμα του αμπελιού μέχρι το τελικό προϊόν και την συσκευασία τα πάντα ήταν προσεγμένα μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια.
Επιχείρηση κόσμημα που δείχνει πως μπορεί κανείς να παίζει στην αγορά των μεγάλων ονομάτων και ταυτόχρονα να σέβεται το περιβάλλον και το τερουάρ του συγκινώντας ακόμη και τον πιο απαιτητικό καταναλωτή που ψάχνει κάτι έξω από τα κλασσικά.
Επτά συνολικά ποικιλίες, μία μόνο λευκή και μία μόνο ντόπια χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των τεσσάρων ετικετών του κτήματος. Οι υπόλοιπες έξι είναι γαλλικές και μάλιστα δύο από αυτές προέρχονται από αρκετά βόρειους γαλλικούς αμπελώνες.
Η μια είναι το Chenin blanc και το 2006 που κυκλοφορεί αυτήν την στιγμή στην αγορά έχει ζυμώσει 18 μέρες με τα στέμφυλα με αποτέλεσμα να οξειδωθεί πριν την ζύμωση* οποιοδήποτε στοιχείο θα μπορούσε να οξειδωθεί στις επόμενες φάσεις της ζωής του κρασιού. Αποτέλεσμα, ένα κρασί με μεγάλες αντοχές στο χρόνο, με πολύ βάθος και εκρηκτική μύτη με τα πιο ήπια μελένια αρώματα του Chenin να χρειάζονται χρόνο και αρκετό οξυγόνο ώσπου να μαλακώσουν τα εκπληκτικά ορυκτά αρώματα που κυριαρχούν.
Η άλλη βόρεια ποικιλία, το γνωστό και μη εξαιρετέο Pinot Noir είναι κατά την γνώμη μου λιγότερο πετυχημένο αφού στα ζεστά εδάφη της Ισπανίας χάνει την φινέτσα που το χαρακτηρίζει.
Άπο την άλλη, το χαρμάνι 50% Grenache 25 % Carignan και 25% καταλανικού ταμπεραμέντου της ποικιλίας Saumoll είναι φανταστικό! Ένα κρασί με πολύ βάθος και με την μύτη να ξεκινάει με τα παιχνιδιάρικα φρούτα του Grenache και συνεχίζει με τα λιγότερο "ήμερα" αρώματα των άλλων δύο ποικιλιών δίνοντας έτσι ένα όμορφο μείγμα φρούτων και αρωματικών βοτάνων του βουνού. Στο στόμα εγείρει μέχρι και το τελευταίο γευστικό αισθητήριο όντας πολύ χυμώδες και τέλεια ισορροπημένο με τανίνες που γλιστράνε απαλά αφήνοντας μετά το πέρασμά τους μία πολύ φρουτένια επίγευση.
Τέλος, το μπορντολέζικο χαρμάνι του οινοποιείου (2 μέρη Merlot και ένα μέρος Cabernet Sauvignon) είναι ακόμη στην φιάλη και περιμένει την κατάλληλη στιγμή να ανοιχτεί και να δοκιμαστεί. Δοκιμάζοντας το από την δεξαμενή πάντως είναι αρκετά χαρακτηριστικό των δύο ποικιλιών με έντονα αρώματα σκούρων φρούτων, ταννικό και γεμάτο στο στόμα. Επίσης από την δεξαμενή, δοκιμάσαμε και το Καταλανικό Saumoll το οποίο ήταν αρκετά ρουστίκ και μάλλον πολύ νέο για να κριθεί ακόμη αφού μόλις που είχε τελειώσει την ζύμωση.
Η φιλοσοφία του οινοποιείου και το δέσιμο με την φύση φαίνεται και στο τελικό προϊόν την στιγμή που βγαίνει στο εμπόριο. Κάθε ετικέτα απεικονίζει ένα ζώο από την πανίδα που περιβάλλει το οινοποιείο και φέρει και το αντίστοιχο όνομα στα Καταλανικά. Παράδειγμα, το χαρμάνι των τριών ποικιλιών είναι το les Paradetes με σήμα τον ασβό και το λευκό το Els Bassots με σήμα την αλεπού!
Να μην ξεχάσω και τους δύο άγρυπνους (;) φύλακες μορφές του οινοποιείου: τον "Bob Marley των σκύλων" Μπρούνο και τον μόνιμα σκανδαλιάρη Ρόκυ!
Αυτό ήταν και το τελευταίο οινοποιείο που είδα κλείνοντας έτσι έναν κύκλο εμπειριών σε μία χώρα της οποίας τα κρασιά ήταν σχετικά άγνωστα για μένα μέχρι τώρα.
Η Ισπανία βέβαια δεν τελείωσε εδώ μιας και πέρα από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες να πετύχουμε καλό Ισπανικό κρασί στα τάπας bar και τα εστιατόρια της Ταρραγόνα ακολούθησε μία εβδομάδα μη οινικών δραστηριοτήτων (ορειβασία κλπ) μέχρι την επιστροφή στην Γαλλία για την συνέχιση των αμπελο-οινικών περιπετειών εκεί!


*Η λεγόμενη προζυμωτική οξείδωση

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Αμπελο-οινικές περιπέτειες στην Ισπανία vol.2!

Συνεχίζοντας τις αμπελοοινικές περιπέτειες στην Ισπανία έφυγα για λίγο από την περιοχή του Costers del Segre και κατευθύνθηκα νοτιοδυτικά προς την Terra Alta. Εκεί θα έφτανα στην Gandesa για να συναντηθώ με τον πιο αντικομφορμιστή οινοποιό της Καταλονίας, τον Laureano Serres. Μία πολύ ιδιαίτερη περίπτωση παραγωγού που έκανε την δική του επιχείρηση όταν διώχθηκε από τον τοπικό συνεταιρισμό γιατί παρα-ήταν εκτός πλαισίων!
Σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις μπήκαμε κατευθείαν στο ''ψητό'' αρχίζοντας τις δοκιμές
ροτού κάνουμε γύρα στους αμπελώνες. Όλα τα λευκά του Λάουρε είχαν μία οξειδωτική τάση λόγω της έλλειψης του θειώδη ανυδρίτη αλλά κάθε ένα είχε τον δικό του ξεχωριστό χαρακτήρα! Τα κόκκινα είχαν έντονα πολύπλοκα αρώματα και πλούσιο καλοδομημένο στόμα. Από κει και πέρα όμως είναι πολύ δύσκολο να μιλήσω για ένα ένα όλα τα κρασιά που δοκιμάσαμε γιατί η μεγάλη τους πολυπλοκότητα καθιστά πολύ δύσκολη την περιγραφή του

ς και δεν βρίσκει εύκολα κανείς λόγια για να εκφράσει όσα νιώθει δοκιμάζοντας τα.
Αν πρέπει να ξεχωρίσω κάποιο αυτό είναι το Cabernet Sauvignon του 2006. Με μύτη που σε κάνει να νομίζεις πως έχεις μπει σε παλιό μπακάλικο και γεμάτο στόμα που φανερώνει την εξαιρετική πρώτη ύλη που έμεινε ανέγγιχτη από την βία του θειώδη ανυδρίτη βάζει στους Γάλλους τα γυαλιά μαθαίνοντάς τους πως πρέπει να χειρίζονται τις ποικιλίες τους.
Και δεν είμαι ο μόνος που το λέει. Όπως διάβασα αργότερα όταν έψαχνα για πρόσθετες πληροφορίες, Γάλλος δημοσιογράφος οίνου δοκιμάζοντάς το αναφώνησε: Αυτό μάλιστα! Επιτέλους ένα Cabernet!
Σε κάθε περίπτωση πάντως για να κατανοήσει κανείς καλύτερα και να απολαύσει τα κρασιά του Laureano Serres, είναι απαραίτητο να γνωρίσει τον ίδιο και να συζητήσει μαζί του αφού ο Λάουρε είναι χαρακτηριστικότατο παράδειγμα παραγωγού που τα κρασιά του είναι ¨φωτογραφία¨ του ίδιου και της φιλοσοφίας του! Μία ξεχωριστή περίπτωση και σίγουρα ένα από τα οινοποιεία αυτά που δίνουν άλλη διάσταση στον αμπελο-οινικό τομέα. Περιττό να πω πως όπως και στον Pierre Overnoy στον Jura έτσι και δω ένας καθηγητής οινολογίας θα έσκιζε όλα του τα πτυχία αδυνατώντας να εξηγήσει το τι συμβαίνει στα κελάρια του εμβληματικού αυτού παραγωγού της Terra Alta.

Ενδιάμεσα δεν παρέλειψα φυσικά να επισκεφτώ ένα πιο "mainstream" οινοποιείο
απόεναλλακτικό σε εναλλακτικό είχα αρχίσει να ξεχνάω πως είναι ένα συνηθισμένο. Επισκέφτηκα λοιπόν το οινοποιείο Olivera πίσω στο Costers del Segre. Μεγάλο οινοποιείο, μοντέρνο, λειτουργικό, από αυτά που συναντάει κανείς στην Ελλάδα (π.χ. Σεμέλη). Δε με συγκίνησε και ιδιαίτερα αν και το αφεντικό γνωρίζει άριστα την τέχνη της οινοποίησης και ξέρει πως να παράγει κρασιά τεχνολογικά αψεγάδιαστα χωρίς να χρησιμοποιεί παρά μόνο μικρές δόσεις θειώδη ανυδρίτη και κανένα άλλο οινολογικό προϊόν.
Πολύ καλό το Macabeu του αν και λιγότερο "δροσερό" απ'όσο το είχα συνηθίσει στο Roussillon και εξαιρετικό Chardonnay (με το όνομα Eixaders) με άριστη ισορροπία οξύτητας-λιπαρότητας-αλκοόλ αλλά λίγο δειλό στην μύτη.

Ακολούθησε διάλειμμα μερικών ημερών για ..ολίγη φιέστα στην Βαρκελώνη πριν συνεχίσω τις αμπελοοινικές μου περιπέτειες σε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της περιοχής...



Για όσους ξέρουν Ισπανικά αξίζει μία ματιά στο blog του Laureano:

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

Αμπελο-οινικές περιπέτειες στην Ισπανία vol.1!

Τελειώνοντας τον τρύγο στο Ρουσιγιόν, το πρώτο που σκέφτηκα για την συνέχεια ήταν βόρειες πιο όψιμες περιοχές. Πάνω όμως που πήγαινε να κλείσει τρύγος στο Reinhessen, στην Γερμανία, θυμήθηκα όλες εκείνες τις κρύες και βροχερές μέρες στη Βουργουνδία και άλλαξα γνώμη. Λίγες μέρες μετά έφευγα για Ισπανία με σκοπό να δουλέψω σε μία τριάδα πολύ καλών εναλλακτικών οινοποιείων.

Πρώτος μου προορισμός το οινοποιείο Casa Pardet στο Verdu στο κέντρο τις Ισπανικής Καταλωνίας. Ο Josep Torres, ιδιοκτήτης του οινοποιείου είναι κάποιος που κατέχει πολλά γύρω από την Βιοδυναμική καλλιέργεια αλλά και μυστικά ανατολίτικων φιλοσοφιών που χρησιμοποιεί στο χώρο του οινοποιείου. Καλλιεργεί επίσης μικρές ποσότητες αρωματικών φυτών με τα οποία παράγει ένα είδος vermouth και αρωματικό ξύδι. Η περιοχή στην οποία βρίσκεται υποφέρει από ξηρασία και τα τελυταία χρόνια οι βροχοπτώσεις κυμαίνονται σε επίπεδα ημιερήμου. Αυτό έχει αντίκτυπο στο κρασί αφού τα περισσότερα κόκκινα χαρακτηρίζονται από μία πολύ χυμώδη αίσθηση στο στόμα αλλά υστερούν κάπως σε οξύτητα. Προς τιμήν του ο Pep δεν προσθέτει οξέα υποστηρίζοντας πως προσφέρει στους καταναλωτές αυτό που δίνει το terroir του και όχι αυτό που δίνουν τα οινολοικά προϊόντα. Όποιος θέλει οξύτητες ιδού η Βουργουνδία, η Αλσατία, ο Λίγηρας...


Αυτό πάντως που μου έκανε μεγάλη εντύπωση είναι πως σε όποιο οινοποιείο έχω πάει και δεν χρησιμοποιεί θειώδη ανυδρίτη, τα πάντα καθαρίζονται σχολαστικότατα πολλές φορές την ημέρα. Στο Casa Pardet ήμασταν κάπως πιο χαλαροί σ'αυτό το θέμα αλλά παρόλα αυτά σε κανένα κρασί δεν υπήρχε πρόβλημα από κάποιου είδους μόλυνση. Ίσως να παίζει ρόλο το φεγκ σοϋι τελικά!

Επίσης κάτι που δεν μου άρεσε είναι πως στον τρύγο χρησιμοποιούσαμε μία μεγάλη καρότσα όπου ρίχναμε μέσα όλα τα σταφύλια και στην συνέχεια τα αδειάζαμε με μία πιρούνα στο εκραγηστήριο και από κει περνούσαν σε έναν σπαστήρα προτού μπουν στις δεξαμενές. Έχω συνηθίσει να χειρίζομαι με "ευλάβεια" τον καρπό της γης και δεν περίμενα ποτέ να δω κάτι τέτοιο σε βιοδυναμικό οινοποιείο. Επίσης αναρωτιέμαι γιατί χρειαζόμαστε τόσο μεγάλες εκχυλίσεις σε μία τόσο ζεστή περιοχή με τόσο ώριμα σταφύλια. Ο Pep βέβαια έχει τις δικές του εξηγήσεις σε όλα αυτά άλλα ίσως τα ξανασυζητήσουμε όλα αυτά στο μέλλον όταν θα ξέρω καλύτερα Ισπανικά για να συνενοηθώ μαζί του!

Έμεινα εκεί μία εβδομάδα και σίγουρα δεν ήταν το οινοποιείο στο οποίο έμαθα τα περισσότερα γύρω από το κρασί αλλά οι συζητήσεις κυμαίνονταν γύρω από διάφορα θέματα και η παραμονή μου ήταν εξαιρετικά ευχάριστη! Φυσικά έπεφτε και άπειρο γέλιο κάθε φορά που η μέρα έφτανε στο τέλος της και χαλαρώναμε λίγο από την δουλειά αφού ο Pep κουβαλάει μεγάλες δόσεις τρέλας μέσα του!

Τις μέρες αυτές έκανα και την πρώτη μου γνωριμία με το Tempranillo. Εύρωστη ποικιλία και ευαίσθητη δεν μου πολυγέμισε το μάτι ενώ ότι έιχα δοκιμάσει μέχρι τώρα ήταν αρκετά μέτριο.
Μέχρι την στιγμή που δοκιμασα το Vinya Sanfeliu!

Φτιαγμένο από έναν ελαιοπαραγωγό με πάθος για τα φύσικα προϊόντα και παραγώμενο χωρίς καμία απολύτως ουσία στην οινοποίηση, από την πρωτη μύτη μέχρι την αίσθηση που μένει στο στόμα στο τέλος είναι ένα κρασί αριστούργημα!

Χωρίς να έχει τρομερές οξύτητες ή μεγάλη πολυπλοκότητα, είναι τόσο αγνό αρωματικά και τόσο ζωντανό στο στόμα που δίνει την εντύπωση πως δοκιμάζουμε ακόμη το σταφύλι στο αμπέλι και για μία ακόμη φορά αναρωτήθηκα μήπως θα έπρεπε να δούμε πιο σοβαρά την ελάχιστη έως μηδενική χρήση του θειώδους ανυδρίτη.

Επίσης, άξια αναφοράς και η πολύ καλοσχεδιασμένη ετικέτα του με τα στοιχεία του κρασιού σε άπρο φόντο στο πάνω μισό της ετικέτας και στο κάτω μισό οι ρίζες των δύο υποκειμένων που υπάρχουν στον αμπελώνα σχεδιαμένες σε μαύρο φόντο!

Η τιμή του είναι απίστευτα χαμηλή (5€) και γουστάρω απίστευτα αυτό το κρασί γιατί αποδεικνύει πως ένα κρασί χωρίς θείο δεν σημάινει πως υστερεί ποιότητας αλλά ακριβώς το αντίθετο και επίσης πως βιολογική καλλιέργεια δεν σημαίνει ακριβό προϊόν αλλά προϊόν που σέβεται την γη, τον παραγωγό και τον καταναλωτή.

Κλείνω το πρώτο μέρος της Ισπανίας με το κείμενο που αναγράφεται στα καταλανικά στην πίσω ετικέτα του Vinya Sanfeliu:

"Teniu a les mans un vi extremadamant natural amb vida i libertat. Imagineu tot el que aixo significa?*"



*Κρατάς στα χέρια σου ένα κρασι εξαιρετικά φυσικό γεμάτο ζωή και ελευθερία. Φαντάζεσαι τι σημαίνει αυτό;